– Παππού, από πού βγαίνουν τα επίθετά μας;  ρώτησε ο Αργυράκης, μαθητής γυμνασίου.

– Δικαιολογημένη η απορία σου. Προέρχονται από το επάγγελμα κάποιου προγόνου μας, ίσως από κάποιο κουσούρι του ή ένα χαρακτηριστικό γνώρισμά του, από τον τόπο καταγωγής του, ιδίως όταν μετακομίζει σε άλλον τόπο…

-Ξέρω, ξέρω! Ρεθυμνιωτάκης, Χανιωτάκης….

– Ναι. Στειακάκης, Μεραμπελιωτάκης, Καστρινάκης  (Κάστρο ήταν ένα από τα παλιά ονόματα του Ηρακλείου Κρήτης), Ιεραπετρίτης, Λασιθιωτάκης, Μπαντουβάς (από την Πάντοβα, πόλη της Ιταλίας), Σταμπουλής (από το Istanbul, όπως λένε την Κωνσταντινούπολη οι Τούρκοι σήμερα), Σμιρλής (από το Izmir, όπως λένε την Σμύρνη), που στην Κρήτη εμφανίζεται ως Σμυρνάκης ή Σμυρνιωτάκης… Και άλλα πολλά. Από επαγγέλματα έχομε επίσης πολλά:  Ιατράκης, Παπαδάκης, Δασκαλάκης, Λουλουδάκης, Αρχοντάκης… Μερικά έχουν την ρίζα τους στην τουρκική γλώσσα, γιατί οι Έλληνες ήμασταν σκλαβωμένοι στους Τούρκους τετρακόσια χρόνια: Κασαπάκης (τουρκικά kasap =κρεοπώλης), Ντεμιρτζάκης ή, κάπως εξελληνισμένο, Δεμιρτζάκης από το τουρκικό demirci (=σιδεράς), Καλαϊτζάκης  (τουρκ. kalayci), Παπουτσάκης (τουρκ. papuç =υπόδημα), Μπακαλάκης ή Βακαλάκης  (τουρκ.bakkal=παντοπώλης), Μπαξεβάνης (τουρκ.bahçivan=κηπουρός), Αραμπατζής (τουρκ. araba=κάρο), Τσομπανάκης (τουρκ. çoban=βοσκός). Και άλλα πολλά.

Από γνωρίσματα κάποιου προγόνου μας είναι τα Καμπούρης ή Καμπουράκης, Μαυρομάτης, Σπανάκης (από το σπανός),  Σαρής ή Σαριδάκης (sari  στα τουρκικά σημαίνει κίτρινος, ξανθός), Τοπαλούδης  ή  Τοπάλογλου  (topal  στα τουρκικά σημαίνει  κουτσός,    και –oglu, με προφορά –ογλού, σημαίνει γιος, και στα επώνυμα   αντιστοιχεί  στα  δικά  μας -ίδης , -άκης, -όπουλος). Έχομε και επίδραση από την σλαβική γλώσσα. Π.χ. τα Μπογδάνος, Μπογδανίδης έχουν σλαβική προέλευση. Το Bogdan στα σλαβικά σημαίνει Θεόδοτος, «αυτός που δόθηκε από τον Θεό». Γκλαβάνης (σλαβ.glava=κεφάλι), Ζολώτας (σλαβ. zoloto= χρυσάφι), Κούγιας (σλαβ. kuja=πεταλωτής).  Και από άλλες γλώσσες. Άλλοτε έχομε αλληλεπιδράσεις στην παραγωγή επιθέτων. Π.χ. το Σαμόλης βγήκε από το Σαμουήλ, όπως το Μανόλης από το Εμμανουήλ ή το Μιχάλης από το Μιχαήλ.

Από την κατάληξη του επιθέτου, σε πολλές περιπτώσεις, μπορούμε να συμπεράνομε και την καταγωγή της οικογένειας που το έχει. Το –άκης συνηθίζεται στην Κρήτη, το –όπουλος  στην Πελοπόννησο, το –έας ειδικά στην Μάνη, το –έλης στην Λέσβο. Έτσι μπορεί να έχομε οικογένειες με επίθετο Βασιλάκης από Κρήτη, Βασιλόπουλος από Πελοπόννησο, Βασιλέας  από Μάνη, Βασιλίδης από Πόντο, Βασιλέλης  από Μυτιλήνη. Σήμερα όμως, με την ευκολία της μετακίνησης και της μετεγκατάστασης, η διάκριση αυτή τείνει να εξαλειφθεί.

Με ανοιχτό το στόμα τα άκουγε αυτά ο Αργυράκης. Τον ενδιέφεραν πολύ και τα τύπωνε στο μυαλό του.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ. 1) Στα τουρκικά το c προφέρεται ως τζ παχύ, το ç ως τσ παχύ.

2) Η προέλευση επιθέτου άλλοτε είναι πασιφανής, άλλοτε αμφιλεγόμενη.