Όπου και να ταξιδέψω το Ηράκλειο με πληγώνει. Όπως πληγώνει ο έρωτας. Μας πληγώνει και μας σώζει ως στοιχείο που συνθέτει την ταυτότητα και την ανθρωπιά μας. Η πόλη μας ακολουθεί παντού. Τα στενά της. Τα σοκάκια της. Οι ανθισμένες λεμονιές. Τα παλιά μισογκρεμισμένα σπίτια της.
Τα μνημεία της. Οι άνθρωποι, οι φίλοι που περπατήσαμε μαζί και σήμερα ταξιδεύουν αλλού. Ο θάνατος είναι ένα μεγάλο σκάνδαλο. Αγωνιζόμαστε να κρατήσουμε στη μνήμη κάποιες ευφρόσυνες στιγμές. Κάποιους ίσκιους. Και πλάθουμε όνειρα και μύθους για να κερδίσουμε την εσωτερική γαλήνη. Προσδοκούμε την Ανάσταση φυτών και λουλουδιών, αλλά και ψυχών που περιφέρονται σαν νυχτερίδες στο σκοτάδι.
Δυστυχώς είμαστε καταδικασμένοι να σκεφτόμαστε. Η σκέψη είναι η μοίρα μας. Το cogito ergo sum του Καρτέσιου μάς περιπαίζει, όσο κι αν το παραφράζουμε. Αγαπώ, άρα υπάρχω. Αναθεωρώ, άρα υπάρχω. Η σκέψη είναι ο υπαρξιακός προσδιορισμός μας. Όταν ο λόγος και η σκέψη εναρμονίζονται τότε το θαύμα πάμφωτο μάς εκπλήττει. Ως στυγνός ορθολογισμός δημιουργεί τέρατα.
Ως συναισθηματική νοημοσύνη αποκαλύπτει την ομορφιά. Τότε η τέχνη και ο έρωτας ως αναζήτηση και κατάκτηση της ομορφιάς γεμίζουν μύρο την ζωή μας. Για λίγο. Γιατί πάντα στο τέλος ο θάνατος καραδοκεί και μας εμπαίζει. Και η τραγικότητα είναι μοίρα μας. Για να την υπερβούμε πρέπει εγκαίρως να συνειδητοποιήσουμε κείνο που ο ήρωας του Σολωμού αντιλαμβάνεται με την τελευταία πνοή του. «Δεν τ’ όλπιζα νά ναι η ζωή μέγα καλό και πρώτο».
Ζούμε σε μια πόλη φιλόξενη, ανοιχτή, όπου χιλιάδες χρόνια έχουν αφήσει αποτυπώματα εκείνων που κάποτε ονειρεύτηκαν σαν κι εμάς. Έχτισαν τείχη για να την υπερασπιστούν. Έγραψαν ποιήματα για να εκφράσουν τους καημούς τους. Ζωγράφισαν τα όνειρά τους.
Κρατώντας τους ζωντανούς στην μνήμη μας θα ενισχύσουν την προσπάθειά μας στον ανήφορο που έχουμε χρέος να πορευόμαστε. Με τα φτερά τους θα μπορέσουμε να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα. Με την προσδοκία μιας Ανάστασης που, όσο κι αν αρνείται ο στυγνός ορθολογισμός, σηματοδοτεί και ομορφαίνει τη ζωή μας.