Τον τελευταίο καιρό ένα από τα θέματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία είναι και αυτό που αφορά στον λεγόμενο «γάμο» των ομοφύλων ή κατ’ άλλους των ομοφυλοφίλων. Εκ των πραγμάτων στο ζήτημα αυτό εμπλέχτηκε και η Εκκλησία, καθότι ένας τέτοιος «γάμος» αντίκειται πλήρως τόσο στην όλη διδασκαλία του Ευαγγελίου όσο και στην παράδοση και στο ήθος της.

Η Εκκλησία, ακολουθώντας τους κανόνες της,  υποστηρίζει ότι η ομοφυλοφιλία είναι αμαρτία, και μάλιστα βαριά, και ότι ένας «γάμος» μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου είναι εντελώς αντίθετος και στην ίδια τη φύση και στον νόμο του Θεού, ο οποίος δημιούργησε δυο φύλα: το άρσεν και το θήλυ.

Από την άλλη μεριά, όσοι υποστηρίζουν τον «γάμο» των ομοφύλων προβάλλουν το επιχείρημα της ισότητας όλων των πολιτών στα δικαιώματα, ενώ έναντι της Εκκλησίας υποστηρίζουν ότι ο Χριστός κήρυξε την αγάπη αδιακρίτως καθώς και ότι, όπως είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, η ομοφυλοφιλία δεν είναι αμαρτία. Έτσι, σ’ αυτή τη διελκυστίνδα ενεπλέχθησαν δυο βασικοί θεολογικοί όροι: η αμαρτία και η αγάπη. Με τους όρους αυτούς θα ασχοληθούμε εν συντομία και με ψυχραιμία στη συνέχεια.

Η λ. «αμαρτία» συναντάται στην  Καινή Διαθήκη πάνω από εκατόν πενήντα φορές, είναι δηλαδή μια από τις συχνότερες λέξεις. Αν σ’ αυτές προσθέσουμε και τις φορές που συναντώνται οι λέξεις «αμαρτάνω», «αμαρτωλός» και «αμάρτημα», τότε ο αριθμός είναι πολλαπλάσιος.

Αυτό σημαίνει ότι η συγκεκριμένη λέξη είναι από τις κομβικές στην Καινή Διαθήκη, πράγμα που δείχνει ότι γύρω από αυτήν έχει χτιστεί ένα ολόκληρο πνευματικό και ηθικό οικοδόμημα και ότι η Εκκλησία έχει μια συγκεκριμένη αντίληψη για το τι είναι αμαρτία, μια αντίληψη βασισμένη στην διδασκαλία του Χριστού, καθώς και των Αποστόλων και των Πατέρων, οι οποίοι διέδωσαν την χριστιανική πίστη και διαμόρφωσαν το δόγμα, τη λειτουργική ζωή, τους κανόνες και το ήθος  της Εκκλησίας.

Βεβαίως, αν κάποιος παρακολουθήσει την εκκλησιαστική ιστορία στην πορεία της ανά τους αιώνες, θα παρατηρήσει ότι πολλά πράγματα άλλαξαν, και ειδικά στα νεότερα χρόνια. Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές αφορούσαν δευτερεύοντα πράγματα και δεν ακούμπησαν ποτέ το δόγμα. Αντίθετα μάλιστα: η καθαρότητα του δόγματος, δηλαδή η γνησιότητα της πίστεως, υπήρξε το κεντρικό σημείο των αγώνων της Εκκλησίας.  Επόμενο ήταν και η έννοια της αμαρτίας να μείνει σχεδόν αναλλοίωτη, εκτός κάποιων δευτερευόντων πραγμάτων.

Σήμερα π.χ. δεν θεωρείται αμαρτία ούτε σκανδαλίζει ένας ιερέας με κοντά γένια και μαλλιά ούτε και αν οι γυναίκες κάθονται εντός του ναού μαζί με τους άνδρες. Η φιλανθρωπία της Εκκλησίας γνωρίζει τον όρο «οικονομία» και την έκφραση «κατ’ οικονομίαν», που σημαίνει την από αγάπη και φιλανθρωπία πρόσκαιρη ή και μεγαλύτερης διάρκειας παρέκκλιση από την ακριβή τήρηση των κανόνων, χωρίς όμως η Εκκλησία να μετακινείται από το δόγμα της. Γι’ αυτό «κατ’ οικονομίαν» και με σκοπό τη σωτηρία των ανθρώπων μπορεί κάποιες φορές να υποχωρήσει και να παρεκκλίνει των κανόνων της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αφήνει τόπο στην αμαρτία.

Τι είναι όμως η αμαρτία; Η λέξη, παραγόμενη από το ρήμα «αμαρτάνω» σημαίνει την αστοχία, την αποτυχία. Επομένως, όταν λέμε ότι «κάποιος αμάρτησε», εννοούμε ότι αστόχησε, απέτυχε να βρει τον στόχο του, να πετύχει τον σκοπό του. Αυτό ισχύει π.χ. για ένα τοξότη που δεν πετυχαίνει τον στόχο του και, κατά συνέπειαν, για όποιον κάνει λάθος, παρεκκλίνοντας από τον σκοπό του.  Είναι σαφές ότι η έννοια της αμαρτίας ως αστοχίας προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιου στόχου, που μπορεί να είναι υλικός (κάποιος π.χ. στοχεύει το χρήμα), μπορεί όμως να είναι ηθικός ή πνευματικός.

Στην Εκκλησία ο στόχος είναι πνευματικός και ηθικός και δεν είναι άλλος από την ομοίωση με τον Θεό. Ο στόχος αυτός αποτελεί για τον πιστό χριστιανό το κέντρο όλων των επιμέρους ενεργειών του, είναι το κέντρο και ο σκοπός της ίδιας της ζωής του. Βέβαια, κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος να επιλέξει ως στόχο του την ομοίωση με τον Θεό ή να στοχεύσει αλλού. Οι πράξεις και οι ενέργειες που μας απομακρύνουν από τον κεντρικό στόχο μας ονομάζονται με τη λ. «αμαρτία». Έτσι, κάθε αποτυχία να επιτύχουμε τον κεντρικό στόχο, δηλαδή την μετά του Θεού ομοίωση, είναι αμαρτία. Κι επειδή οι αποτυχίες μας είναι πολλές, και οι αμαρτίες μας είναι πολλές.

Η εκκλησιαστική αυτή αντίληψη για την αμαρτία σημαίνει ότι ο Θεός δεν είναι ο αδέκαστος κριτής ούτε και ο επουράνιος χωροφύλακας. Ο Θεός θέλει «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν», γράφει ο απόστολος Παύλος (Α΄ Τιμ. 2,2). Σέβεται, ωστόσο, την ελευθερία των ανθρώπων, οι οποίοι μπορούν, κατά την προαίρεσή τους, να επιλέξουν την ομοίωση με τον Θεό ή όχι. Εκείνο που κάνει ο Θεός είναι να βοηθά τον άνθρωπο στον αγώνα του για την επιτυχία του κεντρικού στόχου του και να τον ανταμείβει σαν καλός αγωνοθέτης.

Το θέμα, λοιπόν, είναι να δούμε πώς θα «προπονηθούμε», πώς θα ασκηθούμε, ώστε να στοχεύσουμε σωστά. Κι όπως ένας τοξότης ή άλλος σκοπευτής δεν μπορεί να πετύχει τον στόχο του, αν δεν προπονηθεί, έτσι κι ένας που λέγεται και θέλει να είναι κατ’ ουσίαν χριστιανός δεν μπορεί να πετύχει τον κεντρικό του στόχο, αν δεν προπονηθεί, αν δεν ασκηθεί. Κι όπως τον σκοπευτή τον προπονεί ένας έμπειρος προπονητής, έτσι και τον χριστιανό τον προπονεί η Εκκλησία με τους κανόνες της, για τη σωστή τήρηση των οποίων επιβλέπει και καθοδηγεί ο πνευματικός.

Κανείς, λοιπόν, δεν μπορεί να καθορίζει τι είναι και τι δεν είναι αμαρτία ατομικά και μακριά από την πείρα και τους κανόνες της Εκκλησίας. Μπορεί να απορρίπτει τους κανόνες και τη δογματική της διδασκαλία, δεν έχει όμως το δικαίωμα να λέει πράγματα που αγνοεί. Στο θέμα του «γάμου» των ομοφύλων η Εκκλησία εκφράζει συνοδικά την βεβαιότητά της ότι η επιλογή αυτή είναι αντίθετη στην επίτευξη του κεντρικού στόχου των χριστιανών, άρα είναι αμαρτία. Και η βεβαιότητα αυτή πηγάζει από την ίδια την πίστη και το δόγμα της, την ίδια τη διδασκαλία των αγίων της και δεν είναι μια άποψη που μπορεί να αλλάξει.

Ας έλθουμε τώρα και στο θέμα της αγάπης, που τόσο ακούγεται το τελευταίο διάστημα από τους ανθρώπους που υποστηρίζουν ότι ο Χριστός κήρυξε την αγάπη για όλους τους ανθρώπους, επομένως γιατί να μην αγαπάμε και τους ανθρώπους εκείνους που θέλουν να ενώσουν τις ζωές τους με «γάμο», έστω κι αν είναι ομόφυλοι. Με μια πρώτη ματιά, το επιχείρημα αυτό είναι σωστό. Ξέρουμε από τις παραβολές του Τελώνου και του Φαρισαίου και του Ασώτου υιού ότι ο Θεός συγχώρησε τους αμαρτωλούς.

Γνωρίζουμε ακόμη ότι ο Χριστός συγχώρησε και τον ληστή πάνω στον σταυρό, όπως επίσης γνωρίζουμε από τα Ευαγγέλια ότι οι Φαρισαίοι κατηγορούσαν τον Χριστό ότι συνέτρωγε «μετά τελωνών και αμαρτωλών» (Ματθ. 9,11). Ωστόσο, εδώ υπάρχει μια παρανόηση. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η συγχώρηση συνοδεύεται από τη μετάνοια. Πουθενά ο Χριστός δεν φαίνεται να συγχωρεί κάποιον που δεν έδειξε σημάδια ειλικρινούς μετάνοιας.

Και κάτι άλλο σημαντικό: ο Χριστός και η Εκκλησία αγαπούν τους αμαρτωλούς, αλλά δεν υιοθετούν τις αστοχίες τους. Η αγάπη σκεπάζει όλους τους ανθρώπους και διαμορφώνει το κλίμα μέσα στο οποίο ο άνθρωπος θα πετύχει τον στόχο του, δηλαδή την ομοίωση με τον Θεό. Ο Θεός αγαπά χωρίς όρια, γιατί είναι αγάπη ο ίδιος, αλλά ζητά από τον άνθρωπο, ως ανταπόκριση στην αγάπη του, τη δική του αγάπη, που απόδειξή της είναι η μετάνοια, η θέληση δηλαδή του ανθρώπου να ζήσει την ζωή του Θεού.

Η μετάνοια σημαίνει την σωματική, ηθική και πνευματική καθαρότητα του ανθρώπου, την ανεύρεση της αληθινής εικόνας του, την οποία σκεπάζουν και αμαυρώνουν τα πάθη και οι άλογες επιθυμίες.

Στο σημείο αυτό η αγάπη τέμνεται με την αλήθεια. Η αγάπη διασώζεται, όταν αληθεύει, όταν ασκείται «εν αληθεία». Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος μπορεί να νομίζει ότι αγαπά και στην ουσία να συγχέει την αγάπη με τον έρωτα, με το σεξ, με την επιθυμία, με τη λαχτάρα.

Αν συμβαίνει αυτό, τότε δεν υπάρχει αληθινή αγάπη. Όπως γράφει ο απόστολος Παύλος στον γνωστό «ύμνο της αγάπης», «εκείνος που αγαπά έχει μακροθυμία, έχει καλοσύνη‧ εκείνος που αγαπά δεν κομπάζει ούτε υπερηφανεύεται, είναι ευπρεπής, δεν είναι εγωιστής ούτε ευερέθιστος‧ ξεχνά το κακό που του έχουν κάνει, δεν χαίρεται για ό, τι στραβό γίνεται, αλλά μετέχει στη χαρά για το σωστό. Εκείνος που αγαπά όλα τα ανέχεται, σε όλα εμπιστεύεται, για όλα ελπίζει, όλα τα υπομένει.» (Α΄Κορ. 13, 4-7).

Σύμφωνα με τον λόγο του Παύλου, η αγάπη είναι ό, τι μεγάλο και σπουδαίο υπάρχει στον κόσμο. Αλήθεια, ποια σχέση έχει αυτός ο «ύμνος» με τον «γάμο» των ομοφύλων; Πόσο κοντά στην αλήθεια αυτής της αγάπης μπορεί να φτάσει κάποιος που έχει κάνει την αμαρτία (με την εκκλησιαστική έννοια του όρου, όπως πασχίσαμε να την ορίσουμε)  τρόπο ζωής του;

Το ερώτημα που μπορεί να εγείρει κάποιος στο σημείο αυτό είναι όμοιο με το ερώτημα του Πιλάτου προς τον Χριστό: «Τι εστιν αλήθεια;»»(Ιωάν. 18,38).  Ο Πιλάτος, βέβαια, έθεσε το ερώτημα, χωρίς να περιμένει να λάβει απάντηση κι ούτε είναι σίγουρο ότι θα την λάμβανε. Ωστόσο, ο Χριστός την είχε δώσει σε άλλη περίπτωση, όταν είχε πει: «Εγώ ειμι η οδός, η αλήθεια και η ζωή» (Ιωάν. 14,6). Κήρυξε, λοιπόν, ο Χριστός την αγάπη, αλλά προσδιόρισε τον εαυτό του και ως αλήθεια.

Όταν, επομένως, ρώτησε ο Πιλάτος τον Χριστό «τι είναι αλήθεια», η σιωπηλή απάντηση ήταν: «την αλήθεια την έχεις μπροστά σου, γιατί εγώ είμαι η αλήθεια». Δεν κηρύττουμε μιαν αγάπη μακριά από την αλήθεια, δεν κατανοούμε την αγάπη που στηρίζεται στο ψεύδος, δεν αγαπούμε χωρίς τον Χριστό που είναι η σαρκωμένη Αλήθεια. Το ζητούμενο είναι η αγάπη να είναι αληθινή, στέρεα, και όχι μια αγάπη που στηρίζεται σε πήλινα πόδια.

Αυτή είναι η πίστη της Εκκλησίας, αυτό βίωσαν οι απόστολοι, οι μάρτυρες, οι άγιοι και οι όσιοί της. Και, σύμφωνα με την πείρα της Εκκλησίας αλλά και όλης της ελληνικής παράδοσης,  είμαστε αληθινοί όταν κοινωνούμε του εκκλησιαστικού-κοινωνικού σώματος, όταν δηλαδή η δική μας αλήθεια κοινωνεί του κοινού της αλήθειας. Η ατομική άποψη και επιθυμία δεν μπορεί να αληθεύει παρά μόνο για εκείνον που την ασπάζεται. Η αλήθεια δεν ταυτίζεται με ατομικές απόψεις.

Είναι καρπός των βιωμάτων ενός συνόλου στην ιστορική του πορεία, εκεί όπου σφυρηλατήθηκε η παράδοση και το ήθος του λαού. Και η παράδοση και το ήθος του ελληνικού λαού σφυρηλατήθηκε κάτω από τη σκέπη της Εκκλησίας.

Και για να τελειώνω. Ο κάθε πολίτης αυτής της χώρας έχει το δικαίωμα να κατευθύνει τη ζωή του και να επιλέγει σύμφωνα με ό, τι θεωρεί σύμφωνο με τα «θέλω» και τα «πιστεύω» του και στο πλαίσιο των νόμων. Η δημοκρατική Πολιτεία, επίσης, μπορεί να νομοθετεί για την προαγωγή και την πρόοδο των πολιτών και του έθνους, γιατί αυτή είναι η αποστολή της.

Αλλά και η Εκκλησία έχει το δικαίωμα, ως εκ της θέσεως και της παραδόσεώς της, να διακηρύττει τη θέση της σύμφωνα με την πίστη και το ήθος της. Αυτό πρέπει να θεωρείται πλούτος και ευλογία. Η φίμωση οποιασδήποτε φωνής ή η προβολή μόνο μιας άποψης είναι αντίθετη στην έννοια και την ουσία της δημοκρατίας.