«Τρέμω τους ανθρώπους που πεθαίνουν για μια ιδέα. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ν’ αγαπάς και να πεθαίνεις γι’ αυτό που αγαπάς».
Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΚΑΠΟΝ ένας κομψός τόμος με τίτλο «Αναζητώντας τον Ξένο» και υπότιτλο «Ο Αλμπέρ Καμύ και ο βίος ενός κλασικού έργου της λογοτεχνίας». Συγγραφέας είναι η Αλίς Κάπλαν καθηγήτρια Γαλλικών στο Πανεπιστήμιο του Γέηλ και η μετάφραση είναι του Νίκου Χαροκόπου.
Η ανάγνωσή του είναι το ίδιο απολαυστική με το μυθιστόρημα του Γάλλου στοχαστή. Μας δίδει το πλαίσιο και την αγωνία του νέου συγγραφέα να επιτύχει την κυκλοφορία του έργου του στις τραγικές συνθήκες της κατεχόμενης Γαλλίας το 1942. Στα Ελληνικά έχουν εκδοθεί δέκα μεταφράσεις από το 1955. Ήταν η αφορμή να ξαναδιαβάσω και να απολαύσω το μυθιστόρημα για άλλη μια φορά, από μια νέα οπτική.
Έχω την έκδοση του 1955 από τον εκδοτικό οίκο Δαίδαλος σε μετάφραση του Γιωργή Κότσιρα. Ίσως οι νεώτερες να έχουν κάποιες βελτιωμένες αποδόσεις. Για μένα η έκδοση αυτή ξυπνά μνήμες από τα χρόνια του Λυκείου, όταν η ζωή ήταν μπροστά και το βιβλίο αυτό μού άνοιξε νέους ορίζοντες. Έκτοτε επανέρχομαι συχνά στα λογοτεχνικά και φιλοσοφικά έργα του Καμύ και κάθε φορά επιστρέφω πλουσιότερος και διαφορετικός.
Είναι γνωστή η σύγκρουσή του με τον Ζαν Πωλ Σαρτρ και η άρνησή του να θεωρηθεί ως εκπρόσωπος του υπαρξισμού. Εκείνος για λίγο εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κόμμα και εγκαίρως διαφώνησε και αποχώρησε. Ο Σαρτρ έμεινε πιστός ακόμα και όταν ήταν ευρύτερα γνωστές οι σταλινικές βαρβαρότητες, ο ολοκληρωτισμός και η προσωπολατρία.
Όταν του δόθηκε το βραβείο Νομπέλ, δήλωσε σε συνέντευξή του ότι αν ήταν να διαλέξει ανάμεσα στη μητέρα του και την πατρίδα θα ήθελε να έχει τη δύναμη να σώσει τη μητέρα του. Μια δήλωση που κακώς του καταλογίζουν.
Ο Καμύ λάτρεψε την Ελλάδα, τον μεσογειακό ήλιο και τη θάλασσα. Υπήρξε πρωτοπόρος της ευρωπαϊκής ιδέας. Σ΄ ένα δοκίμιό του «Η εξορία της Ελένης» μτφρ. Χριστόφορου Λιοντάκη γράφει καταγγέλλοντας την αλαζονεία του σύγχρονου ανθρώπου: «Η Η παιδαριώδης οίηση, που δικαιολογεί γιατί λαοί ώριμοι, κληρονόμοι της αφροσύνης μας, κατευθύνουν σήμερα την ιστορία μας». Και την οίηση αυτή την αποδίδει στην περιφρόνηση του μέτρου και των αξιών του πολιτισμού που διαμορφώθηκε στον τόπο μας. Είναι συγκλονιστική η κατάφαση της ζωής που εκφράζει, παρά την τραγικότητα και το παράλογο της ύπαρξής μας.
Θα σχολιάσω απλώς δύο φράσεις του που ανθολογεί σ’ ένα πολύτιμο δώρο που δέχτηκα από μια αγαπημένη μου φίλη με σκέψεις του Αλμπέρ Καμύ «τρέμω τους ανθρώπους που πεθαίνουν για μια ιδέα. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ν’αγαπάς και να πεθαίνεις γι’ αυτό που αγαπάς», να «μάθεις να ζεις και να πεθαίνεις και για να είσαι άνθρωπος να αρνηθείς να γίνεις Θεός» αποτελούν το καταστάλαγμα του ανθρωπισμού. Εκατομμύρια άνθρωποι έχουν χαθεί «στις μυλόπετρες του πολέμου» με τον φανατισμό μιας ιδεολογίας και μιας θρησκείας που υπόσχεται ένα παράδεισο.
Βιώνουμε τραγικά τις τρομοκρατικές δράσεις του ισλαμικού φανατισμού. Στο όνομα της θρησκείας της αγάπης έκαιγαν ως αιρετικούς όσους διαφωνούσαν με την ερμηνεία των γραφών. Μια ερμηνεία που μόνο οι επίσημοι εκπρόσωποι είχαν το προνόμιο να κατανοούν και να επιβάλλουν.
Ο Αλμπέρ Καμύ σκοτώθηκε νέος σ’ ένα τροχαίο δυστύχημα, μ’ έναν παράλογο θάνατο. Στην τσέπη του ήταν το εισιτήριο του τρένου αχρησιμοποίητο. Δέχτηκε την πρόταση του εκδότη του να ταξιδέψουν με το δικό του αυτοκίνητο.
Το έργο του και οι στοχασμοί του παραμένουν πάντοτε ζωντανοί και η αξία του συνεχώς αναγνωρίζεται μετά την αδικαιολόγητη πολεμική που του άσκησαν επώνυμοι και ανώνυμοι που η ζωή έχει αφήσει στο παρελθόν. Ο χρόνος κάποτε αποδίδει δικαιοσύνη.