Είναι κάπως περίεργο αλλά μόλις πρόσφατα υπέπεσε στην αντίληψή μου, ότι τα λουλούδια που, εκείνες τις μακρυνές εποχές, ονόμαζε η γιαγιά μου μαντζουράνες, στα ορεινά χωριά της Πίνδου, εδώ στην Κρήτη αποκαλούνται κατιφέδες. Ήταν τα αγαπημένα εκείνης, τα οποία φρόντιζε να τα έχει τακτοποιημένα σαν κάποια διακοσμητική μορφή κάγκελου στην εξωτερική σκάλα του σπιτιού του παππού μου, εκεί ψηλά στην Πίνδο.
Με τις καλοκαιρινές μας εξορμήσεις και στην παραμονή μερικών εβδομάδων στο χωριό, έδινε διαταγές να τα ποτίζουμε κάθε δύο μέρες με ένα ποτιστήρι ειδικά γι’ αυτόν το σκοπό. Τις φύτευε μέσα σε άδειους γκαζοτενεκέδες, όπως είναι αυτοί που τοποθετείται το λάδι σήμερα, από τους οποίους ο παππούς μου είχε κόψει επαγγελματικά το πάνω μέρος και τους οποίους ασβέστωνε η γιαγιά μου σε τακτά χρονικά διαστήματα. Τους θυμήθηκα τελευταία με την αφορμή κάποιων γεγονότων που υπέπεσαν εντελώς τυχαία στην αντίληψή μου.
Παλιότερα είχα διαβάσει και είχα εντυπωσιασθεί, είναι αλήθεια, από το βιβλίο «Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών στο σύγχρονο βίο» του Ευάγγελου Λεμπέση, το οποίο αναζήτησα προσφάτως στο χάος της βιβλιοθήκης μου, αλλά εις μάτην!
Βρήκα όμως ένα άλλο με παρεμφερές περιεχόμενο, το «Η χρησιμότητα του άχρηστου» του Νούτσιο Όρντινε, σε μετάφραση του δικού μας Ανταίου Χρυσοστομίδη, που εγκατέλειψε τα εγκόσμια το 2015. Αυτές τις μέρες περιπλανήθηκα στο αχανές διαδίκτυο, εντελώς τυχαία, με αφορμή ένα δήθεν σκωπτικό βίντεο που προβλήθηκε στην τελευταία εκπομπή των «Ράδιο Αρβύλα», στον γνωστό μεγάλο τηλεοπτικό σταθμό της πρωτεύουσας.
Το ποίημα «Σκούπισμα» που διακωμωδήθηκε έντονα για την πεζότητα των στίχων του και αφέθηκε να εννοηθεί, από τους γνωστούς παρουσιαστές της εκπομπής, ότι αποδίδεται στον ποιητή και εκδότη Γιώργο Αλισάνογλου, ανήκει φυσικά στο σημαντικό ποιητή Ρον Πάτζετ (Ron Pagett, γεν. 1942) από τη σκηνή της Νέας Υόρκης, φίλο πολλών μορφών από τον καλλιτεχνικό χώρο, όπως των Τζον Άσμπερι, Πάτι Σμίθ, κλπ., και περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή «Πέρασα ωραία μαζί σου πάλι», σε μετάφραση του Βασίλη Παπαγεωργίου, από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν, του 2020. Οι στίχοι του πάνε κάπως έτσι:
«Αυτό που θέλω να κάνω/είναι να ξεχάσω ό,τι/μέχρι τώρα ήξερα για ποίηση/και να σκουπίσω τις πευκοβελόνες/από τη σκεπή της καλύβας/και να τις δω να πετούν μακριά/και να χάνονται στο απόγευμα αυτού του Οκτωβρίου.
Η πένα είναι πιο δυνατή από το σπαθί/αλλά σήμερα η σκούπα/είναι πιο δυνατή από την πένα»!
Διαβάζοντας όλα αυτά, διαπίστωσα για ακόμη μια φορά, ότι οι ποιητές βρίσκονται και πάλι στο στόχαστρο ορισμένων παραγόντων. Βέβαια η ιστορία μάς εξόπλισε, δόξα τω Θεώ, με πολλά άλλα γεγονότα που καταφέρονταν εναντίον των ποιητών!
Όπως εκείνο, για παράδειγμα, το ανεκδιήγητο σχόλιο του πολιτικού, πρώην Δημάρχου Θεσσαλονίκης, βουλευτού και υπουργού της ΝΔ, Σωτήρη Κούβελα (γεν. 1936), όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90, είχε προκαλέσει εκκωφαντικό θόρυβο όταν χαρακτήρισε τους ποιητές, λαπάδες! Αργότερα, προσπάθησε βεβαίως να δικαιολογηθεί γι’ αυτές τις επιπόλαιες δηλώσεις του, αλλά το κακό είχε ήδη γίνει.
Όμως, όλα αυτά δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι ανεπιθύμητες, αυθαίρετες και ενοχλητικές ενέργειες ως αποτέλεσμα κάποιων ανεξέλεγκτων, αντίθετων, αντίρροπων και φυγόκεντρων δυνάμεων που αποπροσανατολίζουν τον χαρακτήρα και τις συμπεριφορές του ατόμου.
Χρόνια ζούμε, μέσα στα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης», ή πιο σωστά, στα «μέσα αντικοινωνικής εξαθλίωσης», την δικτατορία της αμορφωσιάς, της απύθμενης ηλιθιότητας, παρακολουθώντας εκπομπές, μηνύματα, εικόνες, βίντεο και αντιπαθητικές και απάνθρωπες εκστομίσεις, που όχι μόνον δεν προάγουν την πνευματική ανέλιξη του ανθρώπου και την συναισθηματική του ωρίμανση, αλλά αντίθετα εγκλωβίζουν τους ανυποψίαστους και μονόπλευρους σε πολλές εκφάνσεις χρήστες, σε έναν κατήφορο οδηγώντας τους χειραγωγημένους στην ηλιθιότητα, παρά τον γνωστό εκκωφαντικό θόρυβο που ίσως κάνουν σε μια δεδομένη στιγμή, ίδιο κατά κάποιο τρόπο όπως εκείνος που δημιουργούσε ο παππούς μου όταν χειριζόταν τους άδειους τενεκέδες στα παρακάλια της γιαγιάς μου!