Αν κρίνουμε από τον πληθυσμό που ζει στις πληγείσες περιοχές, όπου υπερέχει το κουρδικό στοιχείο και άλλες εθνοτικές μειονότητες και  πρόσφυγες, τότε συμπεραίνουμε ότι όλοι αυτοί το πιθανότερο γνώριζαν ότι δεν θα έπρεπε να βασίζονται για πολλά πράγματα στην τουρκική κυβέρνηση.

Έτσι, όταν ο πρώτος σεισμός, μεγέθους 7,8 βαθμών, σύμφωνα με το Γεωλογικό Ινστιτούτο των Ηνωμένων Πολιτειών, χτύπησε με επίκεντρο τριάντα τέσσερα  χιλιόμετρα δυτικά της πόλης Γκαζιαντέπ και εστιακό βάθος τα δεκαοκτώ χιλιόμετρα το πρωί της Δευτέρας, πολλοί θεώρησαν θεία τύχη που σώθηκαν.

Σχεδόν όλοι όσοι εμφανίστηκαν στο δρόμο το παγωμένο πρωινό, αναρωτήθηκαν τι να κάνουν στη συνέχεια. Όμως, οι σεισμοί στην Τουρκία και τη Συρία ήταν, όπως και οι περισσότεροι σεισμοί, δραματικοί αλλά και ταυτόχρονα προβλέψιμοι, δεδομένου ότι η περιοχή βρίσκεται πάνω σε δύο μεγάλα ρήγματα και η ίδια η ιστορία της Τουρκίας είναι πλημμυρισμένη από  σεισμούς, που χρονολογούνται από την πρώτη καταγεγραμμένη ιστορία της χώρας, πριν από τον Χριστιανισμό και το Ισλάμ, και φυσικά πριν από την επίσημη επιστήμη της  σεισμολογίας.

Όσοι έχουν ζήσει στην Τουρκία, ειδικά σε κείνη την περιοχή, έχουν βιώσει κατά καιρούς είτε την απειλή είτε την ανάμνηση των σεισμών, κι έτσι δεν δικαιολογείται άγνοια των τεκταινομένων. Σε διάφορα μέρη, πάλι, του ιστορικού πυρήνα της Κωνσταντινούπολης, ο προσεκτικός και υποψιασμένος παρατηρητής θα εντοπίσει μεταλλικές σφυρηλατημένες ράβδους ανάμεσα σε πέτρες, παρατήρηση  που  αποτελεί τρανταχτή απόδειξη των πρώτων προσπαθειών προετοιμασίας των ανθρώπων της περιοχής για σεισμούς.

Οι εικόνες της πόλης μετά από μια σειρά σεισμών που ξεκίνησαν το 553 μ.Χ., με τον εμβληματικό τρούλο της Αγίας Σοφίας να καταρρέει, απεικονίζονται συνήθως σε πολλά καρτ ποστάλ. Ωστόσο, οι τελευταίοι σεισμοί ήταν πιθανότατα η μεγαλύτερη φυσική καταστροφή που έχει να αντιμετωπίσει η χώρα, πλήττοντας δέκα μεγάλες πόλεις στη νοτιοανατολική Τουρκία, καθώς και τμήματα της βόρειας Συρίας, η οποία είχε ήδη υποστεί εκτεταμένες ζημιές από τον πόλεμο και ελέγχεται ως επί το πλείστον από αντάρτες.

Για σχεδόν τρεις ημέρες, η βοήθεια και η διάσωση από την τουρκική κυβέρνηση καθυστέρησε και οι τοπικές κοινότητες αφέθηκαν σε μεγάλο βαθμό να πορευτούν μόνες τους. Προσπαθούσαν να ακούσουν φωνές μέσα στα χαλάσματα, έσκαβαν με τα χέρια τους, με μικρά εργαλεία, ξύλα, σπασμένα έπιπλα, με ό ,τι άλλο μπορούσαν, πάλευαν να μετακινήσουν σωρεία τσιμεντόλιθων χωρίς σωστά μηχανήματα και να σηκώσουν έπιπλα ολόκληρων δωματίων, κορνιζαρισμένες φωτογραφίες και παιχνίδια μικρών παιδιών.

Οι επιζώντες κάνουν απεγνωσμένη χρήση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όσων λειτουργούν ακόμη, μέχρι που η κυβέρνηση φάνηκε να περιορίζει προσωρινά την πρόσβαση στην πλατφόρμα του Twitter, ισχυριζόμενη ότι η διακοπή του συνιστούσε τεχνικό ζήτημα. Η ζώνη του σεισμού, μια τεράστια έκταση γης που περιλαμβάνει δέκα επαρχίες με μεγάλη εθνοτική, θρησκευτική, πολιτιστική και πολιτική ποικιλομορφία, φιλοξενεί πολλές κοινότητες, όπως και Κούρδους Αλεβίτες, οι οποίοι, έχοντας αισθανθεί επί μακρόν απομονωμένοι και αγνοημένοι από το επίσημο κράτος, δημιούργησαν εναλλακτικές κοινότητες υποστήριξης από γείτονες και εθελοντές. Πολλοί Σύριοι πρόσφυγες έλειπαν έντεκα ήδη χρόνια από την πατρίδα τους λόγω της εμφύλιας σύρραξης εκεί, αλλά τώρα βλέπουν έκπληκτοι μια άλλη  καταστροφή και πολύ πιο σύντομη, λιγότερο από ένα λεπτό της ώρας,  απ’ όση είχαν συνηθίσει.

Η Τουρκία φιλοξενεί σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια Σύρους πρόσφυγες, και η συντριπτική τους πλειοψηφία ζει εκεί όπου χτύπησαν οι σεισμοί, με αρκετούς  στο Γκαζιαντέπ. Τελευταία,  κατέκλυζαν τους δρόμους του πανικόβλητοι. Ήταν κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η αστυνομία φώναζε στους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, να φύγουν από τους δρόμους και να βρουν ανοιχτούς χώρους ή καταφύγια, με κάποιους να καταλαβαίνουν τα λεγόμενα  σε αντίθεση με τα πλήθη  των αραβόφωνων. Στην πληγείσα Βόρεια Συρία, τα ίδια και απαράλλαχτα. Κι εκεί η χώρα χρειάζεται τα πάντα.

Από τις δηλώσεις τους καταλαβαίνουμε πως καθένας είναι μόνος του, ανάμεσα στους νεκρούς, τους τραυματίες και τα κτίρια που έχουν  καταρρεύσει, τις  παγωμένες θερμοκρασίες που επιδεινώνουν τον ανθρώπινο πόνο, και τους σχεδόν καθημερινούς βομβαρδισμούς που δυστυχώς συνεχίζουν να υφίστανται. Ο σεισμός, ωστόσο,  δεν έκανε διάκριση μεταξύ της γης της Τουρκικής Δημοκρατίας και της γης της Αραβικής Δημοκρατίας της Συρίας.

Σκότωσε ζωές και στις δύο πλευρές των συνόρων, δηλώνουν όσοι μετακινούνται, για διάφορους λόγους, εκατέρωθεν των δύο χωρών. Ακόμη και πριν από την προεδρία του Ερντογάν, η νοτιοανατολική Τουρκία ήταν προπύργιο αντικυβερνητικού ακτιβισμού και πολιτικής. Το κουρδικό κίνημα γεννήθηκε στο Ντιγιάρμπακιρ, μια πόλη που δεν είναι μόνο η πολιτιστική και πολιτική καρδιά της κουρδικής Τουρκίας, αλλά και η καρδιά του κινήματος για την ανακήρυξη ενός ανεξάρτητου μεγαλύτερου Κουρδιστάν.

Εξαιτίας αυτού του κινήματος και της βίας που προκάλεσε, οι Κούρδοι στην Τουρκία καταπιέστηκαν από μια σειρά Τούρκων ηγετών. Ο Ερντογάν, ο οποίος συνήθιζε να παρουσιάζεται ως υποστηρικτής της ειρήνης, έχει αποδειχθεί τα τελευταία χρόνια από τους πιο καταπιεστικούς ηγέτες. Οι τουρκικές φυλακές είναι γεμάτες με Κούρδους πολιτικούς, ακτιβιστές, δημοσιογράφους και ακαδημαϊκούς, μαζί με όσους συμπαθούν, ή έτσι πιστεύεται,  το κουρδικό κίνημα. Οι Κούρδοι δήμαρχοι, μια διαχρονική δύναμη στην εθνική πολιτική, έχουν απομακρυνθεί και αντικατασταθεί από πιστούς στο κόμμα.

Όταν ο σεισμός έπληξε το Ντιγιάρμπακιρ, η πόλη είχε πολιορκηθεί για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε η καταστροφή, μεγάλη, αλλά ήπια σε σύγκριση με άλλες πληγείσες περιοχές, αναμείχθηκε με τα συντρίμμια που άφησαν πίσω οι μάχες μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας. Η δυσπιστία απέναντι στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (Α.Κ.Π.),  το κυβερνών σήμερα κόμμα της Τουρκικής Δημοκρατίας, είναι τόσο ισχυρή στο Ντιγιάρμπακιρ, έτσι που ο σεισμός αντιμετωπίστηκε με  γρήγορη και οργανωμένη αντίδραση των πολιτών, πολλοί από τους οποίους είναι μέλη του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος (H.D.P.), ενός κουρδικού πολιτικού κόμματος του οποίου η νίκη στις τουρκικές βουλευτικές εκλογές του 2015 πυροδότησε  αντιδράσεις εναντίον  των Κούρδων που έβαλαν τις περισσότερες από τις πιο εξέχουσες φωνές του στη φυλακή με κατηγορίες για τρομοκρατία, που ακόμα και ανεξάρτητοι παρατηρητές χαρακτήρισαν παράλογες.

Σε μια βαθιά πολωμένη χώρα, η πολιτική της ενσωμάτωσης του H.D.P., το πρόγραμμά του οποίου δίνει έμφαση στα δικαιώματα των γυναικών, της κοινότητας L.G.B.T.Q., των εθνικών μειονοτήτων και των εργαζομένων, συνεχίζει να προσελκύει πολίτες με αριστερό πρόσημο, ακόμη και αν το κόμμα λειτουργεί υπό ακραίους περιορισμούς.

Χώρες, όπως η Χιλή και η Ιαπωνία, που βρίσκονται σε ζώνες ρηγμάτων έχουν  αυστηρά πρότυπα μηχανικής, αλλά το Α.Κ.Π. ακολούθησε  την πολιτική ενθάρρυνσης φθηνών έργων μαζικής στέγασης, ευνοώντας συχνά εταιρείες με δεσμούς με το κυβερνών κόμμα.  Αυτό πιθανότατα θα αποτελέσει και το θέμα των πολιτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης, με προφανή  αντίκτυπο στις εθνικές εκλογές της Τουρκίας, οι οποίες είναι προγραμματισμένες για τον Μάιο, ή ίσως λόγω των έκτακτων συνθηκών λίγο αργότερα,  και στις οποίες ο Ερντογάν θα επιδιώξει την επανεκλογή του.

Οι προσπάθειες διάσωσης βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη και μεγάλος αριθμός των δύο εκατομμυρίων κατοίκων του Ντιγιάρμπακιρ χρειάζονται  επείγουσα βοήθεια. Για περισσότερο από σαράντα χρόνια το Ντιγιάρμπακιρ αντιμετώπιζε τη χειρότερη καταστολή στην Τουρκία. Πολλοί Κούρδοι υπέθεσαν ότι η κυβέρνηση Ερντογάν δεν θα τους έστελνε βοήθεια σε καμία περίπτωση, γιατί  και το 2012, μετά από σεισμό στην κουρδική πόλη Βαν, η κυβέρνηση είχε μπλοκάρει την σχετική βοήθεια.

Η πολιτική ιστορία του Ερντογάν έχει να κάνει με την εξουσία και με οποιοδήποτε πρόβλημα, που δημιουργείται ή το δημιουργεί ο ίδιος, γιατί θέλει πάντα να εμφανίζεται ως ισχυρός ηγέτης. Αλλά φαίνεται πως κάποια στιγμή, όχι πια! Ορισμένα πράγματα είναι πέρα από τη δύναμή του!

* Ο Γιώργος Σχορετσανίτης είναι  διευθυντής χειρουργικής – συγγραφέας