Σήμερα που γράφω (22-2-22) σε αυτήν την εντυπωσιακή  (κινηματογραφική θα έλεγε ο Νίκος Κούνδουρος) ημερομηνία που αποτελείται μόνο από δυάρια, συμπληρώνονται  ακριβώς πέντε χρόνια από τότε που έφυγε από τη ζωή (22-02-1917), ο  σκηνοθέτης και σεναριογράφος Νίκος Κούνδουρος.

Ο Νίκος Κούνδουρος, γόνος παλαιάς πολιτικής οικογένειας από τον Άγιο Νικόλαο, υπήρξε και χωρίς αμφιβολία παραμένει μία από τις σημαντικότερες μορφές του ελληνικού κινηματογράφου. Είχα τη χαρά να γνωριστώ και να συζητήσω μαζί του αρκετές φορές. Θυμάμαι καλά ότι η πρώτη μας γνωριμία ήταν στο καραβάκι που μας μετέφερε από την Ουρανούπολη στη Δάφνη, το μικρό λιμανάκι του  Αγίου Όρους.

Είχε προηγηθεί μια συνάντησή μας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, που ωστόσο δεν θα την έλεγα γνωριμία, ήταν απλώς μια απλή συνάντηση που ανταλλάξαμε ονόματα και μερικές πληροφορίες ο ένας για τον άλλον. Επί της ουσίας γνωριστήκαμε εκεί σε αυτό το καραβάκι στις λίγες ώρες που διαρκεί το ταξίδι. Ώρες πραγματικά υπέροχες, ουσιαστικής επικοινωνίας.

Εκείνος ταξίδευε για το Όρος με τον Μανώλη Μητσιά κι εγώ με μιαν άλλη παρέα. Γρήγορα όμως γίναμε μια παρέα οι τρεις μας και επιδοθήκαμε σε διάφορες συζητήσεις γύρω από τα πανεπιστήμια, την κοινωνία και τον κινηματογράφο, ώρες πραγματικά υπέροχες με τους δύο αυτούς ξεχωριστούς ανθρώπους της Τέχνης.

Την επόμενη μέρα βρεθήκαμε πάλι, στη Μονή Κουτλουμουσίου αυτή τη φορά. Ήταν η πανήγυρις της Μονής. Κατά τύχη με είδε ο τότε Διοικητής του Αγίου Όρους, Γεώργιος Μαρτσέλος, συνάδελφος από τη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και παλαιός συμφοιτητής μου στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης.

Μας κάλεσε στην Τράπεζα των επισήμων για το λιτό εορταστικό γεύμα. Έτσι συνεχίσαμε την συντροφιά μας όλη την ημέρα σχεδόν.

Στη μονή Κουτλουμουσίου λόγω και της εορτής θα είχαν συγκεντρωθεί χίλιοι και πλέον επισκέπτες, όλοι σχεδόν ρασοφόροι. Ελάχιστοι με πολιτική περιβολή.

Μου έκανε εντύπωση η εμμονή του Νίκου να βλέπει τον κόσμο μέσα από κινηματογραφική οπτική. Καθώς ατενίζαμε π.χ. από ψηλά κάτω κάτω στο προαύλιο της Μονής όλο αυτό το μαγευτικό θέαμα με τους άπειρους ρασοφόρους, με σκουντάει και μου λέει εντυπωσιασμένος:  Αυτή η εικόνα  Αντιπρύτανη είναι πολύ κινηματογραφική.

Κι αυτή τη φράση την  άκουσα πολλές φορές από τον Νίκο. Για εικόνες ανθρώπων, για εικόνες της φύσης, για ανθρώπινες σχέσεις, για το καθετί. Τα γράφω αυτά για να τονίσω ότι ο Νίκος Κούνδουρος κουβαλούσε την κινηματογραφική Τέχνη μέσα του. Είχε γίνει κομμάτι του εαυτού του, τρόπος θέασης της ζωής και του κόσμου. Και προφανώς γι’ αυτό διέπρεψε.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Νίκος Κούνδουρος που πριν από πέντε ακριβώς χρόνια αποχαιρέτησε τον ήλιο και το φως, υπήρξε ένας σημαντικός άνθρωπος του κινηματογράφου.  Το μαρτυρούν οι πάμπολλες διακρίσεις και τα βραβεία που έχει σαρώσει κυριολεκτικά στην Ελλάδα και σε πολλές χώρες.

Οι κυριότερες ταινίες του είναι: Μαγική πόλις (1954), Ο δράκος (1956), Οι παράνομοι (1958), Το ποτάμι (1958), Μικρές Αφροδίτες  (1963), Το πρόσωπο της Μέδουσας (1967), Τραγούδια της φωτιάς (1975), το 1922 (1978), Μπορντέλο (1985), Μπάυρον,

Η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου (1992), Οι φωτογράφοι (1998) και Ένα πλοίο για την Παλαιστίνη (2011). Αν με ρωτούσε κανείς ίσως θα ξεχώριζα το ΔΡΑΚΟ, με τον Ντίνο Ηλιόπουλο, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Θανάση Βέγγο κλπ. Μουσική Μάνου Χατζηδάκη και Σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλη.

Σε μια συζήτηση εδώ στο Ηράκλειο ήρθε η κουβέντα για τον Θανάση Βέγγο. Εκεί έμαθα από τον ίδιο τον Κούνδουρο, ότι αυτός έκανε ηθοποιό τον Βέγγο. Η συνεργασία τους ξεκίνησε μάλιστα από την Μακρόνησο, όπου ο Νίκος Κούνδουρος ήταν κρατούμενος ως  κουμουνιστής.

Ο Θανάσης  Βέγγος, που υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία εκεί, είχε αναλάβει αυτοβούλως την προστασία του Κούνδουρου, που ζούσε κατά κάποιον τρόπο αποτραβηγμένος από το σύνολο. Και όταν ο Νίκος Κούνδουρος,  που ήταν τότε  φοιτητής της Αρχιτεκτονικής, ανέλαβε να φτιάξει ένα αυτοσχέδιο θέατρο για την ψυχαγωγία των κρατουμένων, πάλι ο Θανάσης Βέγγος αναδείχθηκε το δεξί του χέρι.

Ο ίδιος ο Κούνδουρος θα δηλώσει αργότερα σε μια συνέντευξή του: Ο Θανάσης Βέγγος «έμεινε μαζί μου όλα τα χρόνια της Μακρονήσου. Είχα χρεωθεί την κατασκευή ενός θεάτρου -ήμουν τριτοετής της αρχιτεκτονικής τότε. Πήγα στη διοίκηση και λέω: Αυτόν τον μισότρελο φαντάρο να μου τον δώσετε.

Κι έτσι βρέθηκα να φτιάχνω το θέατρο με τον Θανάση βοηθό. Στήσαμε τη σκηνή, ανεβάσαμε το πρώτο έργο, και να ο Βέγγος ηθοποιός και να ο Βέγγος πρωταγωνιστής και να ο Βέγγος αγαπημένος ολόκληρου του τάγματος, και να ο Βέγγος η ανακούφισή μας, η λύτρωσή μας και το χαμόγελό μας».

Αλλά και στον κινηματογράφο ο Νίκος Κούνδουρος τον οδήγησε, όπως μου αφηγήθηκε ο ίδιος. Ο Βέγγος είχε εκείνη την περίοδο ένα καφενεδάκι στον εσωτερικό χώρο της πολυκατοικίας, κοντά στην είσοδο, όπου είχε τα γραφεία του ο Νίκος.

Όπως μου αφηγείται, ο Βέγγος ως καφετζής είχε μανία να καθαρίζει διαρκώς τα αλουμινένια τασάκια των τραπεζιών. Τα άδειαζε στο καλαθάκι και ύστερα τα ξεσκόνιζε με ένα φτερό, ένα μικρό ξύλο περίπου 40 εκατοστών, που στην μια του άκρη είχε μια τούφα από φτερά γαλοπούλας.

Έπαιρνε το φτερό λοιπόν ο Θανάσης και ξεσκόνιζε το τασάκι με την ίδια πάντα, εντελώς ιδιαίτερη και χαρακτηριστική ή μάλλον σπαστική κίνηση, που εντυπωσίαζε τον Κούνδουρο.  Την έβλεπε πολύ κινηματογραφική, όπως θα έλεγε ο ίδιος. Μια μέρα λοιπόν του λέει “Θανάση στην επόμενη ταινία θα παίξεις κι εσύ και θα κάνεις μόνο αυτήν την κίνηση”.

Έτσι έγινε, σε κάποια από τις επόμενες ταινίες (υποθέτω μικρού μήκους) του έδωσε αυτόν τον ρόλο, τον έβαλε να πει και δυο λόγια και ο Θανάσης είχε δοκιμάσει ήδη την τύχη στον κινηματογράφο. Έτσι του έδωσε τον επόμενο ρόλο του στην πρώτη ταινία μεγάλου μήκους με τίτλο Μαγική Πόλη, για να ακολουθήσει ο Δράκος κ.λπ.

Όμως η προσφορά του Βέγγου προς τον Νίκο Κούνδουρο και την κινηματογραφική του Τέχνη φαίνεται να είναι απείρως μεγαλύτερη. Είναι ο Βέγγος που χωρίς να το επιδιώξει προσδιόρισε την καλλιτεχνική ταυτότητα του Κούνδουρου. Ο τελευταίος είχε εντυπωσιασθεί από την καλοσύνη και την αυθόρμητη εσωτερική διάθεση του Θανάση Βέγγου να τον φροντίσει, να του πάει φαγητό, να μεριμνήσει για κείνον, χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο.

Ο μεγαλοαστός Κούνδουρος δεν είχε ιδέα από φτώχια και φτωχούς. Και όταν πήγε για πρώτη φορά να επισκεφθεί τον Θανάση Βέγγο στη φτωχογειτονιά που έμενε, ο Νίκος Κούνδουρος ένιωσε ένα μεγάλο ξάφνιασμα. Ο ίδιος θα πει σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα Espresso αργότερα (2011): «Η Μαγική Πόλη και όλο αυτό το φτωχικό νεορεαλιστικό ντεκόρ πάλι στον Βέγγο οφειλόταν. Θυμάμαι όταν πρωτοπήγα στο σπίτι του στο Φάληρο…

Τέτοια φτώχεια δεν είχα ξανασυναντήσει στη ζωή μου εγώ, ο γόνος μεγαλοαστών που μεγάλωσε στο Κολωνάκι. Γύρισα σπίτι θυμάμαι κι έπιασα τη μάνα μου. Με είχε ταράξει η φτώχεια μαζί με την καλοσύνη του Θανάση. Τότε είπα: Εγώ μ’ αυτούς τους ανθρώπους θέλω να καταπιαστώ, τον πόνο και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων αυτών θέλω να δείξω… και το έκανα πιστεύω».

Καπετάνιε, έτσι αποκαλούσαμε ο ένας τον άλλο αστειευόμενοι, σου εύχομαι να είσαι καλά εκεί που βρίσκεσαι. Εκεί θα συναντάς φαντάζομαι πολλούς από τους ανθρώπους της φτωχογειτονιάς που σε συγκίνησαν και προσδιόρισαν την καλλιτεχνική σου ταυτότητα. Έτσι για να καταλάβεις βαθύτερα τον πόνο και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων αυτών, τα στοιχεία που θέλησες να δείξεις.

Είμαι βέβαιος ότι εκεί θα συναντάς κινηματογραφικές σκηνές καλύτερες και από αυτές που μου έδειχνες στο Άγιον Όρος! Κι αν συναντήσεις εκεί τον Θανάση κοίτα να στήσετε κι εκεί κανένα αυτοσχέδιο θεατράκι, όπως τότε εκεί στη Μακρόνησο. Έτσι για να διασκεδάζουν μαζί σας και οι Άγγελοι του Παραδείσου. Εμείς εδώ σας θυμόμαστε και σας αγαπάμε πάντα.

 

* Ο Ι. Ε. Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής και πρ. αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης