Στις 22 Σεπτεμβρίου 1971 έφυγε από την ζωή ο Γιώργος Σεφέρης και φέτος συμπληρώθηκαν 50 χρόνια. Η παρουσία του υπήρξε καθοριστική για τα γράμματά μας, γιατί εκείνος και η γενιά του οδήγησαν τη γλώσσα μας στην πιο ευφρόσυνη στιγμή της.
Για το έργο του και τη ζωή του έχουν γραφεί αρκετές μελέτες με κορυφαία του φίλου Νάσου Βαγενά τη διδακτορική διατριβή «Ο ποιητής και ο χορευτής». Όλοι αναγνωρίζουν την υψηλή ποιότητα του ποιητικού και του δοκιμιακού του έργου.
Υπάρχουν βέβαια ελάχιστες εξαιρέσεις ορισμένων που επιδιώκουν να του καταλογίσουν την «ελληνικότητα» και τον κρυπτικό του λόγο, ενώ ο Σεφέρης ποτέ δεν ακολούθησε την υπερρεαλιστική αυτόματη γραφή, ούτε είναι αρνητικό για τον Σολωμό και τον Παλαμά ότι είχαν μέσα στο έργο τους έντονη την αγάπη και τον καημό του τόπου τους.
Η ποίηση δεν προκύπτει προφανώς από την έμπνευση της θεάς Μούσας, αλλά πλάθεται από τα βιώματα, τις εμπειρίες της ζωής και την αγωνία του ανθρώπου αρκεί να είναι ικανός να δημιουργήσει Τέχνη και να ξυπνήσει στον αναγνώστη αντίστοιχη συγκίνηση. Απομένει φυσικά ακόμα πλούσιο πεδίο έρευνας. Ο χρόνος όμως τον έχει δικαιώσει.
Απ’ τον εκδοτικό οίκο ΙΚΑΡΟΣ κυκλοφόρησε το 2019 μια πολύ σημαντική μελέτη με τίτλο «Διπλωματία και ποίηση». Η περίπτωση του Γιώργου Σεφέρη» με συγγραφέα τον Βασίλη Παπαδόπουλο.
Ο Βασίλης Παπαδόπουλος, σήμερα γενικός γραμματέας της Προεδρίας της Δημοκρατίας, έχει πλούσια διπλωματική εμπειρία, αλλά επίσης είναι δοκιμιογράφος και διηγηματογράφος με υψηλή λογοτεχνική ποιότητα και ευρύτερη ευαισθησία και γνώση. Είχα διαβάσει στη «The books journal», τεύχ. 106 Φεβρουαρίου 2020 ένα άρθρο του, όπου με καθαρότητα και πυκνότητα είχε εξετάσει τη συμβολή της διπλωματίας στον ποιητή Γ. Σεφέρη.
Χάρηκα, γιατί ανέλαβε το βαρύ έργο να αναπτύξει τις σκέψεις του ερευνώντας σε βάθος το θέμα του, όπου φαίνεται πόσο καλά γνωρίζει και το ποιητικό και δοκιμιακό έργο, αλλά και τα ημερολόγια και τη διπλωματική αλληλογραφία του ποιητή, που σε κρίσιμες στιγμές χειρίστηκε σημαντικά θέματα της εξωτερικής μας πολιτικής. Διαφώνησε με τον Αβέρωφ και τον Καραμανλή στο χειρισμό του Κυπριακού όχι από συναισθηματισμό και αγάπη για την Κύπρο, όπως γράφτηκε, αλλά επειδή προφητικά και λόγω μακράς εμπειρίας διέβλεψε πού θα οδηγούσε ο άγονος συμβιβασμός.
Ο Βασίλης Παπαδόπουλος αποκαθιστά πολλές αλήθειες. Με δυο επίθετα αποδίδει την ουσία του ποιητικού έργου και του διπλωμάτη Γιώργου Σεφέρη. Τον ονομάζει τραγικό και δωρικό. Πράγματι τα ποιήματά του είναι σχετικά λίγα και ολιγόστιχα, αλλά και το αίσθημα του τραγικού και η γνώση των τραγικών μας ποιητών τον χαρακτηρίζουν. Και στη ζωή του και στον έρωτα περισσότερο εκφράζει το ρόδο της μοίρας που μας πληγώνει παρά την αποθέωση του πάθους.
Στον «Τελευταίο σταθμό» που γράφεται, όταν επιστρέφει στην Ελλάδα από τη Μέση Ανατολή, προβλέπει την τραγωδία του Εμφυλίου με ένα πικρό τόνο και ρυθμό. Και στο ποίημά του «Ερωτικός λόγος» η αίσθηση είναι αντίστοιχη. Πολύ σωστά ο Βασίλης Παπαδόπουλος απαντά σε μια συνέντευξή του ότι, αν ο Σεφέρης δεν ήταν διπλωμάτης, ίσως να ήταν μεγάλος ποιητής, αλλά δεν θα ήταν ο ίδιος. Είμαι βέβαιος ότι η μελέτη αυτή θα βοηθήσει όλους εκείνους που επιθυμούν να αισθανθούν σε βάθος τον ποιητικό λόγο του Σεφέρη που παραμένει ζωντανός και πλουτίζει την ψυχή μας.
Ιδιαίτερα για μας του Κρητικούς αποτελεί και ένα χρέος, γιατί αγάπησε πολύ το νησί μας. Είχε πάντα μαζί του λίγο κρητικό χώμα και η μελέτη του για τον «Ερωτόκριτο» παραμένει αξεπέραστη. Ο δεκαπεντασύλλαβος του Κορνάρου διαποτίζει και εμπνέει τον ποιητή και το ποίημά του «Ερωτικός λόγος» είναι ώριμος καρπός του. Αλλά και το ριζίτικο «Πότε θα κάνει ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει» τραγουδιόταν στην κηδεία του, που ήταν μια πάνδημη διαμαρτυρία εναντίον της Χούντας και η δήλωσή του, ένα μεστό κείμενο, νομίζω ότι πρέπει να διδάσκεται και να συζητείται στα σχολεία μας, ιδιαίτερα σήμερα που κάποια φαινόμενα μας πληγώνουν.
Εκείνος έπραξε το χρέος του, εμείς να δούμε τώρα.