Ο Αρίστος είναι γέρος  κοτσανάτος. Χρόνια τώρα συνταξιούχος, ζει σε ένα μικρό διαμέρισμα μόνος του. Δεύτερος όροφος, να μην έχει πολλές σκάλες να ανεβαίνει, όταν κόβεται το ρεύμα ή χαλάει το ασανσέρ και δεν λειτουργεί. Στο καφενείο των γερόντων ρωτούσε αν κανείς ξέρει καμιά γυναίκα, για να έρχεται στο σπίτι του να συγυρίζει, να μαγειρεύει, να τον βοηθάει.

– Να είναι όμως νέα, έλεγε. Όχι γριά σαν κι  εμένα και να χρειάζεται η ίδια βοήθεια, αντί να βοηθάει εμένα…

Οι άλλοι παρεξήγησαν τα λόγια του, πήραν το πράμα πονηρά, το έριξαν στο αστείο και άρχισαν να τον πειράζουν.

– Νέα την θέλεις, Αρίστο; Αν είναι ηλικιωμένη, δεν σου κάνει;

– Σας  παρακαλώ, αφήστε τα αστεία. Και μάλιστα τέτοια αστεία που θίγουν, που προσβάλλουν.

– Αλήθεια, Αρίστο, πόσων χρονών είσαι; τον ρώτησε ο Ευγένης.

– Ενενήντα τριών.

– Α! Και πόσα χρόνια είσαι συνταξιούχος;

– Είκοσι οχτώ.

– Ποπό! Αν όλοι οι συνταξιούχοι ζουν τόσα χρόνια, το κράτος τελικά θα φαλιρίσει.

– Ε, που να φας τη γλώσσα σου…

– Δεν είναι μόνο η σύνταξη, πετάχτηκε ο Δημήτρης, ο οποίος  εργάζεται ακόμη στην ΔΕΗ, δεν έχει βγει στην σύνταξη. Οι γέροι αρρωσταίνουν συχνά ή είναι συνεχώς άρρωστοι από κάποιο χρόνιο νόσημα.

Χρειάζονται γιατρούς, φάρμακα, εισαγωγή σε νοσοκομείο… Όλα αυτά δημιουργούν κρατικές δαπάνες. Αποτελούν ένα μεγάλο έξοδο.

Σήμερα, με τη μακροζωία που έχουμε στην Ελλάδα, καταντήσαμε να έχουμε στη χώρα μας  έναν από τους πιο γερασμένους πληθυσμούς της οικουμένης, δυσανάλογα μεγάλο, που δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα στην οικονομία μας. Πρόβλημα που πρέπει να λυθεί.

– Ε, τι να κάνουμε; Να τους σκοτώνουμε τους γέρους;  ρώτησε ο Μάρκος.

– Τώρα με τον κοροναϊό πεθαίνουν οι γέροι και ξελαφρώνει το κράτος, πρόσθεσε αστειευόμενος ο Ευγένης.

– Ε, που να φάτε τη γλώσσα σας. Όλοι σας… φώναξε πραγματικά νευριασμένος ο Αρίστος. Κι εσείς, μωρέ, που τώρα είστε άλλος  εξήντα, άλλος  εβδομήντα, άλλος εβδομήντα πέντε χρονών, κάποτε ίσως  φτάσετε στην ηλικία μου. Εγώ σας το εύχομαι. Να δούμε τότε αν θα σκέφτεστε έτσι.

Και εύθικτος καθώς είναι ο Αρίστος, σηκώθηκε, φόρεσε κανονικά την μάσκα του και έφυγε μουρμουρίζοντας  θυμωμένος. Και ο καφετζής, που μόλις  είχε φέρει τον καφέ που του είχε παραγγείλει, του φώναζε.

– Κύριε Αρίστο, τον καφέ σας, βαρύγλυκο, όπως  τον συνηθίζετε…

– Πιες τον εσύ! του απάντησε.

– Μα δεν τον πληρώσατε…

– Γράψ’  τον. Την άλλη φορά.

– Βαρύγλυκος; Μπράβο! Από ζάχαρο αυτός δεν υποφέρει; απόρησε ο Μάρκος.

– Είναι παλιός εκπαιδευτικός. Οι εκπαιδευτικοί ζουν πολλά χρόνια. Και δεν τους πιάνει ούτε ο κοροναϊός… Αυτός  οδηγεί και αυτοκίνητο. Τον είδα να πηγαίνει στο σουπερμάρκετ.

-Με άδεια ή παράνομα;

– Δεν ξέρω.

– Μάλλον το παρακάναμε, έλεγε και ο Ευγένης  στενοχωρημένος.