Δύσκολη η κατάσταση στα ελληνοτουρκικά σύνορα του Έβρου και στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου. Η δια της βίας διέλευση των παρανόμων μεταναστών δια του ελληνικού εδάφους, με την προτροπή της τουρκικής ηγεσίας και τη βοήθεια των τουρκικών αστυνομικών και στρατιωτικών αρχών, αποτελεί απειλή για τη χώρα μας, η οποία δεν αντέχει πλέον να δέχεται άλλους μετανάστες και πρόσφυγες.

Το διαπιστώσαμε από τις δίκαιες αντιδράσεις των νησιωτών αλλά και από την πατριωτική στάση των κατοίκων του Έβρου, οι οποίοι συμπαραστέκονται με κάθε τρόπο στους αστυνομικούς και στρατιώτες που φυλάνε νυχθημερόν τα σύνορά μας.

Όμως, μια πιο προσεκτική «ανάγνωση» όλης αυτής της κατάστασης αναδεικνύει ότι το πρόβλημα έχει δυο όψεις:  την πατριωτική και την ανθρωπιστική.

Αν δούμε τη διαμορφωθείσα κατάσταση από την πατριωτική σκοπιά, τότε δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στο πλάι της ελληνικής κυβέρνησης και των δυνάμεων περιφρούρησης των συνόρων μας και να επικροτήσουμε τις προσπάθειες που καταβάλλουν, ώστε τα σύνορά μας να μην παραβιαστούν.

Αν, όμως, δούμε την κατάσταση από την καθαρά ανθρωπιστική  σκοπιά, τότε το όλο πρόβλημα παίρνει άλλες διαστάσεις, καθώς μιλάμε για ανθρώπινα δικαιώματα και ανάγκη προστασίας ανθρώπων που βρίσκονται σε εμπερίστατη κατάσταση.

Τι πρέπει να επικρατήσει σ’ αυτή την περίπτωση; Ο πατριωτισμός, που επιβάλλει τη διαφύλαξη των συνόρων, ή ο ανθρωπισμός, που επιτάσσει το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του ανθρώπινου προσώπου; Δύσκολο το δίλημμα, δυσεπίλυτο το θέμα.

Ωστόσο, μια προσέγγισή του με τη λογική του «μαύρου- άσπρου» νομίζω ότι δεν είναι ορθή. Πάντοτε, εξάλλου, τέτοιου είδους προσεγγίσεις είναι στην ουσία γενικεύσεις, πίσω από τις οποίες κρύβονται «βεβαιότητες» ιδεολογικού τύπου, είναι δε γνωστό ότι οι ιδεολογίες πολύ συχνά παραγνωρίζουν ή και διαστρέφουν την ίδια την πραγματικότητα, την οποία προσπαθούν να φέρουν στα μέτρα τους εν είδει «προκρούστειας κλίνης». Επομένως, μήπως πατριωτισμός και ανθρωπισμός μπορούν να συνυπάρξουν;

Αν ξεκινήσουμε από την έννοια του ανθρωπισμού και δεχτούμε πως όντως ο ανθρωπισμός και τα ανθρώπινα δικαιώματα αφορούν αδιακρίτως όλους τους ανθρώπους και είναι αναφαίρετα, τότε πράγματι η ύπαρξη των συνόρων και η υπεράσπιση των πατρίδων αποτελεί φραγμό στην απόλυτη εφαρμογή τους.

Τα δικαιώματα τα απολαμβάνουν όλοι οι άνθρωποι μόνο και μόνο επειδή είναι άνθρωποι, χωρίς τη μεσολάβηση εξουσιαστικών αρχών, άρα είναι ευρύτερα από τις κρατικές εξουσίες που προστατεύουν τα σύνορά τους. Εδώ, όμως, σκοντάφτουμε σε κάποια σημαντικά στοιχεία.

Πρώτον, το κάθε κράτος αναγνωρίζει και σέβεται με διαφορετικό τρόπο τα ανθρώπινα δικαιώματα. Π.χ. άλλα κράτη σέβονται την ελευθερία του λόγου ή τη σωματική ακεραιότητα των υπηκόων τους και άλλα όχι. Έτσι, αν ένα κράτος σέβεται τα προαναφερθέντα δικαιώματα, ο σεβασμός αυτός αφορά μόνο τους πολίτες του, αφού προφανώς δεν μπορεί να τα επιβάλει σε κράτη όπου αυτά δεν γίνονται σεβαστά.

Δεύτερον, η ύπαρξη των δικαιωμάτων και η εφαρμογή τους προϋποθέτει την ύπαρξη κράτους, το οποίο τα εγγυάται. Χωρίς κράτος, ευτυχώς ή δυστυχώς, ανθρώπινα δικαιώματα δεν υπάρχουν παρά μόνο στη φαντασία κάποιων.

Επομένως, μια καθολική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα απαιτούσε τη διάλυση των κρατών και τη δημιουργία ενός παγκοσμίου κράτους, δηλαδή μια αληθινή ουτοπία. Διότι, όπως έχει γραφεί, «μόνο όποιος εκπροσωπεί ολόκληρη την ανθρωπότητα μπορεί να θεωρήσει τον κάθε άνθρωπο υπό μόνη την ιδιότητά του ως άνθρωπο, ανεξάρτητα από φυλετικά ή  εθνικά κατηγορήματα και να του παραχωρήσει ανθρώπινα δικαιώματα» (Π. Κονδύλης).

Οι παραπάνω σκέψεις σαφώς και δεν υποστηρίζουν πως δεν υπάρχουν ή πως δεν πρέπει να υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα.

Εκείνο που μας λένε είναι πως η καθολική εφαρμογή τους είναι πολύ δύσκολη, λόγω τόσο του διαφορετικού τρόπου κατανόησής τους από τους λαούς διαφόρων χωρών (π.χ. κάποια από τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα προσκρούουν και είναι αντίθετα στις πολιτισμικές παραδόσεις και στις θρησκευτικές συνήθειές τους), όσο και στην ίδια την ύπαρξη των κρατών, που είναι αδύνατο να διαλυθούν. Τι μένει, λοιπόν;

Όπως έχουν τα πράγματα, μια ιδεοληπτική προσέγγιση του προβλήματος των δικαιωμάτων των μεταναστών και προσφύγων είναι εντελώς εξωπραγματική.

Είναι, όντως, εξαιρετικά αντιανθρώπινο να βλέπεις στρατιές κατατρεγμένων και απελπισμένων ανθρώπων να περιφέρονται σαν κοπάδια (κι ακόμη χειρότερο να χρησιμοποιούνται σαν όχλος και αντικείμενα για «πολιτική» χρήση, όπως πράττει χωρίς καμιά αιδώ ο Τούρκος Πρόεδρος), ψάχνοντας για ένα καλύτερο τρόπο ζωής, αλλά είναι και εξίσου άτοπο να θέτεις σε κίνδυνο την ίδια τη ζωή, την ασφάλεια, τον τρόπο ζωής, τις παραδόσεις και το νομικό πολιτισμό του τόπου σου.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, μιας χώρας που πασχίζει να βγει από μια πολύχρονη κρίση και με περιορισμένες δυνατότητες, ο ανθρωπισμός και τα φιλόξενα αισθήματα των Ελλήνων (πλην ελαχίστων περιπτώσεων) αναδείχτηκαν με τον πιο εμφανή τρόπο.

Ωστόσο, αν δούμε σήμερα τη μεγάλη εικόνα, μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε ότι οι κάτοικοι των περιοχών που δέχονται τις πιο μεγάλες πιέσεις αντιδρούν έντονα, όχι επειδή δεν είναι ανθρωπιστές ή επειδή είναι ακροδεξιοί και ρατσιστές, αλλά επειδή έχουν φτιάσει στα όριά τους, καθώς βλέπουν ότι η προάσπιση των δικαιωμάτων των παράνομων μεταναστών πλήττει συχνά τα δικά τους δικαιώματα.

Βέβαια, σε τέτοιες περιπτώσεις είναι εύκολο να κάνει την εμφάνισή του το «φίδι» του σοβινισμού και του ρατσισμού, που η συντεταγμένη πολιτεία οφείλει να μην το αφήσει να δηλητηριάσει την κοινωνία, αποτρέποντας τη ρητορική του μίσους και τα εθνικιστικά παραληρήματα. Δεν πρέπει ο υγιής πατριωτισμός να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης ένθεν κακείθεν.

Τελικά, ο πατριωτισμός δεν αντιτίθεται στον ανθρωπισμό και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Απλώς, μέσα στο πλαίσιο του παγκόσμιου  συστήματος, το κάθε κράτος είναι υποχρεωμένο να υπερασπίζεται τα συμφέροντα και τα δικαιώματα των πολιτών του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ανθρώπινη ζωή δεν γίνεται σεβαστή.

Αυτό πράττει τούτη τη στιγμή και η χώρα μας, στο Σύνταγμα της οποίας έχουν ενσωματωθεί μεν και γίνονται σεβαστά τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθορίζεται όμως και ότι «ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν υποχρέωση όλων των Ελλήνων» (άρθρο 120, παρ. 3).

Επομένως, κάθε προσπάθεια παράνομης και βίαιης «εισβολής» και παραβίασης από οποιονδήποτε των συνόρων επιβάλλει στις κυβερνήσεις και στους πολίτες να δείξουν την αφοσίωσή τους στην Πατρίδα και να πράξουν το πατριωτικό τους καθήκον με τον μεγαλύτερο δυνατό σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Όλα τα άλλα «διεθνιστικά» ιδεολογήματα φαίνεται να αγνοούν τόσο την ίδια την πραγματικότητα όσο και το Σύνταγμα της χώρας.