Έξι περίπου ώρες πριν πραγματοποιηθεί στην Άγκυρα η συνάντηση Τσίπρα- Ερντογάν ανακοίνωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης πως έπρεπε να αποφευχθούν οι συνομιλίες υπέρ μιας σοβαρής προσέγγισης των ελληνοτουρκικών σχέσεων από κυβέρνηση της Ν.Δ. Στην προηγούμενη συνάντηση των δύο χωρών που έγινε στην Αθήνα ο ίδιος πολιτικός έσπευσε πάλι να προαναγγείλει την αποτυχία τους για λόγους ελλιπούς προετοιμασίας. Από πού αντλεί την προφητική ικανότητα ο αρχηγός της αξιωματικής μας αντιπολίτευσης;
Απλούστατα, από την προπαγανδιστική πρεμούρα να προκαταλάβει τις εντυπώσεις στα μεσημεριανά δελτία ειδήσεων. Καθώς αντιμετωπίζει τα προβλήματα της χώρας με το κριτήριο της προπαγανδιστικής ηγεμονίας, η αξιωματική αντιπολίτευση θυσιάζει στο βωμό αυτού του στόχου μικρά και μεγάλα ζητήματα της χώρας.
Αποτελεί μέρος της στρατηγικής της Ν.Δ. να προδιαγράφει, με τα χρώματα που βολεύουν την ίδια, γεγονότα πριν ακόμα συντελεσθούν. Σιγά μην αφήσει να τα κρίνει η κοινή γνώμη στην πρωτότυπη μορφή παρουσίασής τους. Βλέποντας ψύχραιμα τις εξελίξεις, θα αναρωτιόταν κανείς τι εννοεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης όταν μιλεί για σοβαρή αντιμετώπιση εθνικών ή όποιων άλλων θεμάτων.
Θα μπορούσαμε άραγε να υποθέσουμε ότι ήταν πρότυπο υπεύθυνης εξωτερικής πολιτικής η διάσπαση κατά το παρελθόν της Ν.Δ. και η ανατροπή του πατρός Μητσοτάκη από τον Σαμαρά με επίκεντρο τη λύση του «Μακεδονικού»; Αυτό το δείγμα γραφής ήταν το αίτιο της μοναχικής πορείας Σαμαρά για μεγάλο μέρος της διαδρομής του, πριν αναγορευθεί σε σπόνσορα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η Ελλάδα βρέθηκε όλα αυτά τα χρόνια στο περιθώριο διεθνών εξελίξεων με ανιστόρητους ισχυρισμούς και ψεύτικες αξιολογήσεις. Ότι ο μοναδικός λαός (Σκοπιανοί και Σέρβοι), που συμμάχησαν με τους Έλληνες προκειμένου να φθάσουμε στα σημερινά μας σύνορα, ύστερα από δυο βαλκανικούς και ισάριθμους παγκόσμιους πολέμους είναι, δήθεν, ορκισμένοι εχθροί μας. Δεν αφορά η διαστρέβλωση αυτή μόνο μία ελληνική πολιτική παράταξη, αφού και από την άλλη πλευρά των συνόρων χτίστηκαν πολιτικές σταδιοδρομίες με αντιστροφή της επιχειρηματολογίας.
Αποτελεί δείγμα σοβαρής αντιμετώπισης ενός εθνικού θέματος η μη οριοθέτηση της ΑΟΖ στις θάλασσές μας όλα τα χρόνια της μεταπολίτευσης που οι ίδιοι κυριαρχούσαν; Μη οριοθέτηση της ΑΟΖ συνεπάγεται ανάλογη διασφάλιση εθνικών δικαίων, όση προσφέρει η απουσία περίφραξης περιβολιού στο μέσο κτηνοτροφικής ζώνης.
Αλλά είναι γνωστό το δόγμα της μακάριας απραξίας που πρυτάνευε σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, μέχρι πρόσφατα. Και αν συνιστούν δείγμα διαζυγίου με τη σοβαρότητα ο μέχρι πρόσφατα χειρισμός του «Μακεδονικού» και η απραξία οριοθέτησης ΑΟΖ-τότε σε ποιο άκρο της κλίμακας τοποθετείται η αφωνία τους επί 40 ολόκληρα χρόνια για το ζήτημα απομάκρυνσης των τουρκικών στρατευμάτων από τα εδάφη μιας ανεξάρτητης χώρας μέλους του ΟΗΕ και της ΕΕ;
Η παγκόσμια κοινότητα παρακολούθησε μέχρι το σχέδιο Ανάν να συμφωνεί ως εγγυήτρια χώρα η Ελλάδα με την ηγεσία της αδιάφορη στο ζήτημα της παρουσίας κατοχικών στρατευμάτων στην Κύπρο. Πόσο βιώσιμη θα ήταν η λύση εκείνη με ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους να πορεύονται κάτω από τις κάνες του Αττίλα;
Αν όμως τα αδιάψευστα δείγματα γραφής του παρελθόντος προτιμήσει κανείς να διαγραφούν υπέρ μιας νέας διαφορετικής πορείας πλεύσης, η αντιπολιτευτική υστερία που έχει καταλάβει τη Ν.Δ. συχνά την εμφανίζει αδιάφορη να αποκλίνει από τα παλιά. Διότι προσεκτική εξέταση δεν επιβεβαιώνει ότι είναι μια νέα εθνική γραμμή η ακολουθούμενη αντιπολιτευτική της θέση σε σημαντικά ζητήματα. Η κατηγορία π.χ. πως με τη Συμφωνία των Πρεσπών παραχωρήσαμε μακεδονική γλώσσα και εθνότητα.
Ο επιστημονικός και πολιτικός κόσμος της χώρας μας δεν είχε δυσκολία να ανατρέψει παλαιότερα, πως στην αρχαία Μακεδονία μιλούσαν ελληνικά όχι μόνο η βασιλική οικογένεια, αλλά και ο απλός λαός. Εύκολα καταρρίπταμε επίσης ότι μέχρι τον β’ παγκόσμιο πόλεμο ήταν απόλυτα μειοψηφικά τα άτομα στην επικράτειά μας που μιλούσαν σλαβικό –κατά τον ορισμό της Συνθήκης- ιδίωμα, αντί της Ελληνικής γλώσσας. Στη χώρα μας δεν έζησε ποτέ αυτόνομο μακεδονικό έθνος, ούτε μιλήθηκε μακεδονική γλώσσα.
Η σοφιστεία, λοιπόν, πως έχουμε στην Ελλάδα λαό και γλώσσα που δεν είναι ελληνικά και πως τα παραχωρούμε αυτά προς τρίτους, ούτε τεκμηριώνεται επιστημονικά ούτε εξυπηρετεί κάποια πραγματικά εθνική γραμμή. Άλλωστε εμείς οι ίδιοι όταν αυτοαποκαλούμαστε Ρωμιοί και ονομάζομε τη γλώσσα μας Ρωμαίικα ούτε τμήμα της Ιταλίας διεκδικούμε, ούτε κατατάσσουμε τη γλώσσα μας στον κλάδο των λατινογενών.
Κυρίαρχο είναι εξάλλου, ότι μετά τη συνθήκη που υπογράφηκε στο Βουκουρέστι από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, στο τέλος των Βαλκανικών πολέμων και αναγνώρισε την ύπαρξη μακεδονικών εδαφών και εκτός των ορίων της ελληνικής επικράτειας, ιδιαίτερα δε μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο, η Ελλάδα δεν έχει εδαφικές αξιώσεις από τους γείτονες της. Κατατάσσεται, αντίθετα με αναθεωρητικές χώρες όπως η Τουρκία, στις χώρες που τάσσονται υπέρ των υφιστάμενων συνόρων.
Πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα που στοχεύουν στην υιοθέτηση αναθεωρητικής γραμμής απέναντι στους γείτονές μας παίζουν με τη φωτιά, αν πραγματικά πάνε να σπρώξουν την κοινή μας γνώμη στην αποδοχή μιας μια τέτοιας πορείας.
Να δούμε, τέλος, ποιον εξυπηρετεί ο αρχηγός του δεύτερου μεγαλύτερου κόμματος στη Βουλή όταν ανακοινώνει πολλές ώρες πριν από κάποια ελληνοτουρκική συνάντηση, ότι η χώρα μας αντιπροσωπεύεται από κακή ή αδύναμη κυβέρνηση. Κατά το παρελθόν οι αντιπολιτεύσεις πρόβαλαν σε ανάλογες περιπτώσεις λίγα ως πολλά ανυποχώρητα ζητήματα, τις κόκκινες γραμμές της εθνικής μας πορείας. Οι ισχυρισμοί, όμως, για μη σοβαρή αντιπροσώπευση των ελληνικών συμφερόντων σε μια ελληνοτουρκική διαπραγμάτευση ποιον ωφελεί; Σε ποιον επιδιώκει, άραγε, να βάλει περίεργες σκέψεις; Οι ψηφοφόροι της Ν.Δ. έχουν και πολιτικό κριτήριο και νου για να κρίνουν έναν τέτοιο ισχυρισμό και την πραγματική του στόχευση.
*Ο Νίκος Λεβεντάκης είναι μηχανικός