Στο κατάγυμνο κρητικό τοπίο, σχεδόν σαν το ασκητικό των μοναστηριών στις Λαύρες της Ανατολής, ο ψηλόλιγνος καλόγερος Γελάσιος με την ποταμίσια γενειάδα του, ιερουργεί στις σκέψεις του λίγες στιγμές μετά τις Μεγάλες Ώρες της πρώτης Ανάστασης του Μεγάλου Σαββάτου, κάτω από το αιωνόβιο πεύκο με το σήμαντρο, πελεκημένο από τους κεραυνούς, έξω από το μπεντενογυρισμένο μοναστήρι του Αρετίου, κτισμένο αγνάντι στην απεραντοσύνη του Κρητικού Πελάγους, από την εποχή κιόλας της Βενετοκρατίας.

Το υποβλητικό τοπίο και οι οργιαστικές μυρωδιές της φύσης στην κρητική άνοιξη, εντυπωσιάζουν τον ξένο επισκέπτη και συνομιλητή του. Μικρόσωμος με στρογγυλά μυωπικά γυαλιά, ντυμένος με σκούρο κουστούμι και πλατύγυρο τσόχινο καπέλο, απόμακρος αλλά ταυτόχρονα και οικείος, κοσμοπολίτης στη θωριά, επίσημος ερευνητής και στοχαστής των ασήμαντων πραγμάτων, εξολοθρευτής του εαυτού του, μυστηριώδης σαν το μεσημβρινό μεσογειακό φεγγάρι, δημιουργός ανύπαρκτων χαρακτήρων στον φανταστικό χώρο του ονείρου, σαν ένας άνθρωπος πίσω από τις μάσκες, κάθεται δίπλα στον καλόγερο Γελάσιο και συνομιλούν για τις μεγάλες υποψίες του Θεού, του Θανάτου, της Ζωής.

Ο Πορτογάλος και παγκόσμιος ποιητής Fernando Pessoa είναι άγνωστο μέχρι σήμερα ότι πέρασε από την Κρήτη και από το μοναστήρι του Αρετίου κατά την επιστροφή του από μεταγενέστερο ταξίδι του στη Νότια Αφρική, όπου έζησε τα παιδικά χρόνια της ζωής του. Η άγνωστη αυτή επίσκεψή του, είναι καταγεγραμμένη στο προσωπικό ημερολόγιο του μοναχού Γελάσιου το Μεγάλο Σάββατο 4 Μαΐου 1929 που φυλάσσεται σε ιδιωτική συλλογή, και δημοσιοποιείται για πρώτη φορά.

Γράφει ο μοναχός ότι «…το καταμεσήμερο του Μεγάλου Σαββάτου δυο ευγενείς ξένοι με ευρωπαϊκή φορεσά κατέφτασαν εις την Μονήν, ο εις συστηνόμενος ως ο ποιητής Fernando Pessoa εκ Λισσαβώνος της Πορτογαλίας και συζητήσαμε επί μακρόν θέματα θεολογίας, ποίησης και φιλοσοφίας, διαμένοντες έως και την επιούσαν απογευματινήν Κυριακήν του Πάσχα».

Στο άγνωστο ημερολόγιό του ο μοναχός Γελάσιος, ο οποίος πριν τη μοναχική του κουρά ως κοσμικός, γνώριζε άπταιστα, έγραφε και μιλούσε την αγγλική γλώσσα, καταγράφει με εξαιρετική λεπτομέρεια τη συνομιλία τους, αφού ως γνωστόν ο Πορτογάλος ποιητής έγραφε ήδη από την παιδική του ηλικία στα αγγλικά.

Η υποδοχή των ξένων, «ήτανε λιτή αφού λόγω των ημερών, όλοι οι μοναχοί είχαμε να ασχοληθούμε με τις καθημερινές μας εξαντλητικές Ακολουθίες» συνεχίζει στο ημερολόγιό του ο Γελάσιος. Ο εντυπωσιακός τους διάλογος, όπως καταγράφεται, αποτελεί ένα σπάνιο ντοκουμέντο διανοητικής και λογοτεχνικής αξίας, και παρατίθεται ακριβώς όπως τον αποδίδει ο μοναχός:

Pessoa:

Γέροντα, πες μου, τι νόημα έχει ο θάνατος, όταν δεν είμαστε βέβαιοι αν υπάρχει κάτι μετά;

Γελάσιος:

Παιδί μου, ο θάνατος είναι το πέρασμα. Όχι το τέλος. Είναι όπως το κούφιο κέλυφος του σπόρου πριν βλαστήσει. Αν κοιτάς μόνο το χώμα, δεν βλέπεις το λουλούδι που θα γεννηθεί.

Pessoa:

Μα εγώ βλέπω μόνο το χώμα, Γέροντά μου. Στοχάζομαι τον εαυτό μου, αναλύω την ψυχή μου, μα δεν βλέπω τίποτα που να μου υπόσχεται ζωή. Ό,τι ζει μέσα μου, το πλάθω εγώ.

Γελάσιος:

Το πρόβλημα, παιδί μου, δεν είναι ότι δεν υπάρχει ζωή. Είναι ότι προσπαθείς να την αποδείξεις, ενώ εκείνη απλά σε ζητά να τη ζήσεις. Ο Αναστημένος Χριστός δεν ήρθε να εξηγηθεί. Ήρθε να αγαπηθεί.

Pessoa:

Αγάπη; Μου είναι πιο εύκολο να αγαπώ τη μελαγχολία μου, παρά έναν Θεό που δεν μου συστήθηκε ποτέ προσωπικά.

Γελάσιος:

Δεν ήρθε με λόγια. Ήρθε με Σταυρό. Και μετά με Φως. Η σιωπή Του στον τάφο δεν είναι αδιαφορία. Είναι μυστήριο. Όπως και η ποίηση σου, που δεν εξηγείται αλλά συγκινεί.

Pessoa:

Αν η Ανάσταση είναι ποίηση, τότε ίσως αρχίζω να καταλαβαίνω. Όχι με το νου, αλλά με μια σκοτεινή λαχτάρα που γεννιέται όταν σωπαίνω.

Γελάσιος:

Εκεί, ακριβώς. Στη σιωπή. Εκεί μιλάει ο Θεός. Και στην Ανάσταση δεν έχουμε απάντηση, έχουμε Πρόσωπο.

Pessoa: (κοιτάζοντας τον ήλιο που δύει πίσω από τις σαρακωτές κρητικές βουνοκορφές)

Ίσως τελικά η πίστη να είναι σαν ένα ποίημα. Δεν την αποδεικνύεις. Αφήνεσαι σε αυτήν για να σε παρασύρει…

Την «επιούσαν Κυριακή του Πάσχα αφού οι ξένοι μας παρέμειναν και έζησαν τις κατανυκτικές ακολουθίες στη Μονή, αναχώρησαν περί ώραν απογευματινήν δια το Μεγάλο Κάστρο. Πριν δε την αναχώρησή του ο κ. Pessoa, μας αφήκε ένα ποίημά του που σε μια μοναδική έμπνευσή του, συνέθεσε μέσα μόλις σε δύο ώρες μετά το πέρας της Αναστάσιμης λειτουργίας».

Ο Fernando Pessoa

Το ποίημα αυτό που αντιγράφηκε μεταφρασμένο από τον ίδιο στα ελληνικά, στο ημερολόγιό του, είναι το εξής:

Πασχαλινές Ώρες στην Κρήτη του 1929

(σε ελεύθερη μετάφραση του μοναχού Γελάσιου)

Δεν ξέρω αν ο Χριστός αναστήθηκε.

Ξέρω μονάχα πως η αμυγδαλιά άνθισε και πάλι,

και ο ήλιος δεν ζήτησε πίστη για να ανατείλει.

 

Ίσως η Ανάσταση να είναι η επιμονή της μέρας

να χύνεται στα χωράφια, και στους γιαλούς

χωρίς να ρωτά αν αξίζουμε φως.

 

Τα λουλούδια δεν προσεύχονται.

Μυρίζουν.

Τα πουλιά δεν κηρύττουν.

Τραγουδούν.

Κι εγώ; Εγώ σκέφτομαι.

Κι ίσως γι’ αυτό να μη σώζομαι.

 

Αν όμως υπάρχει σωτηρία,

θα είναι όπως τα τρυφερά φύλλα της ελιάς:

Σιωπηλή, αργή,

και με ρίζες βαθύτερες από την ελπίδα.

 

Σήμερα, είδα έναν κρητικό να γελάει στο δρόμο.

Και δεν ήξερα αν ήταν θεία αποκάλυψη ή απλώς ζωή.

Μα ένιωσα κάτι να σαλεύει μέσα μου.

Κάτι μικρό. Κάτι που Ανέστη.

 

Κι αν ο Χριστός δεν βγήκε από τον τάφο,

ίσως να βγήκε από το βλέμμα του κρητικού

που άναψε το κερί με τρεμάμενα χέρια,

όχι γιατί πίστευε,

αλλά γιατί ήλπιζε.

 

Είναι η ελπίδα πίστη;

Είναι η πίστη συνήθεια;

Είναι η συνήθεια μια καθημερινή Ανάσταση

που δεν τη λέμε θαύμα γιατί είναι ταπεινή;

 

Περπατώ σ’ ένα μονοπάτι γεμάτο παπαρούνες.

Εκρήξεις κόκκινες στο κρητικό χώμα.

Καμία θρησκεία δεν τις διεκδικεί.

Καμία φιλοσοφία δεν τις ερμηνεύει.

Και σκέφτομαι:

αν ο Θεός είναι πράγματι εδώ,

ίσως να κρύβεται στο ανεπαίσθητο βάρος

ενός άνθους που λυγίζει το χορτάρι.

 

Ίσως να ζει στο σημείο όπου τελειώνει η σκέψη

κι αρχίζει η παρατήρηση.

Ανέστη; Ναι.

Μα όχι από τους νεκρούς.

Από την απουσία νοήματος.

Κι έγινε Φως.

Ένα Φως που δεν υπόσχεται τίποτα,

παρά μονάχα το δικαίωμα

να καθίσεις στη σκιά του

και να σωπάσεις.

 

Θέλω να ουρλιάξω στον ουρανό,

όχι για να μ’ ακούσει ο Θεός

μα για να βεβαιωθώ ότι έχω φωνή.

Θέλω να λιώσω μέσα στη σάρκα της κρητικής Άνοιξης,

να σπάσω τη μορφή μου όπως σπάει το κουκούλι,

και να βγω έξω, όχι σαν πεταλούδα,

μα σαν Άνθρωπος που άντεξε να μην αλλάξει.

 

Μου μιλούν για Ανάσταση,

μα εγώ νιώθω το καρφί ακόμα

καρφωμένο στην ιδέα πως ο κόσμος πρέπει να έχει νόημα.

Ίσως να είναι αυτό η κόλαση:

η μανία μου να βρω ένα σχέδιο

σ’ ένα ανθρώπινο χάος που σαλεύει.

 

Κι όμως, η φύση δεν περιμένει.

Ούτε με ρωτάει αν πιστεύω.

Ούτε προσποιείται πως έχει απαντήσεις.

Απλώς πρασινίζει.

Και μήπως δεν είναι κι αυτό μια μορφή Ανάστασης;

Η σιωπηλή επιμονή των πραγμάτων

να συνεχίζουν,

αδιάφορα, αυθόρμητα,

θεϊκά χωρίς Θεό.

 

Κάθομαι κάτω από το πεύκο στο μοναστήρι

σαν σκιά του εαυτού μου.

Δεν προσεύχομαι.

Απλώς σιωπώ.

Ο άνεμος περνάει από τα φύλλα,

ένα Ευαγγέλιο χωρίς λέξεις.

 

Το χορτάρι δεν γνωρίζει τι είναι θάνατος.

Κι όμως, θα κάθεται στο μνήμα μου με τόση φυσικότητα.

Ίσως η Ανάσταση να μην είναι επιστροφή.

Ίσως να ’ναι το πέρασμα

το να διασχίσεις το τίποτα

χωρίς να τρελαθείς.

 

Ίσως να ’ναι το να ζεις

χωρίς να απαιτείς

να σε σώσουν.

 

Μια μέλισσα τριγυρνάει στην Πασχαλιά.

Δεν έχει καμία ερώτηση.

Δεν περιμένει καμία απάντηση.

Ζει. Αυτό αρκεί.

 

Και μέσα μου,

ο πιο μικρός,

ο πιο σιωπηλός εαυτός μου,

ανασαίνει.

Και λέει:

«Αν είναι αυτή η Ανάσταση,

τότε, ναι.

Αναστήθηκα κι εγώ».

(Ποίημα «Πασχαλινές Ώρες στην Κρήτη του 1929» συνταχθέν παρά του εριτίμου πορτογάλου ποιητή Fernando Pessoa όταν επισκέφθηκε το Μοναστήρι του Αρετίου το Πάσχα του Σωτηρίου έτους 1929, σε ελεύθερη μετάφραση του μοναχού Γελάσιου).

Χρόνια Πολλά, Καλή Ανάσταση, Καλό Πάσχα!