Μεγαλοβδομάδα! Επταήμερο του θείου Πάθους, μα και νίκη του Θεού ενάντια στις δυνάμεις του σκότους και το θάνατο! Ο ενανθρωπίσας Κύριος, ο Αμνός του Θεού, χύνει επί Σταυρού το Πανάγιο Αίμα του για την Ανθρώπινη Σωτηρία!
Η Άνοιξη στο φόρτε της. Ετοιμάζεται η Πλάση να γιορτάσει τη Δόξα του Θεού και πασχίζει σιωπηλά να δείξει τα βαρύτιμα φορέματά της. Κάθε μέρα, όλο και τα πρεπίζει πιο πολύ, στολίζοντάς τα με όλων των λογιών τους ανθούς και τ’ αρώματα.
Μια νωχελική γαλήνη απλώνεται στη Φύση, ενώ το χώμα νοτισμένο ανεχουμίζεται για να πετάξει από τα σπλάχνα του τους κρυμμένους θησαυρούς του, με τα πολύχρωμα λουλούδια, τους νέους καρπούς και τις δροσερές πρασινάδες.
Δε με κρατούσε καμιά δύναμη και θέλησα να χαρώ τούτη την απλόχερη ομορφιά στην εξοχή. Πήρα το δρόμο προς τη ρίζα του ιερού βουνού Γιούχτα και δίχως να το καταλάβω βρέθηκα σ’ ένα ψηλό πλάτωμα. Κάτω απλωνόταν με καμάρι σαν καλλιπρόσωπη κυρά η όμορφη Κωμόπολη!
Πόσο μ’ άρεσε από τα παιδικά μου χρόνια να την αγναντεύω από ψηλά, μέσα στο απλόχωρο λεκανοπέδιο, αγκαλιασμένη από τα γύρω ιστορικά υψώματα, τα γεμάτα με θρύλους και ιστορία. Καμάρωνα τις καρπερές ελιές, τ’ αμπέλια και τις κρεβατίνες.
Και πιο κάτω, μέσα στον οικισμό, το πράσινο και τ’ άσπρο να σμίγουν ερωτικά σ’ ένα σύμπλεγμα μαγευτικό κι ακριβοθώρητο.
Μέσα στην απεραντοσύνη της γαλήνιας ανοιξιάτικης ερημιάς, σε μια ατμόσφαιρα πεντακάθαρη που τόνιζε την ομορφιά του τοπίου, ολομόναχη, βάλθηκα να εντοπίζω με βλέμμα απόμακρο όλα τα γνωστά κτίσματα της λατρευτής Γενέτειρας.
Κουβέντιαζα με τον εαυτό μου: «Να, εκείνο το κτίριο με την όχρα και τα ψηλά παραθύρια είναι του Θεόδουλου. Στρατηγείο του Τάγματος των «Επιλέκτων Κρητών» κατά τη θρυλική Επανάσταση του 1897. Το διπλανό αρχοντικό είναι του Δοξαστή που χρησιμοποιήθηκε σα στρατιωτικό Νοσοκομείο τα ένδοξα εκείνα χρόνια». Κατεβαίνει το βλέμμα προς την αγορά και διακρίνει την επιβλητική δίκλιτη Βασιλική του Ι. Ναού του Αγίου Νικολάου που κτίστηκε επί Τουρκοκρατίας. Η εκκλησία αυτή μαζί με την αρχαιότερη εκκλησία της Παναγίας είναι η ψυχή των ανθρώπων του τόπου μας.
Στην είσοδο της Κωμόπολης δεσπόζει το πετρόχτιστο νεοκλασικό κτίριο του Δημοτικού Σχολείου χτισμένο με δαπάνες ομογενών της Αμερικής και προσφορές ντόπιων. Ογκώδες κι επιβλητικό διακρίνεται εύκολα απ’ όλα τα γύρω υψώματα. Δίπλα του ακριβώς η θαυματουργή εκκλησία της Παναγίας που η πρώτη της εικόνα πάνω σε πέτρα βρέθηκε μέσα σε βάτους γι’ αυτό λέγεται «Βακιώτισσα Φανερωμένη». Είναι ο ιερός χώρος που είναι στενά δεμένος με τη ζωή και την ιστορία του τόπου: πανηγύρια, θαύματα, ιερές τελετές, χαρές και λύπες, θρύλοι και παραδόσεις πλαισιώνουν τη ζωή αιώνων. Εκεί γίνονται και σήμερα οι γάμοι και τα βαφτίσια. Εκεί και οι τελετές της Ανάστασης και της χαράς!
Ανάσταση! Ένα μεγάλο γεγονός της πίστης μας κοντοσιμώνει κι αναμένεται απ’ τους πιστούς υπομονετικά, όπως αρμόζει στο θείο Πάθος του Σωτήρα. Οι γυναίκες έχουν κιόλας συμπληρώσει πριν τη Μεγαλοβδομάδα την Πασχαλιάτικη διάρμιση.
Μέσα κι έξω τ’ αρχοντικά τους λαμποκοπούν εορταστικά. Το άρωμα της πάστρας και του ασβέστη είναι ανάμικτο με τη μεθυστικές μυρωδιές των λεμονανθών από τα περιβόλια και τις αυλές και δίδει πιο έντονα την αίσθηση του αναμενόμενου μεγάλου θαύματος της Ανάστασης. Γεμάτες οι αυλές με γλάστρες λουλουδιών συνορίζονται ποια θα δώσει τα πιο όμορφα χρώματα στις βιολέτες που θα κοπούν ανήμερα τη Μεγ. Παρασκευή για τον Επιτάφιο. Είναι σαν να ακούς κιόλας τον ύμνο: «Μυροφόροι ήλθον, μύρα Σοι Χριστέ μου κομίζουσι προφρόνως».
Μεγάλη Εβδομάδα. Πόσο δονείται το είναι των Χριστιανών τέτοιες Άγιες μέρες και πόση αγαλλίαση νιώθει η ψυχή με τις ιερές ακολουθίες και αγρυπνίες. Άνοιξη και Μεγαλοβδομάδα! Άνοιξη κι Ανάσταση. Αναγέννηση της Φύσης και ανασυγκρότηση της ψυχής. Δυο στοιχεία άρρηκτα δεμένα από τότε που πριν πάνω από δυο χιλιάδες χρόνια κατέβηκε στη Γη ο Γιός του Πλάστη.
Ήλθε για τη Σωτηρία του Ανθρώπινου Γένους και συμπλήρωσε την υλική παρουσία του στη Γη με το Σταυρικό του θάνατο, δοσμένο από χέρια ανθρώπινα… Η αχαριστία της φθαρτής ύλης σ’ όλο το πικρόχολο «μεγαλείο» μπρος στην αιωνιότητα…
Ακουμπισμένη σ’ ένα βραχάκι της ριζαοριάς μ’ ένα ματσάκι μυρωδάτο φυτά του βουνού στο χέρι, δοσμένη στο χείμαρρο των ρεμβασμών, πολλά έρχονταν στο νου μου. Κι ανάμεσά τους οι αφηγήσεις που άκουγα στα παιδικά μου χρόνια από ανθρώπους που αγάπησα και που έχουν φύγει πια… Γονείς, θειάδες, γειτόνισσες. Πρόσωπα σεβάσμια που πλούταιναν τη φαντασία μου με τις γλαφυρές τους αφηγήσεις.
Μια τέτοια Μορφή ήταν κι η γειτόνισσα θεία Ελένη, η Ψαραδολένη, από τις πιο ξακουστές νοικοκυρές του χωριού. Όλα τα παιδικά μου χρόνια πέρασαν με τη συντροφιά της σε βεγγέρες αξέχαστες στο πατρικό μου σπίτι. Η μάνα μου η μοδίστρα κι η θεία μου με τα εργόχειρα είχαν ακούραστα χέρια στη δουλειά. Μα και το σπιρτάτο μυαλό κι η γλυκιά λαλιά τους, δεν υστερούσαν. Μας διηγόντουσαν παραμύθια, ιστορίες, θρύλους για νεράιδες κι αερικά. Πόσα μου μάθανε κείνες οι αγιασμένες μες στη μνήμη μου μορφές τους!
Μια από τις διηγήσεις της θειας-Ελένης ήταν και το πάθημα μιας μωρομάνας κάποια Μεγαλοβδομαδιάτικη Νύχτα:
Η Μαριόρα, μια πολύτεκνη μάνα με έξι παιδιά ήταν μια οικοδέσποινα αφοσιωμένη στην οικογένειά της. Μεγαλωμένη η ίδια μ’ όλες εκείνες τις αρχές και τις συνήθειες που πρεπίζουν το Χριστιανικό σπίτι και βάζουν γερά θεμέλια για τη σωστή ανατροφή των συνεχιστών της ζωής. Αρχόντισσα με την έννοια της γυναικείας τελειότητας μορφής και χαρακτήρα μα και πολυκουρασμένη με τόση φαμελιά, δεν μεμψιμοιρούσε ποτέ και δεν παραπονιόταν. Χαρά Θεού τα έξι της παιδιά και το στερνοβύζι της, όπως το ‘λεγε το Αννιώ μόλις λίγων μηνών, καινουριοβαφτισμένο. Φρόντιζε και το άνετο αρχοντικό της που άστραφτε πεντακάθαρο κι ομορφοστολισμένο μ’ όλα τα σκεύη και τα χειροποίητα εργόχειρα του Κρητικού αρχοντόσπιτου.
Η αυλή σωστός παράδεισος με τις φρεσκοασπρισμένες γλάστρες στη σειρά, γεμάτες λουλούδια, με τις ανθισμένες λεμονιές που μοσκοβολούσανε, με τις κληματαριές και τις πρασινάδες. Το πόρτεγο, χώρος υποδοχής, ασπροφουφουδιασμένο και φιλόξενο, με τα γυαλιστά μπακίρια και τα χιαμουντάνια στα ράφια είχε μια ξεχωριστή αρχοντιά.
Επάνω, τα υπνοδωμάτια του οντά μοσχοβολούσαν μπουγάδα της δάφνης και τα πατώματα από σανίδες φρεσκοπλυμένα με αλουσά κι απλωμένα πάνω τους τα πολύχρωμα και καλολουρωμένα υφαντά χαλιά. Τα κρεβάτια με τους δαντελένιους γύρους και τα χάσικα σεντόνια, έμοιαζαν νυφιάτικα. Η κουζίνα μα και το φουρνόσπιτο ή παράσπιτο άστραφταν και κείνα. Δίπλα στο φούρνο τα ξύλα ντανιασμένα κοντά στην πόρτα της αποθήκης, περίμεναν να ψήσουν το μοσκοβολημένο ψητό αρνί για το Πασχαλινό τραπέζι την Αναστάσιμη Νύχτα του Μ. Σαββάτου. Κι όλα αυτά μόνη της τα κατάφερνε η άξια μάνα δουλεύοντας όλη τη Μ. Σαρακοστή. Μα το μεγαλύτερο καμάρι της τα όμορφα παιδιά της στη σειρά λουσμένα και περιποιημένα, έτοιμα για την εκκλησία.
Μεγάλη Πέμπτη. Νύχτα κορυφαία του θείου Πάθους. Στην εκκλησία στόλιζαν τον Εσταυρωμένο για να στηθεί στη μέση του χώρου της μετά το πέμπτο από τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Κρατούσαν στα χέρια τους κι από ένα κομμάτι μπλε κλωστή και σε κάθε ανάγνωση Ευαγγελίου έδεναν κι από ένα κόμπο. Οι δώδεκα αυτοί ευλογημένοι κόμποι θα γίνονταν φυλακτό τους. Τα πιο μεγάλα είχαν κόψει πολλούς λεμονανθούς και τους περνούσαν με βελόνα και κλωστή σε κολαΐνες για το στόλισμα του Σταυρού του Σωτήρα.
Βράδιασε. Ο πατέρας γύρισε νωρίς από την εξοχή για να λουστεί, ν’ αλλάξει και να πάει στην εκκλησία με τα παιδιά του γιατί η μάνα είχε να φυλάξει το μωρό. Μπήκε στο σπίτι και το παιδομάνι τον τριγύρισε σα μελισσολόι.
– Έλα πατέρα να δεις κουλούρες που έφτιαξε η μάνα μας, να δεις και τσουρεκάκια κι αυγά κόκκινα, λέει η πιο μικρή. Να κι η κουκουναρά μου με δυο αυγά… και τον τραβούσε επίμονα από το χέρι.
Ακολουθούσε από κοντά κι η μάνα. Εκείνος κατακουρασμένος μα ευτυχισμένος και χαμογελαστός πήρε τη μικρή στην αγκαλιά του κι ανάσανε βαθιά τη μοσχοβολιά των Πασχαλιάτικων ζυμωτών.
– Χαλάλι μπρε γυναίκα ο κόσμος να ζεις. Μα η αξιοσύνη σου δε λέγεται.
Η γυναίκα χαμογέλασε στοργικά καθώς εισέπραττε την πληρωμή των κόπων της με τα καλά του λόγια…
– Κατέχεις Μαριόρα ήντα λέω; Καιρό ‘χεις να βγεις καλότυχη και μέρες που ‘ναι, θες και συ την εκκλησία σου. Να κάτσω το λοιπόν εγώ το βράδυ με το κοπέλι και να πάρεις τ’ άλλα να πάτε στην εκκλησία.
– Ήντα λογάται Μανωλάκι πως δα κάτσεις ετουλόγου σου, ο αφέντης του σπιτιού μας. Είμαι και μια σταλιά κουρασμένη κι ας κάτσω ‘γω…
– Μια σταλιά το λες καλότυχη; Ή δε θωρώ όσα ‘χεις ντρετωμένα. Ούτε τρεις γυναίκες άλλες δεν εκαταφέρνανε τοσανά.
– Καλά να ‘σαι και σου ευχαριστώ μα και συ δεν πας οπίσω που ιδροκοπάς μερού-νυχτού να θρέψεις τόσα στόματα.
– Ε χαλάλι γυναίκα. Μα αφού ‘σαι και κουρασμένη ξα σου…
Μισέψανε για την εκκλησία ο πατέρας με τα πέντε παιδιά. Τα τρία πιο μεγάλα, σκολιαρόπαιδα κρατούσαν καθένα κι από μια «σύνοψη» να παρακολουθούν τ’ Άγια Πάθη. Η μάνα βγήκε στον οντά με το μωροπαίδι και το ‘βαλε να κοιμηθεί στην κούνια του. Κι εκείνη αποσταμένη από την κούραση έγειρε δίπλα στο κρεβάτι της κι όπως χαλάρωσε, ένιωσε τα μέλη της να μουδιάζουν γλυκά και τα βλέφαρα να βαραίνουν…
…Κοιμόταν; Ξύπνια ήταν; Δεν μπορούσε να καταλάβει. Μα κείνο που έντονα ένιωθε κι άκουγε καθαρά ήταν πατημασιές που αλήθεια δε μοιάζανε ούτε του άντρα της ούτε των παιδιών που ανεβοκατέβαζαν σαν αστραπή τα σκαλοπάτια. Τούτα τα βήματα ήταν αργά, ρυθμικά, απόκοσμα…
– Ποιος να ‘ναι τέτοια ώρα στο σπίτι μου μέσα; Σταυρέ βοήθα…
Κι ένιωσε το αίμα της να μαργώνει στις φλέβες της. Στρέφει το βλέμμα προς τη σκάλα και περιμένει… Τα βήματα όλο και κοντοζύγωναν… Τακ, τακ, τακ. Πάνω στο κεφαλόσκαλο βλέπει να εμφανίζεται μια ψηλή σιλουέτα με κάτασπρη κελεμπία, μ’ άσπρα γένια κι άσπρα μαλλιά στο γέρικο κεφάλι.
Πήγε να ξεφωνίσει αλλά η φωνή της πνίγηκε στο λαρύγγι της. Ανοίγει διάπλατα τα κουρασμένα μάτια της και κάνει να ρωτήσει ποιος είναι μα και πάλι η φωνή της εξακολουθούσε να είναι πνιγμένη στη βουβαμάρα της.
– Τι βάζει ο νους σου; Της κάνει αυστηρά η οπτασία σα να διάβασε τις σκέψεις της… Δεν το ξέρεις πως η βραδιά που ‘ναι απόψε έπρεπε να είχες πάει στην εκκλησία; Μα έχε χάρη που της αυτό το πλάσμα δίπλα σου. Και δείχνει το μωρό στην κούνια… κι έχε χάρη απού ‘ναι βαφτισμένο και φώναξες Σταυρέ βοήθα… Αλλιώς ήθελα σε κανονίσω γω… Μα για να με θυμάσαι, πάρε τούτο: Να!
Και της αστράφτει ένα χαστούκι μα τόσο δυνατό που το μωροπαίδι ανοιγόκλεισε τα ματάκια του ενοχλημένο… Η οπτασία με μιας εξαφανίστηκε δίχως ν’ ακουστούν πατημασιές στην ξυλινόσκαλα του οντά.
Άφωνη σα μάρμαρο έμεινε για πολλή ώρα η μάνα. Κι η μόνη κίνηση που κατάφερε να κάμει ήταν να φέρει το χέρι της στο κτυπημένο μάγουλο το ‘νιωσε να καίει σα να είχε θέρμη δυνατή.
Δεν ξανάκλεισε τα μάτια της μέχρι που γύρισαν από την εκκλησία ο άντρας της και τα παιδιά της. Κι της αυτές της ώρες που της φάνηκαν ατέλειωτες είχε καρφώσει τα μάτια της στο εικονοστάσι που τρεμόφεγγε η κρεμαστή ροζ κανδήλα, χύνοντας ένα γλυκό, απαλό φως στο δωμάτιο. Όλοι πήγαν για ύπνο και τα παιδιά παράγγειλαν στη μάνα να τα σηκώσει νωρίς για να κόψουν γιασεμιά και βιολέτες να τα πάνε για να στολίσουν τον Επιτάφιο. Κουκουλώθηκε κι η μάνα στα σκεπάσματα και κουλουριάστηκε σαν κουβαράκι δίπλα στο σύντροφό της αφρουκάζοντας την ανάσα του που της έδιδε σιγουριά και δίχως να πει ούτε λέξη αποκαμωμένη πια αποκοιμήθηκε…
Την Αυγή όλοι βρέθηκαν στο πόδι. Η μάνα βάλθηκε να ετοιμάζει το πρωινό όλων. Έβρασε στο τσουκαλάκι μπόλικη φασκομηλιά κι ευωδίασε το σπίτι με το λεπτό της άρωμα. Έπειτα έβρεξε παξιμαδερένιους ντάκους και τις άλειψε με ταχίνι. Έβαλε στο πιάτο ελιές από το κιούπι, σέρβιρε το βραστάρι τις φλυτζάνες και κάθισαν όλοι μαζί να πάρουν το λιτό πρωινό της.
– Νηστίσιμη μέρα και σήμερα. Μεγάλη Παρασκευή! Μεγάλη μέρα! Μονολογούσε η μάνα. Από δίπλα της ο άντρας της παρατηρούσε επίμονα τη γυναίκα του που ήταν ασυνήθιστα σκεφτική κι αμίλητη.
– Μα ήντα ‘χεις Μαριόρα; Δεν είσαι καλά; Κάνει. Μπας της θέρμη; Γιατί το μάγουλό σου είναι κατακόκκινο. Μα το ένα μπρε μόνο; Γιάντα κοντό;
Την κοιτάζει πιο προσεκτικά γυρίζοντας με το χέρι του το πρόσωπό της της το μέρος του. Πράγματι το μάγουλό της ήταν κατακόκκινο αλλά με μια κοκκινάδα παράξενη. Έμοιαζε με ερυθρόμορφη αποτύπωση χεριού πάνω στο άσπρο δέρμα της. Λες και την είχαν …αγγίξει πέντε κοκκινισμένα δάχτυλα…
– Περίεργο, κάνει ο άντρας της ενώ την κοίταζε συνοφρυωμένα κι ερευνητικά. Τι σου συμβαίνει Μαργιόρα;
– Το και το άντρα μου έπαθα… , κάνει εκείνη. Και θάρρεψα πως ήταν όνειρο… Μα ήταν φαίνεται αληθινό…
Έτσι πίστευαν τα παλιά τα χρόνια οι Χριστιανοί. Κι έτσι ένιωθαν στα μύχια της ψυχής της το χρέος και τη χαρά να συμμετέχουν τις τελετές της Πίστης της πέραν από κάθε εμπόδιο και κάθε ανάγκη της καθημερινότητας.