Η υπαρξιακή συνειδητοποίηση του χρόνου, που κυλά ανελέητος και μ’ έχει φέρει σε απόσταση αναπνοής, από την τελευταία 10ετία της ζωής μου, γέννησε μέσα μου σφοδρή την επιθυμία προσκυνήματος, στην αγαπημένη γενέθλια γη μου την Έμπάρο, που:

«Πολυνερούσα, λιόχαρη, στα χρώματα λουσμένη, σε αργαστήρι θεϊκό, είναι ζωγραφισμένη».

Να σημειωθεί ότι οι τελευταίες μου επισκέψεις στην γενέτειρά μου, για πολλά χρόνια, γίνονταν μόνο στις απώλειες των προσφιλών μου. Οι οικογενειακές και επαγγελματικές μου υποχρεώσεις, απαιτούσαν άμεση επιστροφή στην πόλη.

Κι όλα βάρυναν ακόμα περισσότερο, στην πιο οδυνηρή μου απώλεια… Ο τόπος των παιδικών και νεανικών μου αναμνήσεων, μάκρυνε για καλά…

Όμως τύχη αγαθή, με τη λαμπερή μορφή, μιας ξεχωριστής ύπαρξης και η συγκυρία των διακοπών του Πάσχα- είναι εκπαιδευτικός-συνήργησαν στην εκπλήρωση του μύχιου πόθου, για κείνο το προσκύνημα.

Η μοναχοκόρη του μοναδικού, εν ζωή, αδελφού μου Γιώργου Πλαγιωτάκη, την οποία, εκτός των άλλων κοσμεί το λατρεμένο όνομα της μάνας μου Αρτεμισίας, ήταν το διαβατήριό μου για το πολυπόθητο ταξίδι.

Με τρυφερή επιμονή, διαβεβαίωσε τον ανήσυχο περίγυρό μου ότι θα ήταν ο φύλακας άγγελός μου. Και ήταν στ’ αλήθεια.

Ύστερα από μια αρκετά μακρινή διαδρομή, φθάσαμε στην πλατεία του χωριού, που καταπράσινο και πανέμορφο, είναι ολόγυρα στεφανωμένο με ήμερα βουνά, στα οποίοα κυριαρχεί το ιερό βουνό της Παναγίας του Δέτη.

Στην πλατεία, μια αναθηματική κατασκευή, μου ξύπνησε φοβερές μνήμες: Την κύκλωση της Εμπάρου από τους Γερμανούς.

Ήμουν 6 χρονών κι εκείνες οι τραγικές μέρες, αποτυπώθηκαν ανεξίτηλα, στην παιδική μου μνήμη. Ο χρόνος στάθηκε ανίκανος να σβήσει από την ψυχή μου τη φρίκη του πολέμου.

Ειρήσθω εν παρόδω, οι δικοί μου αγνοούσαν την επίσκεψή μου. Μόλις, λοιπόν, φθάσαμε στην πλατεία από το ιστορικό καφενείο του Ντίγκα, έτσι ήταν γνωστός ο αείμνηστος Αναγνωστάκης, πετάχτηκε ο αδελφός μου, που γνώρισε το αυτοκίνητο της μοναχοθυγατέρας του. Όταν μ’ αντίκρισε, η χαρούμενη έκπληξή του, γέμισε συγκίνηση και τους δυό. Μ’ έσφιξε όμως βιαστικά στην αγκαλιά και τρέχοντας ξαναγύρισε στο καφενείο, για να επιστρέψει σε δευτερόλεπτα. Ήταν μαζί με τον Κώστα Κονταξάκη, το συντοπίτη γιατρό, που ήταν συμμαθητής μου στο Δημοτικό Σχολείο Εμπάρου και είμαστε οι μόνοι επιζώντες, από ολόκληρη την τάξη. Άλλες αγκαλιές κι άλλες συγκινήσεις! Και μία νοσταλγική αναφορά από τον ακριβό φίλο: Ο δρυς του Τζιρή, στο έμπα του χωριού, φορτωμένος με τα παιδικά μας βιώματα, είχε ξαναβλαστήσει, από ένα κατάξερο κουτσούρι. Αντίκρισα την εκπληκτική αναγέννηση, με αληθινή συγκίνηση. Καταπράσινος και φουντωμένος όπως τότε…

Φθάσαμε στο πολυαγαπημένο πατρικό σπίτι. Ήταν ακριβώς στο ίδιο αξέχαστο σημείο, το γνωστό. Μόνο, που ο μόχθος του πατριδολάτρη αδελφού μου και της δραστήριας Σοφίας του, το είχε γλιτώσει από τη φθορά. Έστεκε μπροστά μου, ολοκαίνουργιο και λουλουδιασμένο, πλημμυρισμένο, συγκλονιστικές αναθυμιές. Καινούργιες χαρές από τη Σοφία.

Ήταν μεσημέρι Μεγάλου Σαββάτου.

Αφού γευτήκαμε τα πεντανόστιμο σαρακοστιανά της οικοδέσποινας, ο αδελφός μου, που με διαβάζει απ’ έξω, χαμογελώντας, ετοιμάστηκε στα γρήγορα, για τη μεγάλη έξοδο.

Πρώτη επίσκεψη, στην πολιτεία της σιωπής. Πρώτο προσκύνημα στις ιερές μνήμες.

Στη συνέχεια πήγαμε στον Αη Γιώργη στα γονικά μας, δηλαδή στα πατρικά ξωχώραφα, που ο λάτρης τους κι ακούραστος αδελφός μου, με τον κόπο και το μεράκι του τους έδωσε ζωή και καρποφορία.

Πάνω από εκείνα τα χωράφια δεσπόζει ένα θαύμα της φύσης.

Ένας υπεραιωνόβιος γίγαντας πρίνος. Σαν μια υπερφυσική ομπρέλα, τεράστια και ολοστρόγγυλη, ένας θόλος σμιλεμένος από τιτάνες.  Τα καταπράσινα κλαδιά του, ακουμπούν κάτω στο χώμα, σχηματίζοντας ένα μεγάλο σκιερό πλάτωνα στο έδαφος. Απίστευτο αξιοθέατο, εκπληκτικό φυσικό δημιούργημα, που καμιά περιγραφή δεν μπορεί να αποδώσει το μέγεθος και το κάλλος του.

Στην επιστροφή εγώ με την Άρτεμη γυρίσαμε το χωριό πόρτα-πόρτα. Όμως ο πανδαμάτορας χρόνος είχε φθείρει ακόμα και τα άψυχα. Σπίτια κατάκλειστα κι άλλα εντελώς ερειπωμένα.

Ευτυχώς νέοι άνθρπωοι, έχουν κρατήσει ζωντανό τον τόπο, με καινούργιες οικοδομές, που επεκτείνονται στα χωράφια, απ’ όπου πριν πολλές 10ετίες, μάζευα χόρτα και παπαρούνες. Αμέτρητες πορτοκαλιές, που τις ευνοεί το κλίμα, ήταν ολάνθιστες και μοσκοβολύσε ο καθαρός αέρας. Έμεινα έκθαμβη από το πλήθος των λουλουδιών, που άνθιζαν, χωρίς χώρα και νερό, στα καλντερίμια και στους τοίχους των σπιτιών, σε μια φαντασμαγορική πολυχρωμία. Η έκπαγλη ομορφιά της κρητικής άνοιξης.

Τη νύχτα της Ανάστασης, καινούργιο κυνηγητό, από ανεπανάληπτες μνήμες. Άλλαξε μόνο η εκκλησία, από την Αγία Τριάδα τότε, στην Αγία Ειρήνη του σήμερα. Στο ναό δεν έπεφτε καρφίτσα! Όλοι οι ξενιτεμένοι μας, με παιδιά κι εγγόνια, ήταν παρόντες.

Ένας εξαίρετος ιερέας, με αρχαγγελική φωνή σκορπούσε ρίγη θρησκευτικής συγκίνησης.

Ο εξαιρετικά δραστήριο πρόεδρος του χωριού, Γιώργος Περογιαννάκης, το Μεγάλο Σάββατο, διήνυσε 100 χιλιόμετρα, να πάει στο Ηράκλειο και να γυρίσει, για να φέρει στο χωριό το Άγιο Φως.

Ενώ η θεόρατη φουνάρα, που ύψωσε στην πλατεία και με προσωπική εργασία, κι έναν υπερμεγέθη Ιούδα, έκανε τη νύχτα μέρα.

Τα συναισθήματα δε μπορούν να καταγραφούν!

Εκείνη τη νύχτα του Πάσχα, με την ψυχή κατάφορτη από καταιγιστικές αναθυμιές, δεν κοιμήθηκα ούτε λεπτό. Ξενύχτησε κι η Άρτεμις μαζί μου, ακολουθώντας με παρά την επιμονή μου να κοιμηθεί, στο αναδρομάρικο ξενύχτι μου. Το ξημέρωμα, απολαύσαμε το πανόραμα μιας συναρπαστικής χαραυγής. Την ανατολή του ήλιου, από την κορυφή της Μαδάρας. Αλλά ό,τι πιο συγκλονιστικό έζησα σ’ αυτό το ονειρικό ταξίδι, ήταν το προσκύνημα στην Παναγία του Δέτη.

Εκεί ψηλά στα 12 μου χρόνια, μαζί με τον ομογαλακτό μου Στέλιο Σταματάκη, σκαλώναμε στους βράχους με κίνδυνο να γκρεμοτσακιστούμε. Τώρα έχει ανοιχτεί και ασφαλτοστρωθεί δρόμος, που οδηγεί με ασφάλεια στα κράσπεδα της εκκλησίας η οποία έχει ανεγερθεί κάτω από το ιερό σπηλιάρι. Σ’ αυτό, σύμφωνα με το θρύλο, κατέφυγε η Παναγία για να γλιτώσει από την βεβήλωση των Τούρκων, που είχαν κάνει τζαμί το ναό της, στην Έμπαρο.

Με τη φροντίδα της πιστής συνοδού μου, ανέβηκα τα αμέτρητα σκαλιά, για να φτάσω το σπήλιο, που κατέφυγε η θαυματουργή εικόνα της Ευαγγελίστριας, παρακαλώντας το βουνό: «Σκίσου Δέτη να μπω».

Όσο δυνατός κι αν είναι ο λόγος, δεν μπορεί να εκφράσει εκέινο το θεϊκό μεγαλείο. Ένα υπερθέαμα, που προκαλεί δέος. Τεράστιοι βράχοι υψώνονται σαν πέτρινοι γίγαντες, αιώνιοι φρουροί του αγιασμένου σπήλιου. Ενώ από εκείνο το θεόρατο ύψος κάτω τα χωριά, με κέντρο την Έμπαρο, μοιάζουν με ζωγραφιές. Η μοναδικότητα του τοπίου ξεπερνά κάθε φαντασία. Αγαπημένη μου Άρτεμη.

Αυτό δεν ήταν απλό προσκύνημα.

Ήταν μια μεγάλη ανάσα για παράταση ζωής.