Στο ερώτημα «Είναι η Ελλάδα ένα κανονικό κράτος δικαίου;» το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με ένα ψήφισμα-κόλαφο τον περασμένο Μάρτιο, εξέφρασε ηχηρά τις έντονες αμφιβολίες του.
Προμετωπίδα αυτού του ψηφίσματος αποτέλεσε η υπόθεση των παράνομων παρακολουθήσεων δημοσιογράφων, πολιτικών και επιχειρηματιών της χώρας μας από το παράνομο λογισμικό παρακολούθησης «Predator», αλλά και η παράλληλη παρακολούθησή τους από την κρατική μυστική υπηρεσία, την ΕΥΠ.
Το κορυφαίο αιρετό όργανο της Ε.Ε. έθετε τότε το ερώτημα «αν επρόκειτο για ένα κοινό κέντρο παρακολουθήσεων, με την συνέργεια κράτους και παρακράτους ή αφορούσε κάποιο ιδιωτικό κέντρο παρακολούθησης;».
Το ψήφισμα αυτό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, προφανώς «πετούσε το μπαλάκι» στην ανεξάρτητη Ελληνική Δικαιοσύνη να διαχειριστεί με σοβαρότητα το θέμα, φωτίζοντας άπλετα κάθε σκοτεινή πτυχή αυτού του σκανδάλου, ώστε να απαλλαγεί η χώρα από το στίγμα μιας παρωδίας κράτους δικαίου.
Η εξέλιξη όμως, δυστυχώς, αυτής της υπόθεσης και η διαχείρισή της από την κυβέρνηση και από την – διορισμένη από την ίδια κυβέρνηση – ηγεσία του Αρείου Πάγου, διέλυσε κάθε προσδοκία, εντός και εκτός συνόρων, ότι η Ελλάδα μπορεί πράγματι να αποτελεί κράτος δικαίου και οι πολίτες της είναι σε θέση να απολαμβάνουν όλα εκείνα τα προνόμια μιας ευνομούμενης Πολιτείας.
Έτσι, ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά σκάνδαλα των τελευταίων πενήντα χρόνων, τέθηκε όπως-όπως στο αρχείο! Βιάστηκαν όμως υπέρμετρα, η ηγεσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και οι εισαγγελικοί λειτουργοί που υπηρετούν (;) την ανεξάρτητη δικαιοσύνη στη χώρα μας, να αρχειοθετήσουν μια τόσο σκοτεινή υπόθεση.
Η απόφασή τους, όχι μόνο υποτιμά την νοημοσύνη μας και προσβάλλει βάναυσα το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά και συνιστά μια βαριά «σκιά» για την ίδια την Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία.
Το πρωτοφανές στα ελληνικά χρονικά σκάνδαλο των υποκλοπών, φέρει φυσικά την υπογραφή του πρωθυπουργού της χώρας, καθότι τελούσε και συνεχίζει να τελεί, πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ. Εκείνος έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του ώστε να «κουκουλώσει» την υπόθεση.
Καρατόμησε συνεργάτες του, εμπόδισε την διεξαγωγή κάθε συσχετιζόμενης με το σκάνδαλο έρευνας, επικαλούμενος το απόρρητο της «υπηρεσίας», ενώ έφερε νομοσχέδια στη Βουλή ώστε να καταστήσει αναποτελεσματική κάθε διερεύνηση της υπόθεσης αυτής, καθιστώντας όμως έτσι αδύνατη και την διαλεύκανσή της.
Για την «ταμπακιέρα» όμως ο πρωθυπουργός δεν έχει μιλήσει ποτέ έως σήμερα. Την υπόλοιπη «βρόμικη» δουλειά ανέλαβε να την κάνει, ως φαίνεται, η «Δικαιοσύνη» με την απόφαση που εξέδωσε τόσο βιαστικά, «απελευθερώνοντας» έτσι τον πρωθυπουργό και τους στενούς συνεργάτες του, οι οποίοι τώρα περνάνε στην αντεπίθεση επιθυμώντας να πάρουν τη «ρεβάνς», απέναντι σε όσους πολίτες και πολιτικούς τόλμησαν να αμφισβητήσουν την… εντιμότητά τους.
Έτσι περάσαμε κι εμείς γρήγορα και βιαστικά, από το πρώτο μεγάλο σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών και των παράνομων παρακολουθήσεων, στο δεύτερο ακόμα μεγαλύτερο σκάνδαλο, εκείνο της συγκάλυψης του πρώτου σκανδάλου. Οι πρωταγωνιστές και στα δύο αυτά πολιτικά σκάνδαλα «τυχαίνει» να είναι τα ίδια πρόσωπα.
Η αλαζονεία της εξουσίας που χαρακτηρίζει ετούτη την κυβέρνηση των ολίγων, σε συνδυασμό με τον πολιτικό τυχοδιωκτισμό ορισμένων πρωτοκλασάτων μελών της, οι συμπεριφορές των οποίων κάποιες φορές υπερβαίνουν τα όρια του αμοραλισμού, οδηγούν στην περιφρόνηση και την υπονόμευση κάθε έννοιας κράτους δικαίου.
Η Δικαιοσύνη όμως τι έκανε; Παρά το γεγονός ότι το ποινικό αδίκημα των υποκλοπών παραβίαζε παράφορα το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους, δεν προχώρησε σε καμία αυτεπάγγελτη έρευνα. Αντίθετα, συντάχθηκε και στοιχήθηκε πίσω από την κυβέρνηση και μετετράπη σε απόλυτο υποχείριό της.
Δεν προχώρησε έγκαιρα σε καμία δέσμευση οπτικοακουστικού υλικού από τα γραφεία των εμπλεκόμενων στο σκάνδαλο εταιρειών, αλλά το έπραξε ετεροχρονισμένα και κατόπιν «εορτής», βρίσκοντας φυσικά τα γραφεία εντελώς άδεια! Δεν κάλεσε κανέναν ύποπτο για να τον εξετάσει, ούτε βεβαίως κάλεσε και κάποιους από τους άμεσα εμπλεκόμενους στην υπόθεση για να καταθέσουν, έστω ως μάρτυρες!
Με τούτα και με ‘κείνα φτάσαμε στο περίφημο «Πόρισμα Ζήση», για να πληροφορηθούμε πως «τίποτα δεν έγινε». Κι αν έγινε και κάτι ήταν καθόλα… νόμιμο! Το τεράστιο σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών και των παράνομων παρακολουθήσεων, που απασχολούσε την ελληνική και όχι μόνο επικαιρότητα επί δύο ολόκληρα χρόνια, δεν υπήρξε ποτέ! Αυτό μας είπε η Δικαιοσύνη!
Το «Πόρισμα Ζήση» παρέλαβε με τη σειρά της η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και στη συνέχεια χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο, έστειλε την υπόθεση στο αρχείο, με εξαίρεση μερικών πλημμελημάτων, έτσι για… ξεκάρφωμα. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η τωρινή εισαγγελέας του Αρείου Πάγου είχε υπηρετήσει κατά το πρόσφατο παρελθόν ως εισαγγελέας στην ΕΥΠ και υπέγραφε τότε η ίδια τις παρακολουθήσεις.
Με βάση αυτό το στοιχείο και μόνο, θα έπρεπε να είχε εξαιρεθεί η εμπλοκή της κυρίας αυτής στη συγκεκριμένη υπόθεση, εάν φυσικά η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν η σωστή. Αλλά δεν ήταν!
Ο επικεφαλής της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, κ. Χρήστος Ράμμος, απάντησε με άρθρο του στο πόρισμα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου για τις υποκλοπές, στο οποίο καταρρίπτει το επιχείρημα του Αρείου Πάγου ότι, «οι παρακολουθήσεις μέσω ΕΥΠ είναι νόμιμες, αρκεί να υπάρχει η σχετική εισαγγελική διάταξη».
Αντίθετα, ο κ. Ράμμος επιμένει ότι οι εισαγγελικές διατάξεις δεν είναι ανεξέλεγκτες αλλά υπόκεινται και αυτές σε έλεγχο, ανάλογο του ακυρωτικού ελέγχου που ασκεί το ΣτΕ σε αποφάσεις της Διοίκησης.
Τεράστια όμως είναι και η ευθύνη που βαραίνει την αντιπολίτευση, γιατί οφείλει να φροντίζει με κάθε νόμιμο τρόπο και μέσο να υπερασπίζεται σθεναρά τους θεσμούς της Δημοκρατίας μας και να μην επιτρέπει σε καμία περίπτωση τον ευτελισμό τους από τον οποιονδήποτε.
Πιστεύω να κατάλαβαν ετούτη τη φορά τα κόμματα της αντιπολίτευσης, και ιδιαίτερα κάποια «αυτοάνοσα» κόμματα της αυτοκτονικής κατακερματισμένης Αριστεράς του αλληλοσπαραγμού, που στήριξαν το κοινό μέτωπο απέναντι σε αυτήν την προκλητική απόφαση, το πόσο σημαντικό είναι να αγωνίζονται ενωμένοι για έναν σκοπό.
Γιατί, μπορεί να το «κλείσανε» άρον-άρον δικαστικά το μεγάλο αυτό σκάνδαλο, όμως πολιτικά εξακολουθεί να υφίσταται. Οι δυσμενείς όμως εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας…
Σε πρόσφατο ρεπορτάζ του Politico καταγράφονται τα κακώς κείμενα της κυβέρνησης Μητσοτάκη σε ζητήματα κράτους δικαίου, με τη διαπίστωση ότι «στη χώρα που είναι διάσημη πως εφηύρε τη Δημοκρατία, υπάρχει μια αίσθηση φθοράς». Κάνει λόγο για «συγκάλυψη, κακοστημένες έρευνες και για ένα γενικότερο αίσθημα ατιμωρησίας».
Και καταλήγει: «Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει βιώσει μια σειρά από σκάνδαλα (Το έγκλημα των Τεμπών-Οι υποκλοπές-Το ναυάγιο της Πύλου) που, παρότι είναι διαφορετικά, ενισχύουν το αίσθημα πως η Δικαιοσύνη καταρρέει και πως εκείνοι που είναι στην εξουσία δεν θέλουν να την διορθώσουν. Ακόμη χειρότερα, είναι υπαίτιοι αυτής της κατάστασης».
Οι Έλληνες νιώθουν ότι τα δημόσια πρότυπα έχουν διαβρωθεί, οι ανεξάρτητες αρχές υπονομεύονται, η αστυνομική βία αυξάνεται και ο πλουραλισμός των ΜΜΕ απειλείται. Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Eteron για τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης, μόλις το 29% των πολιτών δηλώνουν ότι εμπιστεύονται την Δικαιοσύνη.
Δεν νομίζω όμως να υπάρχει χειρότερο πλήγμα στο κύρος μιας Δημοκρατίας και ενός Κράτους Δικαίου από το να υποβαθμίζονται και να υπονομεύονται αυτά τα δύο από την ίδια την Δικαιοσύνη!
Από έναν θεσμό ανεξάρτητο από τις άλλες εξουσίες – την νομοθετική και την εκτελεστική – που αποτελεί και το τελευταίο «καταφύγιο», το έσχατο «οχυρό» των πολιτών, όταν πλήττονται από την αλαζονεία των άλλων δύο.
Ανησυχούν, λέει, κάποιοι για την δημοκρατία στην Βενεζουέλα! Αναρωτιέμαι όμως, για την δημοκρατία στην Ελλάδα σήμερα ανησυχεί άραγε κανένας;