Όσα κατά καιρούς έρχονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην επικαιρότητα και αφορούν συγκεκριμένες καταστάσεις, νοοτροπίες και συμπεριφορές στα ενδότερα των πανεπιστημιακών σχολών μας, μόνο απέχθεια και λύπη μπορεί να προκαλούν στη μεγαλύτερη μερίδα των υγιώς σκεπτόμενων πολιτών.
Πορείες, συγκεντρώσεις, συνελεύσεις σε αμφιθέατρα που στους παλαιότερους θυμίζουν εποχές της επτάχρονης δικτατορίας, επίμονες και επίπονες προσπάθειες να επανακάμψει το κλίμα της περιόδου 2010-2014, στοχοποιήσεις καθηγητών προσάπτοντάς τους το επίθετο του χουντικού, διακοπές προγραμματισμένων μαθημάτων κατά το δοκούν, χτισίματα γραφείων και παλιότερα καθηγητών μέσα σε αυτά, και το χειρότερο απ’ όλα τα παραπάνω να υποδαυλίζονται από βουλευτές της αντιπολίτευσης οι οποίοι ξημεροβραδιάζονταν έξω απ’ αυτά, με σκοπό τι άραγε;
Προφανώς να μην επιτρέψουν στην αστυνομία να προβεί σε εκείνο που αποτελεί υποχρέωσή της, λαμβάνοντας έτσι και αυτοί μέρος σε ότι κάποτε αποκαλούσαμε επαναστατική γυμναστική. Οι όποιες μειοψηφίες σήμερα δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά προσπαθούν να αναβιώσουν το κλίμα παλιότερων ημερών που παραπέμπουν στην γνωστή εξέγερση του Πολυτεχνείου. Φυσικά στην γενικότερη χρονική και όχι μόνο σύγχυση από την οποία διακατέχονται, παρακάμπτουν την προκλητικά αντικοινωνική τους συμπεριφορά και το επιχείρημα και τον ορισμό της έννοιας της δημοκρατίας.
Αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις αποτέλεσαν κάποιες προσπάθειες του Υπουργείου Παιδείας να εξορθολογήσει τον χάρτη των πανεπιστημιακών σχολών που δραστηριοποιούνται σε πόλεις και κωμοπόλεις στη χώρα μας, οι οποίες σίγουρα θα φέρουν αντιδράσεις το φθινόπωρο με το άνοιγμα των σχολών αυτών. Τις περασμένες δεκαετίες, πολλές πανεπιστημιακές σχολές και τμήματα φτιάχτηκαν στην κυριολεξία στο πόδι, χωρίς ουσιώδεις και τεκμηριωμένες μελέτες και το σπουδαιότερο χωρίς να συνυπολογισθούν τα παράπλευρα αποτελέσματα.
Σε πολλές από αυτές, πίσω από τα όποια γεγονότα βρίσκονταν οι βουλευτές των νομών οι οποίοι για λόγους καθαρά ψηφοθηρικούς και προσωπικού πρεστίζ πίεζαν την όποια κυβέρνηση στην εξαγγελία των αντίστοιχων τμημάτων.
Η βαθύτερη αιτία φυσικά ήταν κάποιες εκατοντάδες σαραβαλιασμένα ακίνητα των πόλεων αυτών που νοικιάζονταν στους φοιτητές, η αύξηση των ενοικίων σε άλλες, η κυκλοφορία των νεαρών φοιτητών στους δρόμους, η αυξημένη πελατεία στις καφετέριες και στις ταβέρνες του περιβάλλοντος χώρου, η ενίσχυση δηλαδή της τοπικής οικονομίας, και όλα αυτά που είναι γνωστά τοις πάσι. Έτσι δημιουργήθηκαν τμήματα χωρίς τις κατάλληλες κτιριακές υποδομές, χωρίς το απαιτούμενο ερευνητικό και διδακτικό προσωπικό και με μικρή χρηματική υποστήριξη.
Σε όλα αυτά τα εξωφρενικά, να προσθέσουμε πως ο μέσος όρος βαθμολογίας των εισαγομένων φοιτητών βρίσκονταν σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα με ακόμα χαμηλότερες επιδόσεις, ενώ ο αριθμός των φοιτητών που αποφοιτούσαν από αυτά δραματικά χαμηλός, τουτέστιν μόνο ένα μικρό ποσοστό του συνόλου.
Αν θέλαμε να κάνουμε μια γενική αποτίμηση όλων αυτών είναι πως τις προηγούμενες δεκαετίες το πολιτικό σύστημα χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν του τον κατάλληλο σχεδιασμό ενός επαρκούς και ικανοποιητικού ακαδημαϊκού χάρτη σε όλη την επικράτεια, προχώρησε αποσπασματικά και με μόνο κίνητρο τις πιέσεις τοπικών παραγόντων στην εξαγγελία και δημιουργία περίεργων και όχι απαραίτητων τμημάτων, δεξιά και αριστερά, σύμφωνα με εκείνο που γνωρίσαμε κάποτε, το ρηθέν από σημαίνουσα προσωπικότητα της επτάχρονης δικτατορίας, «κάθε πόλις και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο».
Αλλά ακολουθώντας τα χνάρια εκείνα, φτάσαμε σήμερα έως εδώ! Η αντιπολίτευση ωρύεται, απλώς για το θεαθήναι, με το κλασσικό επιχείρημα ότι έτσι θα μειωθεί ο αριθμός των εισακτέων και ότι μεγάλη μερίδα υποψηφίων θα κατευθυνθεί προς τα ιδιωτικά κολέγια και πανεπιστήμια, αλλά και με όλα τ’ άλλα που θα ακούσουμε οσονούπω με τον ερχομό στην πράξη του νομοσχεδίου της πανεπιστημιακής αστυνομίας, παρά τις υποσημαινόμενες καθυστερήσεις και αναστολές στην εφαρμογή του που οι περισσότερο υποψιασμένοι πιστεύουν πως δύσκολα τελικά θα εφαρμοσθεί στον ελληνικό χώρο.
Όμως η κυβέρνηση δεσμεύτηκε στην εφαρμογή του, εξήγγειλε καινοτομίες απαραίτητες, ακόμα έχει την υποστήριξη της κοινής γνώμης που τόσο απαιτείται για την αναβάθμιση της κατάστασης των τμημάτων και των σχολών των πανεπιστημίων μας, και οφείλει σταθερά να αντιμετωπίσει ότι ομιχλώδες και καταθλιπτικό διαφαίνεται στον ορίζοντα. Εάν εμφανισθεί ενώπιον της κοινής γνώμης και στον πολιτικό κόσμο ότι υποχωρεί, εμμέσως θα παραδέχεται όχι μόνο την ανεπάρκεια του νομοσχεδίου αλλά και την ατολμία να εφαρμόσει όλα όσα εξήγγειλε.
Κάποιες καταλήψεις και κάποιες ανακαταλήψεις κτιριακών δομών τελευταία δεν εγγράφονται στα θετικά της, παρά τις γενόμενες δημοσκοπικές έρευνες. Αναμφίβολα υπάρχει πολύς δρόμος να διανυθεί μέχρι την αισιόδοξη κατάληξη, αλλά απ’ αυτά τελικά θα κριθεί και πάλι όταν αποφασίσει να ενεργοποιήσει τον εκλογικό μηχανισμό.
* Ο Γιώργος Σχορετσανίτης είναι χειρουργός και διευθυντής του χειρουργικού τομέα στο ΠΑΓΝΗ