Στην πολιτική, όπως και στη ζωή, υπάρχουν διάφοροι τύποι ανθρώπων: οι ρεαλιστές και πρακτικοί, οι οραματιστές και θεωρητικοί, οι ιδεολόγοι και οι ιδεοληπτικοί, οι τυχοδιώκτες και οι αριβίστες, οι υπεύθυνοι και οι ανεύθυνοι, οι εργατικοί και οι ράθυμοι ή και οι «αεροκουβαλητές» (όπως τους έλεγε ο αλήστου μνήμης Παντελής Φραγκιαδάκης) κλπ. Είναι δε παγκοίνως γνωστό ότι όλοι αυτοί, σε όποια κατηγορία κι αν ανήκουν, στοχεύουν στη δημοσιότητα: το όνομά τους να βρίσκεται στην επικαιρότητα, επειδή ο απώτερος στόχος είναι να μη χάσουν τη βουλευτική ή κυβερνητική θέση.

Η στόχευσή τους αυτή, καθ’ όλα θεμιτή, μπορεί να επιτευχθεί με διάφορα μέσα: με το έργο τους στην κυβέρνηση ή στο Κοινοβούλιο, με τον τεκμηριωμένο λόγο τους, με τη σοβαρότητά τους ή, αντίθετα, με σκανδαλοθηρικό τρόπο ή με ρητορικές ακροβασίες και πράξεις «επαναστατικές», που στην ουσία στερούνται περιεχομένου, είναι, δηλαδή, πομφόλυγες (φούσκες) και πυροτεχνήματα.

Μέχρι τώρα τέτοιες πολιτικές πομφόλυγες κυκλοφορούσαν και κυκλοφορούν πολλές στην πολιτική ζωή της χώρας (κυρίως υπό τη μορφή υποσχέσεων προς τον λαό). Από τότε, όμως, που στην ελληνική Βουλή εισήλθε ο παραιτηθείς προσφάτως υφυπουργός Παιδείας κ. Κ. Ζουράρις, στην πολιτική ζωή εισήλθε δι’ αυτού μια πρωτόγνωρη πολιτική γλώσσα, της οποίας το χαρακτηριστικό ήταν η χρήση αρχαιοελληνικών, και μάλιστα σπανιότατων (ήτοι ομηρικών, πινδαρικών ή θουκυδίδειων), λέξεων αλλά και βωμολοχιών και παραδοξολογιών (Όποιος, βέβαια, έχει διαβάσει βιβλία του κ. Ζουράρι ή έχει ακούσει συνεντεύξεις του και πριν από την ενασχόλησή του με την πολιτική, ασφαλώς θα γνωρίζει ότι η χρήση τέτοιων λέξεων χαρακτήριζε πάντοτε το λόγο του).

Τις αγορεύσεις του στη Βουλή ή τις συνεντεύξεις του ο παραιτηθείς υφυπουργός φρόντιζε να τις διανθίζει με λέξεις αρχαιοελληνικές, που μόνο από τα λεξικά μπορεί να ανασύρει κανείς, ή με παραδοξολογίες και γλωσσικές ακροβασίες, που σε ένα διαφορετικό «περιβάλλον» μπορούν να έχουν υπόσταση, στη γλώσσα όμως της καθημερινής επικοινωνίας μάλλον προβλήματα δημιουργούν (π.χ. «τα μέζεα του στεατοπυγικού μας υποσυστήματος» ή «ασκώ το πρωτεύθυνον ως ανεύθυνον», «συνάμφω», «μισγάγκεια» κ.ά.). Το είδαμε αυτό και στην επιστολή παραίτησής του, όπου προσφώνησε τον πρωθυπουργό κ. Τσίπρα με τη λ. «ερίδματος», μια λέξη άπαξ λεγομένη, σπανιότατη δηλαδή (τη χρησιμοποιεί μια φορά ο Αισχύλος στην τραγωδία του «Αγαμέμνων», στ. 1461).

Η ερμηνεία του φαινομένου αυτών των γλωσσικών επιλογών, που μπορεί να  εντυπωσιάζουν, αλλά πέραν τούτου ουδέν, νομίζω ότι παραπέμπει σε μια εντελώς ατομικιστική χρήση της γλώσσας. Ο χρήστης της, βέβαια, μπορεί να ισχυριστεί ότι αναμοχλεύει όλο το φάσμα της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της, επί της ουσίας όμως όλες αυτές οι λέξεις (αλλά και τα παραδοξολογήματα) δεν είναι τίποτε άλλο από γλωσσικά πυροτεχνήματα, που λάμπουν για λίγο κι έπειτα σβήνουν, μέχρι να βρεθεί από τον χρήστη τους κάτι άλλο κ.ο.κ. Αναρωτιέται κανείς πού αποβλέπει ο χρήστης τέτοιων λέξεων, πέραν της ατομικής του προβολής.

Μήπως στην επαναφορά στο σώμα της νέας ελληνικής γλώσσας λέξεων, που η χρήση τους έχει σταματήσει προ αιώνων; Μήπως στο γεγονός ότι τάχα η Νέα Ελληνική δεν έχει εκφραστικές δυνατότητες τέτοιες, δια των οποίων ο παραιτηθείς υφυπουργός να μπορεί να εκφράσει τις σκέψεις του;

Στο πρώτο ερώτημα την απάντηση την δίνει η ίδια η γλωσσική πραγματικότητα καθώς και οι αγώνες των λογοτεχνών να μιλήσουμε  οι Νεοέλληνες επιτέλους τη ζωντανή γλώσσα του λαού (παραπέμπω πρόχειρα στο «Διάλογο» για τη γλώσσα του εθνικού μας ποιητή Δ. Σολωμού).

Βεβαίως, τα λογοτεχνικά, ιστορικά, ποιητικά, ρητορικά και φιλοσοφικά έργα των αρχαίων Ελλήνων, όπως και τα έργα των Πατέρων και υμνογράφων της Εκκλησίας, αποτελούν μια τεράστια πνευματική και γλωσσική κληρονομιά, που αλίμονο  αν την ξεχάσουμε. Άλλο όμως αυτό και άλλο η γλώσσα μας η σημερινή,  άλλο πράγμα η συγχρονία και άλλο η διαχρονία της γλώσσας. Το να χρησιμοποιούμε, εν είδει πυροτεχνημάτων, κάποιες «περίεργες» λέξεις καμιά υπηρεσία δεν προσφέρει στη γλώσσα, παρά μόνο στην ατομική μας προβολή.

Αυτός που τις χρησιμοποιεί είναι σαν να λέει: «Κοιτάξτε με, τι λέξεις γνωρίζω που εσείς, αδαείς Συνέλληνες, αγνοείτε» ή «Προσέξτε πόσο αντικομφορμιστής κι επαναστάτης είμαι». Έτσι, τόσο η λεξιθηρία όσο και οι γλωσσικές ακροβασίες δεν φαίνεται να λειτουργούν με άλλο τρόπο, παρά μόνο σαν ένα χρυσοποίκιλτο ένδυμα που φοριέται επιδεικτικά, απλώς για να τραβήξει την προσοχή.

Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, την απάντηση τη δίνουν οι μεγάλοι Νεοέλληνες λογοτέχνες και μάστορες της γλώσσας: ο  Παλαμάς, ο Καζαντζάκης, ο Σικελιανός, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης κ.ά., των οποίων το έργο αναδεικνύει όλες τις τεράστιες εκφραστικές δυνατότητες της Νέας Ελληνικής.

Βεβαίως, σε μια Δημοκρατία, όπου υπάρχει ελευθερία του λόγου, κανείς δεν μπορεί να υποδείξει στον άλλο τον τρόπο με τον οποίο θα ομιλεί και πώς θα χρησιμοποιεί τη γλώσσα. Πάνω από όλα βρίσκεται το  «αυτεξούσιον»: ως αυτεξούσιος, δηλαδή  ελεύθερος, ο πολίτης κάνει και τις γλωσσικές επιλογές του. Έτσι, οι επιλογές μας δεν είναι κάτι έξω από εμάς. Είμαστε εμείς. Διότι, αν, όπως λέγει ο Έγελος, είμαι ελεύθερος όταν είμαι με τον εαυτό μου, τότε «επιλέγω» σημαίνει «είμαι με τον εαυτό μου, είμαι ο εαυτός μου».

Ωστόσο, οι επιλογές αυτές, όσο προσωπικές κι αν είναι, δεν είναι μετέωρες, δεν είναι ανεξάρτητες από την πραγματικότητα. Διαφορετικά μοιάζουμε με το ζωγράφο που βαστά το πινέλο, αλλά ζωγραφίζει στον αέρα. Έτσι, ό, τι πράττουμε ή λέμε βρίσκεται «σε σχέση», δεν είναι άσχετο με τα πράγματα. Αν, λοιπόν, οι επιλογές μας γίνονται μόνο για να δείξουμε ότι έχουμε την ελευθερία να επιλέγουμε και όχι σε σχέση με την πραγματικότητα, τότε δεν μπορεί παρά να είμαστε ο εαυτός μας αλλά στην πιο εγωτική του κατάσταση.

Που σημαίνει ότι πρωτίστως μας ενδιαφέρει το «Εγώ» και δευτερευόντως ή και καθόλου το «Εμείς», το οποίο έχουμε γραμμένο στα «μέζεά» μας, για να χρησιμοποιήσω την αγαπημένη λέξη του παραιτηθέντος υφυπουργού. (Σημειώνω εδώ ότι ο κ. Ζουράρις χρησιμοποίησε λανθασμένα τη λέξη «μέζεα», η οποία αφορά στα γεννητικά όργανα των ζώων και όχι των ανθρώπων, όπως διαβάζουμε στο Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης των Liddell και Scott, [τόμος 3ος, σ. 153]. Για τον άνθρωπο, αντίστοιχα,  χρησιμοποιείται η λ. «μήδεα»).

Η πολιτική είναι πολύ σοβαρή ενασχόληση, όπως μας έχουν διδάξει φιλόσοφοι του διαμετρήματος ενός  Πλάτωνος ή Αριστοτέλη. Μάλιστα ο δεύτερος έχει γράψει στα «Πολιτικά» του ότι είμαστε πολιτικά όντα, επειδή διαθέτουμε λόγο κι επομένως η ουσία της πολιτικής είναι λογική. Έτσι, όταν η πολιτική αντιμετωπίζεται με όρους ποδοσφαιρικούς και ο πολιτικός λόγος δεν κοινωνεί του «ξυνού λόγου» (Ηράκλειτος), αλλά λειτουργεί σαν ένα γυαλιστερό χρυσοποίκιλτο ένδυμα, τότε είναι βέβαιο ότι πολύ στραβά αρμενίζουμε.