Ο Λάζαρος ήταν πια πολύ γέρος. Είχαν μαζευτεί ασήκωτα στην πλάτη του τα χρόνια. Ήταν  ενενήντα εφτά ετών. Είχε μια κόρη παντρεμένη μακριά. Κι  ένα γιο αχαΐρευτο, που δεν τον βοηθούσε.

Κι ο Λάζαρος δυσκολευόταν ακόμη και μέσα στο σπίτι του να περπατήσει, να πάει, ας πούμε, στην τουαλέτα. Και εκείνο το απόγευμα ο Λάζαρος  ξεψυχούσε. Και στο ξεψύχημά του είδε ξαφνικά πάνω από το κεφάλι του τον άγγελο που ήρθε να πάρει την ψυχή του. Και δίπλα στον άγγελο, τον ίδιο τον Θεό που παρακολουθούσε την διαδικασία. Και ο Λάζαρος παραπονέθηκε.

– Αχ, Θεούλη μου, μη με πάρεις ακόμη… Έχω πολλές δουλειές να κάνω. Θα αφήσω πίσω μου, στον κόσμο αυτόν, πολλές εκκρεμότητες αν τώρα φύγω: οικογενειακές ανάγκες και προβλήματα που πρέπει να τακτοποιήσω. Μη με πάρεις ακόμη. Έχω και περιέργεια μεγάλη. Οι Αμερικανοί ετοιμάζουν διαστημόπλοια να πάνε στην σελήνη. Και μετά στον πλανήτη Άρη. Είναι και ο πόλεμος των Ρώσων με τους Ουκρανούς. Έχω περιέργεια πώς θα τελειώσει. Εδώ στην Ελλάδα ο Μητσοτάκης ετοιμάζει σημαντικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Οι Τούρκοι από την άλλη ετοιμάζουν πόλεμο εναντίον μας. Θέλουν να μας πάρουν τα νησιά του Αιγαίου.

Λένε ότι δικαιωματικά τους ανήκουν. Ανησυχώ, γιατί έχω κάποιους συγγενείς στην Ρόδο… Σε παρακαλώ, αν δεν γίνεται να ζήσω άλλο, άφησέ μου τουλάχιστον ένα παραθυράκι ανοιχτό όταν πεθάνω, να βλέπω εδώ κάτω, τον κόσμο αυτόν, τι γίνεται και πώς προοδεύει. Ή πώς ο πλανήτης καταστρέφεται από την άνοδο της θερμοκρασίας και το λιώσιμο των πάγων στους πόλους ή από τους πολέμους των ανθρώπων μεταξύ τους. Θέλω να βλέπω πώς εξελίσσεται ο πολιτισμός, η ζωή των ανθρώπων. Είναι και τα παιδιά και τα εγγόνια μου και οι άλλοι συγγενείς μου… Αυτά πώς να τα αφήσω;

Και ο Θεός του απάντησε.

– Μην είσαι ανόητος, Λάζαρε! Ενενήντα εφτά ετών τι δουλειές μπορείς πια να κάνεις; Εξάλλου εκεί που τώρα πας, στο αιώνιο και απέραντο σύμπαν, υπάρχουν πολλά πράγματα πολύ πιο ωραία, πολύ πιο ενδιαφέροντα από όσα γνώρισες και είδες εδώ στην μικρή αυτήν γη. Η εμπειρία σου βέβαια σ’ αυτήν μεγάλη.  Όσα  όμως έζησες εδώ θα τα ξεχάσεις. Εκεί θα σε συνεπάρουν η απεραντοσύνη, η αιωνιότητα, η ομορφιά, η δικαιοσύνη, η σοφία, η αγάπη… του καινούργιου περιβάλλοντος. Αγέραστος θα ζεις. Παρηγορήσου.

– Ευχαριστώ, Θεέ μου! είπε ο γερο-Λάζαρος.

Και με πρικύ αναστεναγμό εβγήκε η ψυχή του. Και με οδηγό τον άγγελο πέταξε στο καινούργιο περιβάλλον, όπου την υποδέχτηκαν χαρούμενα δισεκατομμύρια ψυχές ανθρώπων πάλαι τεθνεώτων. Αλλιώτικες εμπειρίες, καινούργια ενδιαφέροντα. Αμέσως ξεχάστηκε το παρελθόν. Εκεί ο Λάζαρος τώρα πια δεν το θυμάται. Ξεχάστηκαν και οι γήινες έγνοιες του όλες. Τα παλιά μίση του και οι παλιές του αγάπες. Tabula rasa έμεινε η ψυχή του. Και κάτι άλλο άρχισε. Δεν θα το έλεγε «ζωή». Όχι. Ήτανε κάτι άλλο, για το οποίο ανθρώπινη λέξη δεν υπάρχει. Το γήινο σώμα του – άχρηστο πια χωρίς την ψυχή – ετάφη για να λιώσει. Να ξαναγίνει χώμα. Στις 15 Αυγούστου (Κοίμησις της Θεοτόκου), μόνος στο σπίτι, ο Λάζαρος εκοιμήθη.