Μια φορά κι έναν καιρό που η έκφραση κλιματική αλλαγή ήταν πολύ στη μόδα, μια νεαρή φωτιά έστειλε την κόρη της βόλτα στο δάσος. Τη φόρτωσε μ’ ένα καλάθι παραγεμισμένο με καλούδια για τη γιαγιά της.
Τα πάντα είχε εκείνο το καλάθι, πευκοβελόνες, φλογιστήρες, γκαζάκια, μπουκαλάκια λογής λογής. Η Κοκκινοφωτίτσα -έτσι τη φώναζαν- ξεκίνησε χαρούμενη και ροδαλή να πετά από κλαδί σε κλαδί, από κουκουνάρι σε κουκουνάρι. Με τη βοήθεια του ανέμου έφτασε σ’ ένα ξέφωτο και κάθισε να ξαποστάσει.
Ρέμβαζε αμέριμνη τα φλεγόμενα πεύκα όταν ένα αλλόκοτο πλάσμα πετάχτηκε μπροστά της. Φορούσε μια περίεργη φωσφοριζέ στολή και κρατούσε μια μάνικα που εκτόξευε κατά πάνω της με μανία ένα διάφανο υγρό – να δεις πώς το λέγανε! Νερό! Της φάνηκε τόσο αστείο.
Άρχισε πάλι να τρέχει, γελώντας. Γρήγορα έφτασε στο σπιτάκι του δάσους. Βρήκε την πόρτα ανοιχτή, τον κήπο γεμάτο ξερόχορτα και τη γιαγιά της, τη μεγάλη φωτιά άφαντη. Πάνω στο τραπέζι της κουζίνας ήταν αφημένο ένα παλιό κινητό με τρία σύμβολα σαν ιερογλυφικά να αναβοσβήνουν στην οθόνη.
Αριθμούς τα αποκαλούσαν οι άνθρωποι κι ήταν μάλιστα πολύ περήφανοι για αυτά. Η Κοκκινοφωτίτσα ούτε που τα λογάριασε. Ήταν έτοιμη να φύγει από το έρημο σπίτι, άκουσε όμως θόρυβο στην κάμαρα. Χοροπήδησε προς τα κει, κι αυτό που αντίκρισε της έκοψε την ανάσα. Ένα τέρας ήταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Τα χέρια του, τεράστια με νύχια γαμψά προσπάθησαν να τη γραπώσουν.
Ποιος είσαι εσύ; Ούρλιαξε με δύναμη.
Ο μεγάλος θυμός, αποκρίθηκε το τέρας.
Η Κοκκινοφωτίτσα δεν φοβήθηκε. Ήξερε πως παρά την τρομερή του όψη ο θυμός λίγα μπορούσε να κάνει. Ήξερε επίσης ότι η φάρα της γεννούσε τέτοια τέρατα. Είχαν βαρύγδουπα ονόματα όπως, θυμός, αγωνία, οργή, φόβος, αλλά κρατούσαν ελάχιστα πριν εξανεμιστούν. Ύστερα όλοι τα ξεχνούσαν. Ούτε κανένας νοιαζόταν μήπως εμφανιστούν ξανά.
Σαν να μην υπήρξαν. Πάλεψαν για αρκετή ώρα, μέχρι που το σπιτάκι έγινε παρανάλωμα. Παρανάλωμα έγιναν και τα δέντρα γύρω του, και τα δέντρα μετά από αυτά, και τα άλλα δέντρα και όλα τα δέντρα. Η Κοκκινοφωτίτσα έκαψε τα πάντα στο διάβα της. Φουρκισμένη άφηνε πίσω της καπνούς και μαύρους σκελετούς δέντρων.
Κάποτε λαχάνιασε. Αναρωτιόταν πού να στραφεί για να αποτελειώσει το έργο της όταν είδε κάτι αναπάντεχα γυαλιστερό στον ορίζοντα. Έναν απέραντο γαλάζιο καθρέφτη.
Έμεινε να τον θαυμάζει. Είχε ακούσει πολλές φορές να μιλούν για αυτόν οι γριές φωτιές μα δεν περίμενε ότι θα ήταν τόσο όμορφος, πιο όμορφος από όλα τα δάση του κόσμου, πιο υπέροχος από ουρανό και γη μαζί! Στην επιφάνεια του καθρέφτη πετάριζαν σύννεφα, αστέρια, πουλιά και στο βάθος του κολυμπούσαν χρυσόψαρα, πεταλίδες και κοράλλια. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Μεμιάς ξεχύθηκε και βούτηξε στο θαύμα.
Το κρύσταλλο ράγισε.
Εκείνο που ποτέ δεν έμαθε η Κοκκινοφωτίτσα πριν σβήσει μέσα του, είναι πως δεν έφταιγε αυτή, πως τα παθήματα σπάνια γίνονται μαθήματα, πως έτσι κι αλλιώς δεν θα υπήρχε πια τίποτα όμορφο να καθρεφτίζεται στα νερά του.