Μια φορά κι έναν καιρό στο Μεγάλο Κάστρο…

Στην γωνιά του σημερινού 50 τετραγώνου άφησα το ποδήλατο…

Δυο βήματα έκανα κι άλλαξε όλο το σκηνικό. Ανακατεμένα τα τούρκικα με τα κρητικά έβγαζαν ακατανόητες φράσεις στη δική μου τη γλώσσα, όμως η μελωδία από τον ήχο των λέξεων και οι χειρονομίες των ανθρώπων  με γέμιζαν με μια αίσθηση πρωτόγνωρη, αλλιώτικη…

Πριν ξημερώσει μαζευόντουσαν στην πλατεία του Μεγάλου Σαντριβανιού. Δουλειές με τις φούντες από τα χαράματα. Να στηθούν πάγκοι, να ΄ρθει η νέα πραμάτεια, να φτιαχτεί το πρωινό χιαλέπι. Παραμονή Χριστουγέννων ήτανε  και το ψιλόβροχο δεν έλεγε να σταματήσει. Γέμιζε λάσπη ο τόπος και τα μικρομάγαζα δεν προλάβαιναν να βγάζουν έξω τα νερά της προηγούμενη βραδιάς. Φως καλά καλά δεν υπήρχε ήταν όμως τόση η κίνηση που το ένοιωθες πως κάτι διαφορετικό είχε τούτο το πρωινό!

Μια φράση ξεχώριζε πρωί πρωί «Χιαλέπ Καϋνάρ» από τα χείλη του Νουρή που πουλούσε το πιο νόστιμο χιαλέπι στο Μεγάλο Κάστρο. Ένα ποτηράκι πήρα κι ένα χαμόγελο πλατύ που άφησε να φανούν τα χαλασμένα δόντια του Νουρή, που ‘βγάλε με μιας το κατάλευκο σαρίκι του να με καλημερίσει και να το δέσει πιο καλά γιατί από τη βιάση του είχε κάνει μόνο δυο στροφές πάνω στην κεφαλή του και του ΄πέφτε συνέχεια. Πάνω στον νταμπλά  του Χιαμίν   τα κουλούρια με το μπόλικο σουσάμι και βουτηγμένα στη ζάχαρη είχαν βρει τη θέση τους και δίνοντας του μια πεντάρα γεύτηκα τούτη τη μαλακή ζύμη βουτώντας  την προσεκτικά μέσα στο χιαλέπι μου να νοιώσω τη γλυκασιά.

Άρχιζε να μυρίζει ο τόπος ψημένο φύλλο κρούστας και μυζήθρα από το μπογατσατζίδικο του Μπραϊμάκη που΄ταν στην άλλη γωνιά. Κι έφτιαχνε μπροστά μπροστά τα κιούπια του με τον Αχιουρέ με το ρόγδι και το μουχαλεμπί και σαν πλησίασα μου ψιθύρισε στ΄ αυτί.

«Να΄ρθεις απόγιομα, σαν φύγει ο ήλιος, να σου κρατήσω κείνη την μπουγάτσα που κανένας άλλος δεν ξέρει να την κάμει σωστά, με καλοκομμένο αρνίσιο κιμά και παχύ φύλλο. Αύριο Χριστούγεννα για  σας τους Χριστιανούς, μεγάλη η γιορτή σας, κι είναι το έθιμο παλιό, απ τον παππού μου, το ΄βρα.  Να την κρατάς στη φαμίλια σου…»

«Μα την Πρωτοχρονιά θαρρώ πως είναι το έθιμο τούτο πιο ταιριαστό.» Κι εκείνος με μια κίνηση του χεριού  και με λόγια που δεν σήκωναν αντίρρηση, με αποστόμωσε. «Για εκείνους  που δε γατέχουν. Τα Χριστούγεννα φτιάχνεται η πιο νόστιμη μπουγάτσα όλου του χρόνου με λογιών λογιώ πράματα στη γέμιση».

Τον ευχαρίστησα και προχώρησα να καλημερίσω και όλους τους υπολοίπους της πιο παράξενης γειτονιάς της πόλης. Ο Γκιαουρόγιαννης  έφτιαχνε τις βρούβες μπροστά  από τη μεγάλη μαρμάρινη γούβα που΄χε τη γοργόνα και την τρίαινα . Κάτι σκεφτότανε γιατί το βλέμμα και το πονηρό χαμόγελο του δείχνανε πως ετοιμαζότανε να τα βάλει με κάποιον περαστικό.  Σήμερα παραμονή, ακόμα κι η κοντόχοντρη Τουρκοπούλα,η Ζεϊνέπη, είχε κατηφορίσει στο Μεγάλο Σαντριβάνι  να πουλήσει τα χωνάκια της με κούμαρα, σπόρους κουκουναριού  και φιστίκια. Σήμερα ήξερε πως όλοι οι νοικοκυραίοι, οι Καστρινοί, θα κατέβαιναν στην πλατεία να πάρουνε όλα τα χρειαζούμενα  για την μεγάλη τους γιορτή. Κι απέναντι σε ύφος λίγο περιφρονητικό κάθισε  η Χανούμη Αμπλά Ούμπλα  που με βροντερή φωνή άρχισε κι εκείνη να διαλαλεί  τα κούμαρα, τα φυστικιά και προσποδιές της, μιας και σήμερα θα΄χε  ανταγωνίστρια στις πωλήσεις της.

Είχε ξημερώσει πια για τα καλά και η αγριοφωνάρα του Χασάν Αγά με τα ονομαστά καμίχια του, τα μακρουλά, χρωματιστά σαν χοντρά μακαρόνια θαυμαστά στη γεύση ζαχαρωτά του,  ξεσήκωνε τον κόσμο. Κι απέναντι ακριβώς από το Σαντριβάνι ο μικρός Τούρκικος Καφενές ετοιμαζότανε να υποδεχτεί όλους τους αγάδες που έπιναν τον καφέ και τον ναργιλέ τους ταχιά ταχιά πριν ξεκινήσουν τις δουλειές τους. Ποτέ δεν είχαν εμποδίσει τους  Χριστιανούς να γιορτάσουν τη γέννηση του δικού τους Θεού, αντιθέτως,  ακλουθούσαν και αυτοί κάποια από τα έθιμα, όσα τους αρέσανε. Ήδη φανήκανε από τη γωνιά του Μεϊντανιού ο Μουσταφάς ο μεσίτης, ο Ασάν αγάς ο μπακάλης, ο Αχμέτης ο μπαρμπέρης κι ο Περτέφης ο κουγιουμτζής να κατηφορίζουνε με τις συνοδείες τους για εκείνον τον μερακλίδικο καφέ από τον Νουρή, άλλος αυτός, διαφορετικός από Χαλεπιατζή, που ΄χε τη φήμη του καλύτερου καφετζή του Κάστρου. Και σαν γέμισε ο καφενές, μια θέση είχε μείνει μόνο αδειανή που περίμενε τον συνηθισμένο και μόνιμο πελάτη της.

Το γουργουρητό από τους ναργιλέδες ακουγότανε ίσαμε την Πλατεία κι οι κουβέντες ήταν λιγοστές τούτη την ώρα. Ώσπου φάνηκε στη δημοσιά ο Σαμή Μπέης, ο μεγαλέμπορας του Κάστρου που του΄χαν όλοι σέβας πολύ. Ψηλός, έσκυβε για να μπει από την πόρτα του Καφενέ, παχύς πολύ και ροδοκόκκινος μα πάντα καλοντυμένος. Ξεχώριζε από όλους γιατί τα ρούχα του ήταν μόνο ευρωπαϊκά  και είχε σπουδάσει στην Πόλη. Ακόμη ήταν ο πιο κουβαρντάς απ΄όλους τους μπέηδες κι επειδή κανένας τους δεν ήξερε γράμματα, τα πιο πολλά πρωινά, σαν έφτανε βαπόρι έξω απ το λιμάνι από τον Πειραιά κι έφερνε εφημερίδες, εκείνος τους διάβαζε τα νέα να μάθουνε τη συνέβαινε στον υπόλοιπο κόσμο.

«Μερ χαμπά» έλεγε σε όλους κι εκείνοι του απαντούσαν με μεγάλο σεβασμό τη δική τους καλημέρα…

Κι όπως έβλεπα ένα τσούρμο μικρών παιδιών να φωνάζουν,  να τρέχουν, και να διαλαλούν για το «Παράρτημα» που μόλις είχε βγει από  το τηλεγραφείο με τα νέα της εβδομάδας, σαν άγρια άλογα που ‘ χαν ξεχυθεί στο πλακόστρωτο βρέθηκα μπροστά στο περίπτερο με τον χαμογελαστό Ζαχάρη να μου δίνει τις δικές μου πρωινές εφημερίδες και σάστισα.

«Καλημέρα και Χρόνια πολλά», μου ευχήθηκε κι εγώ τον κοίταξα παράξενα. Κοίταξα και γύρω μου κι είδα πως δεν υπήρχε κανείς. Μόνο απέναντι τα μικρά και τα μεγάλα γλυκοπωλεία- καφέ  της πόλης άνοιγαν και τακτοποιούσανε τα τραπέζια και τις καρέκλες τους. Το Μεγάλο Σαντριβάνι, μόνο του, έτρεχε πάντα γάργαρο το νερό α πό τα στόματα των Λιονταριών κι όλη εκείνη η προηγούμενη φασαρία, ο πρωινός σαματάς, είχε …εξαφανιστεί!

Καλημέρισα κι εγώ δυνατά τον εφημεριδοπώλη, του ευχήθηκα και τα Χρόνια μου πολλά για τα Χριστούγεννα κι έφυγα να πάρω το ποδήλατο μου…

Κοίταξα για μια ακόμη φορά ίσαμε την πλατεία των Καλλεργών. Μόνο αυτοκίνητα που ξεφόρτωναν, δυο τρία σκυλιά που ψάχνανε απομεινάρια τροφής και ένας οδοκαθαριστής είχε ξεκινήσει να μαζεύει τα νυχτερινά  «απόνερα». Ανηφορίζοντας μύρισα ξανά την κανέλα, την μυζήθρα, την κρέμα και το φύλλο από τα μπουγατσατζίδικα των Λιονταριών.

Χριστούγεννα, σκέφτηκα, μήπως να ξαναθυμόμασταν τούτο το έθιμο με λογής λογής γέμιση και ας το ξαναγευόμασταν με τη συνηθισμένη συνταγή την Πρωτοχρονιά;

Τούτες οι θύμησες από το παλιό Κάστρο δεν φεύγουν ποτέ, ούτε οι μυρωδιές…

Πηγές:

Από όσα θυμούμαι το Παλιό Κάστρο, Μανόλης Δερμιτζάκης, εκδ. Δοκιμάκης Νέα Χρονικά,

*Με το ποδήλατό μου, στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, Ελένη Μπετεινάκη, 2017