Του Γιάννη Τσερεβελάκη

Δανείζομαι τον τίτλο από το ομώνυμο έργο του μεγάλου Ρεθύμνιου συγγραφέα Παντελή Πρεβελάκη, που αναφέρεται στην επανάσταση του 1866-1869. Η λέξη «παντέρμη» σημαίνει «παντελώς έρημη», «καημένη», «δυστυχισμένη», «δύσμοιρη». Ωστόσο, στην κρητική διάλεκτο έχει κι άλλες σημασίες. Όταν π. χ. ο Κρητικός λέει «ε, τα παντέρμα νιάτα!», εννοεί τα ωραία νιάτα που χάθηκαν. Το ίδιο κι όταν λέει «ε, τσι παντέρμους χρόνους!». Λέει όμως ακόμη και τη φράση: «Σφάλιξε εδά μπλιο την παντέρμη σου μπούκα!», εννοώντας το φλύαρο στόμα. Επομένως, η λ. έχει πολλές σημασίες, θετικές και αρνητικές. Χρησιμοποιώ τη λ. με την αρνητική της σημασία, δηλαδή «καημένη», «δυστυχισμένη».

Γιατί, όμως, είναι παντέρμη η Κρήτη; Όταν χρησιμοποιούσε τη λ. ο Πρεβελάκης, είχε στο νου του αφενός το γεγονός ότι η Κρήτη πολεμούσε μόνη της εναντίον δυνάμεων κατά πολύ ανώτερων και, αφετέρου, ότι ένα νησί με τόσες ομορφιές, που θα μπορούσε να ζει ειρηνικά, τώρα είναι βυθισμένο στη δίνη ενός καταστροφικού πολέμου. Έτσι η λέξη λάβαινε και μια σχεδόν χαϊδευτική σημασία, μια έννοια συμπόνιας και αγάπης για την Κρήτη που μάχεται και πονά δίχως βοήθεια. Ίσως ακόμη ο συγγραφέας να είχε στο νου του τη σκληρή μοίρα του νησιού, που για εκατοντάδες χρόνια ήταν υποδουλωμένο πρώτα στους Ενετούς κι ύστερα στους Τούρκους. Όντως, λοιπόν, με μια λέξη καθαρά κρητική ο Πρεβελάκης περιέγραφε κατά τον καλύτερο τρόπο, τόσο διαχρονικά όσο και συγχρονικά, τα βάσανα του νησιού.

Ίσως, όμως, διερωτηθεί ο αναγνώστης- και δικαίως:

– Πράγματι, η λέξη ανταποκρινόταν κάποτε στην κατάσταση της Κρήτης.  Σήμερα, όμως, ποιος ο λόγος να χρησιμοποιηθεί; Η Κρήτη δεν έχει πόλεμο, οι κάτοικοί της ζουν ειρηνικά, υπάρχει δημοκρατία, το νησί έχει αναπτυχθεί. Κι ακόμη: Το όνομά της είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο, εκατομμύρια άνθρωποι την επισκέπτονται κάθε χρόνο, για να γνωρίσουν τις ομορφιές της, τις αρχαιότητες και τα μνημεία της, να γευτούν τα φαγητά και να χαρούν τις θάλασσές της. Γιατί, λοιπόν, να την πούμε «παντέρμη» και να μη χρησιμοποιήσουμε άλλες λέξεις, από αυτές που χρησιμοποιούνται στερεοτυπικά για το νησί και που μας κολακεύουν;  Εννοώ λέξεις, όπως «λεβεντογέννα», «νησί των γενναίων», «θεριό που κείτονταν στη θάλασσα», «κλειδί του παραδείσου» κ.ά.

Αυτά θα έλεγε ο υποθετικός αναγνώστης, προς τον οποίο οφείλουμε μια απάντηση.

Ναι, είναι «παντέρμη»  η σημερινή Κρήτη, με τη σημασία της «δύστυχης», της «βαριόμοιρης», της «κακομοίρας». Είναι «παντέρμη», γιατί έτσι το θέλουν κάποιοι, που ασχημαίνουν και σπιλώνουν την εικόνα της, που ατιμάζουν το όνομά της, που εξευτελίζουν καθετί το μεγάλο και  ωραίο διαθέτει το ευλογημένο νησί μας. Ποια είναι η εικόνα του Κρητικού σήμερα, αυτή που γεμίζει τις οθόνες της τηλεόρασης; Είναι ο γενειοφόρος με το μαντήλι και  τη μαγκούρα, αυτός που πουλά «καπετανιλίκι», φορώντας μαύρο πουκάμισο και μάλιστα ανοιχτό, για να φαίνεται ο χρυσός σταυρός στο στήθος. Στην Κρήτη του σήμερα λογιζεσαι για Κρητικός και παλικάρι, μόνο όταν έχεις πιστόλι και καλάσνικωφ, όταν πίνεις ρακές από τα δέκα σου χρόνια, όταν κατεβάζεις μονορούφι τις κούπες με το κρασί, όταν οδηγείς το 4Χ4 μεθυσμένος  και όταν δεν σέβεσαι τους κανόνες οδικής συμπεριφοράς. Και να ήταν μόνο αυτά!  Τι να πούμε για την καλλιέργεια της ινδικής κάνναβης, για τις βίαιες συμπεριφορές για «ψύλλου πήδημα», για τις μπαλωθιές, για τη ζωοκλοπή και εσχάτως για τις απαγωγές, προκειμένου να εισπραχθούν λύτρα; Μ’  όλα αυτά, ποια εικόνα για την Κρήτη και τους Κρητικούς σχηματίζει ο  εκτός Κρήτης; Προφανώς, την εικόνα του ψευτοκαπετάνιου, αυτού που «δι’  ασήμαντον αφρμήν» τραβά το πιστόλι ή σηκώνει τη μαγκούρα. Έτσι μας βλέπουν οι άλλοι κι εμείς δυστυχώς αρεσκόμαστε σ’ αυτή την εικόνα, αντί να ντρεπόμαστε. Θυμάμαι, είχα βρεθεί παλαιότερα σε ένα κυκλαδίτικο νησί και κάποιος εκεί μου είπε επί λέξει: «Εσείς εκεί στην Κρήτη δεν έχετε νόμους!». Άντε τώρα να του αλλάξεις γνώμη!

Ποιος φταίει για όλα αυτά; Θα δανειστώ εδώ ένα σημείο από τη δήλωση του βουλευτή Ηρακλείου Σπύρου Δανέλλη, δήλωση που έκαμε κατά την απελευθέρωση από την αστυνομία του Μιχάλη Λεμπιδάκη: «Η ανοχή στην ανομία και παραβατικότητα πολύ εύκολα εκτρέπει στην εγκληματικότητα. Η παραδοσιακή πολιτική προστασία και η ανεκτικότητα των Αρχών (Δικαιοσύνης και Αστυνομίας) λόγω εθιμικού δικαίου κλιμάκωσαν το πρόβλημα». Φταίνε, λοιπόν, πρώτα-πρώτα οι Αρχές, που όχι μόνο ανέχονται τις παραβατικές συμπεριφορές, αλλά και προστατεύουν εκείνους που τις εκδηλώνουν. Ας σκεφτούμε μόνο πόσοι πολιτικοί  ολοφάνερα όχι μόνο ανέχονται αλλά και επιζητούν τις μπαλωθιές. Από εκεί και πέρα οι ευθύνες κλιμακώνονται και αφορούν την Εκκλησία, την παιδεία, την οικογένεια, κυρίως την τελευταία. Τι να σου κάμει το παιδί, όταν ο γονιός θεωρεί πως πρέπει από μικρό να πίνει ρακή, να οδηγεί αυτοκίνητο δίχως δίπλωμα και να έχει πιστόλι;

Κι όμως η Κρήτη δεν είναι αυτή. Αυτή είναι η εικόνα που φαίνεται. Κι όποιος αυτήν κοιτάζει, είναι σαν να βλέπει την Κρήτη μέσα από παραμορφωτικό φακό. Διότι η Κρήτη είναι άλλα πολλά και σημαντικά πράγματα. Είναι η ιστορία και ο διαχρονικά σημαντικός πολιτισμός της, είναι τα μνημεία της, είναι οι μοναδικές ομορφιές της, είναι το σπουδαίο Πανεπιστήμιό της, είναι το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας, είναι τα προϊόντα της, είναι η φιλοξενία της, είναι οι ανοιχτόκαρδοι κάτοικοί της. Ο Κρητικός υπήρξε πάντοτε μαχητικός, γενναιόφρων, φιλόξενος, κάλος πατριώτης (έστω και με μια δόση τοπικισμού), ανθρωπιστής. Το ζορμπαλίκι και το καπετανιλίκι υπήρχε σε περιόδους επαναστάσεων και γενικά ταραχών και ανομίας, αλλά μέχρι εκεί. Σήμερα τέτοιες συμπεριφορές πρέπει να θεωρούνται παρωχημένες, επειδή χαρακτηρίζουν κοινωνίες χωρίς δίκαιο, χωρίς θεσμούς, χωρίς αρχές. Σε κοινωνίες ευνομούμενες το δίκαιο του ισχυρού, δηλαδή ο νόμος της ζούγκλας, δεν πρέπει να ισχύει και τέτοιες συμπεριφορές δεν έχουν θέση.

Ας σκεφτούμε, ως αληθινοί Κρητικοί, ότι στην Κρήτη έχουν γεννηθεί σπουδαίοι άνθρωποι, που δόξασαν το νησί μας και το έκαμαν ξακουστό στα πέρατα της γης. Άνθρωποι σαν τον Θεοτοκόπουλο, τον Μιχαήλ Δαμασκηνό, τον Θεοφάνη, τον Βιτσέντζο Κορνάρο, τον Χορτάτζη, τον Δασκαλογιάννη, τον ηγούμενο Γαβριήλ, τον Χατζημιχάλη Γιάνναρη, τον καπετάν Μιχάλη Κόρακα, τον Ξωπατέρα, τον Βενιζέλο, τον Καζαντζάκη, τον Πρεβελάκη, τον Ξανθουδίδη, τον Τωμαδάκη, τον αρχιεπίσκπο Ευγένιο (Ψαλιδάκη), τον Σταυρινίδη, τον Σπανάκη, τον Αλεξίου και πολλοί άλλοι, πρέπει να θεωρούνται και να είναι τα πρότυπα του σύγχρονου Κρητικού, αν θέλουμε το νησί μας να προκόψει όχι μόνο οικονομικά μα και πολιτισμικά. Η αγριότητα και το ζορμπαλίκι ανήκουν στο παρελθόν κι εκεί πρέπει να μείνουν. Ας ψάξουμε κι ας βρούμε, λοιπόν, την αληθινή ταυτότητα του Κρητικού, όπως την ενσάρκωσαν  αυτά τα μεγάλα αναστήματα που γέννησε η Κρήτη.