Αν ήταν – δεν θα ήταν – εκατόν πενήντα μέτρα από το σπίτι μου, εκεί πάνω στην Πλαστήρα, ακριβώς κάτω από το Μαρτινέγκο. Η πύλη της στοάς Μακάσι ήταν μεγάλη, θεόρατη, δυσανάλογη με το ύψος μου. Ποτέ δεν την πλησίαζα.
Τότε, όλα τα παιδιά παίζαμε παντού, στους δρόμους, τα σοκάκια, τα μπεντένια, τις πλατείες. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα κι αν υπήρχαν, θα περνούσαν ολημερίς ένα-δυο και θα γίνονταν πανηγύρια και τρεξίματα για το ποιος θα τα ξεπεράσει. Ήταν ένα απέραντο παιδικό βασίλειο, που ποτέ δεν ησύχαζε από φωνές παιδιών, μπάλες, ρουλεμάν κι εκνευρισμένους γείτονες. Τα ενετικά τείχη ήταν όρια αληθινών πολέμων, πετροπόλεμων.
Καμιά φορά γίνονταν επικίνδυνοι καθώς τα ξύλα των οικοδομών μετατρέπονταν σε σπαθιά κι άλλα από δαύτα, μαζί με τα λάστιχα της μιας δεκάρας, μεταμορφωνόταν σε σφεντόνες που αγκάλιαζαν σφιχτά τις μυτερές πέτρες. Ετούτες, ως αληθινές κι ανόητες σφαίρες, ταξίδευαν τη φαντασία μας εναντίον των εχθρών που περνούσαν τα σύνορά μας.
Καταμεσής της Χούντας τότε, ήμουν περίπου έξι ετών όταν πρωτόδα τη στοά Μακάσι μπροστά μου. Γιγάντια πύλη, σχεδόν ανοικτή, με κάτι κοντά σάπια ξύλα πεταμένα μπροστά της για δήθεν εμπόδιο στην είσοδό της. Πεταμένη κι αυτή λες σ’ έναν άγνωστο κι αόριστο χρόνο. Μόνο τα πρώτα είκοσι μέτρα όπου έμπαινε το φως της μέρας μπορούσες να δεις, μετά μόνο η φαντασία σου σε ταξίδευε μέσα της. Κοιτώντας την, ήταν σαν να σε καλούσε, σαν να σου έταζε.
Όμως ένιωθες ότι κάθε τάξιμό της ήταν κι αυτό αόριστο, όπως το βαθύ σκοτάδι της. Φοβόμουν κι εγώ και οι υπόλοιποι καθότι μερικοί λέγαν ότι κάποιες μέρες ή νύχτες, οι περαστικοί είχαν δει στο βάθος της ανθρώπους να περπατούν.
Ακόμη λέγαν ότι δυο-τρεις δικοί μας, μεγαλύτεροι, είχαν μπει μέσα της με ξύλα αλειμμένα με πίσσα κι αναμμένα. Οι υπόλοιποι μετά, τους δείχναν με το δάκτυλο ως ατρόμητους και τους σέβονταν. Κανείς όμως ποτέ δεν είχε πει ότι είχε φτάσει στο τέρμα της.
Το 1976 περίπου, αν θυμάμαι καλά, η τότε μεταπολιτευτική κυβέρνηση μάζεψε κόσμο για να τιμήσουν ανθρώπους, που απ’ ό,τι έμαθα μετά, είχαν φυλακιστεί εκεί μέσα στην Κατοχή από τους Ναζί και δεν είχαν αίσιο τέλος. Τότε, μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο που περπάτησε μέσα της με υποτυπώδη φωτισμό, περπάτησα κι εγώ. Θυμάμαι την υγρασία της πέτρας, τη μυρωδιά του χώματος και της κλεισούρας.
Φτάσαμε στο τέρμα. Εκεί, ψηλά στην οροφή, μιας κι ήταν μέρα, είδα μια φωτεινή τρύπα που έβγαινε στο γήπεδο του Εργοτέλη. Λογικά για να φτάσουμε στο τέρμα της στοάς, θα έπρεπε να περπατήσαμε κάτω από το Μαρτινέγκο και τον τάφο του Καζαντζάκη.
Τώρα, περίπου σαράντα πέντε χρόνια μετά, ξαναπήγα. Ήταν ένας υπέροχος εκθεσιακός χώρος, που φιλοξενούσε μια αξιόλογη έκθεση. Στην είσοδο, στον πρώτο χώρο, ήταν γραμμένα σε όρθιες στήλες όλα τα ονόματα εκείνων των ανθρώπων που χάθηκαν. Μετά, η έκθεση.
Για μια στιγμή άδειασε ο χώρος, ένα σχολείο μικρών παιδιών που κάναν μάθημα για τις φωτογραφίες με τους πρόσφυγες, μόλις είχε φύγει. Έμεινα μόνος με τα εκθέματα και τις αναμνήσεις μου εκεί που από παιδί φοβόμουν, στο βάθος της Μακάσι. Πήγε να ξανάρθει ένα μικρό σφίξιμο όπως κάποτε
. Μα, κάποια συναισθήματα άλλων ανθρώπων που φυλακίστηκαν εκεί, πρόλαβαν και δεν το άφησαν. Κοίταξα τον τοίχο πίσω από τις υπέροχες φωτογραφίες. “Αυτόν θα έβλεπαν εκείνοι οι φυλακισμένοι άνθρωποι” σκέφτηκα. Στο βάθος της Μακάσι άκουσα έναν θόρυβο.
Γύρισα και σαν να είδα κάποιον να περπατά και να χάνεται στο βάθος της. “Τεχνίτης θα είναι” σκέφτηκα. Κοίταξα τη στοά λίγο ακόμα μαζί με τα εκθέματα. Περπάτησα ήσυχα και βγήκα έξω στο φως. Κοιτώντας τον γαλάζιο ουρανό, κατάλαβα ότι δεν υπάρχει πλέον λόγος να φοβάμαι τη Μακάσι και το σκοτάδι της γιατί πια την ακουμπά και τη φωτίζει το χάδι της ιστορίας και το μέλλον ενός πολιτισμού που την εκφράζει.