Μετά τη διεκπεραίωση των διαδικασιών των γενικών εξετάσεων (ΓΕ) και καθώς αναμένονται οι βαθμολογίες, πιεσμένη από το χρέος της φιλολόγου, που (παρά το βάρος πολλαπλών ρόλων συχνά αλληλοσυγκρουόμενων) δίδαξα επί πολλά χρόνια στους νέους με πάθος την πολλαπλώς κινδυνεύουσα σήμερα Ελληνική Γλώσσα, θα καταθέσω κάποιες σκέψεις μου για τα θέματα των εξετάσεων στο μάθημα αυτό, στο οποίο, για να κτίζεται η εξειδίκευση πάνω στην γενική γνώση, εξετάζονται οι υποψήφιοι όλων των κατευθύνσεων του Γενικού Λυκείου. Και αυτό βέβαια δημιουργεί και εξάπτει πολλούς προβληματισμούς.
Εφέτος το μάθημα αυτό εξετάστηκε με το νέο σύστημα, με το οποίο προστέθηκε η Λογοτεχνία και οι ασκήσεις επί των κειμένων τέθηκαν διαφορετικά. Επίσης, τα προς μελέτη κείμενα ήταν τρία αντί του ενός ως και πέρυσι, ενώ ο χρόνος, το τρίωρο, δεν αυξήθηκε.
Για τις μεγαλύτερες απαιτήσεις των ασκήσεων και για την προετοιμασία της Λογοτεχνίας οι υποψήφιοι δεν πρόλαβαν να προετοιμαστούν επαρκώς, αφού λόγω της πανδημίας, χάθηκαν 3,5 μήνες διδασκαλίας (ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, όπου λειτούργησε, δεν ήταν δυνατόν να αποκαταστήσει τη ζωντανή διδασκαλία). Και βέβαια οι συνθήκες έξω από την οικογένεια και μέσα σε αυτήν, όπως και μέσα στην ψυχή μας, δεν ήταν οι κατάλληλες για μία σωστή προετοιμασία.
Οι υποψήφιοι έμαθαν τα νέα απαιτούμενα και ξεκίνησαν να ασκούνται από το Σεπτέμβριο του 2019, αφού το Υπουργείο Παιδείας πήρε τις σχετικές τελικές αποφάσεις ένα μήνα πριν, τον Αύγουστο του 2019. Πέντε μήνες μετά τα σχολεία έκλεισαν και κανείς δεν γνώριζε τις εξελίξεις, τις οποίες όμως το καθημερινό κομβόι των φερέτρων στην τηλεόραση έδειχνε δυσοίωνες. Το παγκόσμιο, το εθνικό και το οικογενειακό κλίμα της αβεβαιότητας και του πανικού οδηγούσε περισσότερο στην καταθλιπτική αδράνεια και παραίτηση, παρά στην αισιόδοξη αγωνιστικότητα.
Σίγουρα το άγχος είναι μεγαλύτερο την πρώτη μέρα και γι’ αυτό εξετάζονται στο μάθημα της Γλώσσας, από τότε που οι υποψήφιοι είχαν να γράψουν μόνο μία έκθεση ιδεών.
Βλέποντας τα θέματα τις Γλώσσας εφέτος, θεώρησα πως οι υποψήφιοι ήταν φυσικό να αιφνιδιαστούν και να φοβηθούν, καθώς είδαν τα τρία διαφορετικού είδους και ύφους κείμενα (ένα δοκίμιο, ένα άρθρο και ένα ποίημα), που έπρεπε να κατανοήσουν πλήρως, να απαντήσουν στις επ’αυτών ασκήσεις, οι οποίες απαιτούσαν σε βάθος γνώση, κριτική σκέψη και εμπειρία. Έπρεπε, επίσης, να παραγάγουν δύο δικά τους κείμενα, το ένα της Έκθεσης και το άλλο της Λογοτεχνίας. Όλα αυτά μέσα στις τρεις ώρες, στις οποίες έως το 2019 έγραφαν την περίληψη και τις απαντήσεις στις ασκήσεις επί ενός κειμένου και την καθιερωμένη έκθεση.
Αιφνιδιάστηκαν,επίσης, οι περισσότεροι υποψήφιοι αντικρύζοντας ένα θέμα Έκθεσης και Λογοτεχνίας καθαρά φιλολογικό, άσχετο με τη δική τους καθημερινότητα. Αλήθεια ποιες εμπειρίες έχει η πλειονότητα των παιδιών από την ποίηση; Πόσο έχει διαβάσει η γενιά της εικόνας, της οθόνης, του ηλεκτρονικού υπολογιστή Λογοτεχνία και κυρίως Ποίηση;
Μήπως βλέπουν ότι η μόρφωση, το διάβασμα, η επαφή με την Τέχνη είναι ζητούμενα στην κοινωνία μας, σε όλους εμάς; Δεν βλέπουν πως οι λίγοι που ασχολούνται με αυτά θεωρούνται γραφικοί στην κοινωνία της κατανάλωσης, της υποτίμησης κάθε πνευματικής και ηθικής αξίας, του αθέμιτου ανταγωνισμού, της επικράτησης των νόμων της ζούγκλας;
Το θέμα ζητούσε τις εμπειρίες των υποψηφίων από την ανάγνωση των βιβλίων, από τα οποία καθημερινά τους απομακρύνει το κινητό τους, που τους εθίζει στη σιωπή και τον τυποποιημένο συνθηματικό λόγο και καθιστά τη ″γλωσσική πενία‶ καθημερινά μεγαλύτερο πρόβλημα.
Τα ζητούσε από τα παιδιά, που από την μικρή τους ηλικία τρέχουν όλη την ημέρα από φροντιστήριο σε φροντιστήριο για να μάθουν ξένες γλώσσες, να συμπληρώσουν τα κενά του σχολείου και να αποκτήσουν εφόδια. Όχι, για να μορφωθούν ή να αναπτύξουν σφαιρικά την προσωπικότητά τους αλλά ως επί το πλείστον για να αποκατασταθούν επαγγελματικά. Είναι μια γενιά που δεν έχει χρόνο ούτε και κίνητρο, για να αναζητήσει στη Λογοτεχνία την υψηλή αισθητική συγκίνηση, την ομορφιά και την απάντηση στις αγωνίες της, όπως έκανε η δική μας γενιά ψάχνοντας τη φυγή από την οικονομική αθλιότητα.
Το φετινό θέμα ήταν παρμένο από τις εμπειρίες των υποψηφίων αλλά ″κατ’ ευφημισμόν‶, καθώς δε φτάνουν βέβαια οι λίγες ώρες των μαθημάτων των Νέων Ελληνικών στα σχολεία, για να βιώσουν τους θησαυρούς της Ποίησης τα παιδιά.
Έτσι, είναι αλήθεια πως όταν διάβασα τα θέματα, φαντάστηκα τους υποψηφίους να προσπαθούν να προλάβουν να θυμηθούν τον τρόπο δουλειάς, που δεν πρόλαβαν να αφομοιώσουν, για τις ασκήσεις, να φέρουν στο νου τους και να συνδυάσουν μεταξύ τους όσα είχαν μάθει στην Α΄ και Β΄ Λυκείου για τις τρεις σχετικές έννοιες: την τέχνη, το βιβλίο και τον ελεύθερο χρόνο, ασυνήθιστοι σε τέτοια ζητούμενα και σε παρόμοιους τρόπους εργασίας.
Και κάποιους να προσπαθούν μάταια να ανακαλέσουν τις χαρές που τους έχει δώσει η Ποίηση μέσα στα σχολεία του άγχους, από τα οποία σχεδόν απουσιάζουν εντελώς οι ποιητικές ημερίδες και οι πολιτιστικές εκδηλώσεις και μέσα στις κοινωνίες, από τις οποίες είναι περιττή ή, το χειρότερο, εξόριστη η Τέχνη της Απαγγελίας και της Ανάγνωσης. Πολλά παιδιά είπαν πως δεν πρόλαβαν να ξαναδιαβάσουν όσα έγραψαν ή ότι μέσα στην κούραση και στην σύγχυσή τους έγραψαν για το άρθρο το σύνηθες τέλος της ομιλίας. «Ευχαριστώ για την προσοχή σας».
Πολλές σκέψεις αναδύθηκαν από μέσα μου αυτές τις ημέρες. Μία από αυτές ήταν αν θα μπορούσαν να αναβληθούν για του χρόνου όλες αυτές οι αλλαγές λόγω της πανδημίας. Αναδύθηκαν και παλιές σκέψεις, τις οποίες δημιουργεί κάθε χρόνο η αγάπη και η αγωνία μου για τη Γλώσσα μας, ο πόνος γιατί μόνο τέτοιες μέρες ενδιαφέρει τον κόσμο η εκπαίδευση, σαν να είναι αυτοσκοπός της οι Γενικές Εξετάσεις και όχι η δημιουργία μίας πλήρους και ισορροπημένης προσωπικότητας των νέων. Επίσης, η αγάπη και η αγωνία για τους νέους μας εκείνους που στην εποχή του εύκολου και γρήγορου πλουτισμού και της απειλής της γενίκευσης της ανεργίας, αγωνίζονται με νύχια και δόντια για το Δύσκολο. Για να ζήσουν αξιοπρεπώς στον άναρχο και απάνθρωπο κόσμο που τους ετοιμάσαμε.
Όπως και να έχει το πράγμα, είναι φανερή η ανάγκη να ξαναδούμε το πολυσυζητημένο μάθημα της Γλώσσας…
Αχ αυτό το μάθημα της Έκθεσης, που μπήκε στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 1884 από το Νικόλαο Πολίτη, αλλά οι αρχαίοι Έλληνες πριν 2,5 χιλιάδες χρόνια πλήρωναν ακριβά, για να μαθαίνουν τα παιδιά τους να εκφράζονται με σαφήνεια και πληρότητα. Αυτό το μάθημα που μπορεί να μας μάθει το συγκροτημένο και ποιοτικό λόγο και αντλεί και αντανακλά τη γενικότερη κοινωνική και ιδεολογική συγκρότηση της προσωπικότητας. Το μάθημα που θα έπρεπε με χαρά να γίνεται και χαρά να δημιουργεί.
Αχ αυτή η Λογοτεχνία που καλλιεργεί και μορφώνει και βοηθά στη βίωση και κατανόηση των μορφών και αξιών της ελληνικής ζωής που συνιστούν τις ρίζες και πιστοποιούν την ταυτότητά μας. Πότε θα καταλάβουμε οι εκπαιδευτικοί, οι πνευματικοί άνθρωποι και το αρμόδιο Υπουργείο που συνεχώς και επί χρόνια ετοιμάζει ″μεταρρυθμίσεις‶ πως πρέπει να προστατεύσουμε τη Γλώσσα μας κάνοντας τα παιδιά μας να την αγαπούν, μορφώνοντας τους νέους μας με επίμοχθη δουλειά, οργανώνοντας όμορφες ημέρες Απαγγελίας και Ανάγνωσης, επισκέψεις μεγάλων λογοτεχνών στα σχολεία και ποιητικές εκδηλώσεις, στις οποίες τα παιδιά θα παίρνουν πρωτοβουλίες, θα χαίρονται, θα αποταμιεύουν βιώματα για να πλουτίζουν την ψυχή τους με θησαυρούς χρήσιμους ως την τελευταία τους ανάσα.
Και τότε, αν γίνουν τα παραπάνω, θα τους βάζουμε τέτοια θέματα, όπως το φετινό και θα χαιρόμαστε να τα διορθώνουμε, γιατί τα παιδιά μας θα χαίρονται και θα αριστεύουν, ξεδιπλώνοντας τους θησαυρούς του μυαλού και της ψυχής τους.
Όμως αυτά συμβαίνουν σε μία κοινωνία Ανθρωποκεντρική, όπου η παιδεία μορφώνει και καλλιεργεί.
Γι’ αυτό ο αγώνας μας για τη βελτίωση της Παιδείας και της Γλώσσας πρέπει να είναι παράλληλος με εκείνον που στοχεύει στη βελτίωση και στον εξανθρωπισμό της κοινωνίας μας. Γιατί η Παιδεία έχει διαλεκτική σχέση με την κοινωνία, τη Δημοκρατία, τον Πολιτισμό.