Η απίστευτη ιστορία και διαδρομή της κρητικής εικόνας της Παναγίας της Καρδιώτισσας της Μονής Κεράς στο Ηράκλειο η οποία, συνδεδεμένη με έναν μετανοημένο κλέφτη, με δύο καθολικά Τάγματα, με τα στρατεύματα του Ναπολέοντα, με τρεις  Πάπες, την οπτασία ενός αθώου κοριτσιού, τη δυνατή μνήμη ενός μοναχού, εγκαταλελειμμένη για 60 χρόνια, εξαγορασμένη για 50 παπικά σκούδος και με τέσσερις διαφορετικές ονομασίες, σήμερα βρίσκεται σε χιλιάδες εκκλησίες και στις πέντε ηπείρους, να την προσκυνούν εκατομμύρια Χριστιανών περισσότερο από κάθε άλλη χριστιανική εικόνα σε πάνω από 82 χώρες στον κόσμο, το όνομά της να παίρνουν σχολεία, κολλέγια, πανεπιστήμιο, νοσοκομείο, κλινικές, αθλητικές ομάδες, να ανακηρύσσεται προστάτης κράτους, επισκοπών, πόλεων και να είναι πολιούχος δεκάδων εκκλησιών!

Μία εικόνα που ξεπέρασε τα σύνορα κρατών, εντάχθηκε σε διαφορετικούς πολιτισμούς, γλώσσες και θρησκευτικές τελετές στον κόσμο, ταυτίστηκε στη συνείδηση των πιστών ως μία Διαρκής Βοήθεια για τους φτωχούς, τους ασθενείς και αδυνάτους, και λατρεύτηκε ως σύμβολο αγάπης και ελπίδας. Μία εικόνα που αξιοποιήθηκε και για να στηρίξει την παπική εκκλησία σε δύσκολες περιόδους της, απετέλεσε δε ακόμη και σήμερα σημείο αναφοράς ως επιστέγασμα του καλού κλίματος και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Αλλά ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή….

Λίγα χιλιόμετρα πριν την είσοδο στο Οροπέδιο Λασιθίου, στους πρόποδες του όρους Δίκτη  και σε ένα κατάφυτο τοπίο σε υψόμετρο 630 μέτρων, δεσπόζει η ιερά Μονή της Παναγίας της Καρδιώτισσας στο χωριό Κερά, μία από τις παλαιότερες Μονές της Κρήτης αφιερωμένη στο Γενέσιο της Θεοτόκου και εορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου.  Η περίοδος ίδρυσης της Μονής δεν είναι ακριβώς γνωστή, αναφέρεται σε έγγραφο του 1333 και πιθανώς να προϋπήρχε της κατάκτησης της Κρήτης από τους Ενετούς κατά την β’ Βυζαντινή περίοδο της Κρήτης, δηλαδή από την εκδίωξη των Σαρακηνών από τον Νικηφόρο Φωκά (961) μέχρι την κατάληψή της από τους Ενετούς (1210).

Στη Μονή αυτή υπήρχε η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Καρδιώτισσας που εικόνιζε την Παναγία σε προτομή να κρατάει τον Χριστό, και σύμφωνα με μία εκδοχή φιλοτεχνήθηκε από τον Λάζαρο, έναν Αρμένιο μοναχό που έζησε και μαρτύρησε στην Κρήτη. Κατά μία άλλη εκδοχή,  την εικόνα αγιογράφησε ο Ηρακλειώτης ζωγράφος Ανδρέας Ρίτζος τον 14ο αιώνα.

Τη θαυματουργική της δράση αναφέρει πρώτη φορά ο Φλωρεντινός ιερωμένος Χριστόφορος Μπουοντελμόντι (Cristoforo Buendelmondi) στο έργο του “Περιγραφή της νήσου Κρήτης στα 1415” (μετάφραση Μάρθας Αποσκίτη, 2002), όπως και ο Άγγλος περιηγητής Robert Pashley (1837 travels in Crete, τόμος 1 σελ. 191). Κατά μία παράδοση, που αναφέρει και ο Pashley, η εικόνα αυτή μετακινήθηκε στην Κωσταντινούπολη και επανήλθε κατά την περίοδο των εικονομαχιών.

Ως προς το προσωνύμιό της “Καρδιώτισσα”, υπάρχουν δύο εκδοχές ερμηνείας του, από την καρδιά επειδή η Παναγία στην εικόνα κρατάει τον Ιησού στο μέρος της καρδιάς της, ή, όπως υποστηρίζει ο Χατζηδάκης, επειδή υπήρχαν πολλές καρυδιές στην περιοχή, προέρχεται από το τοπωνύμιο “Καρεώτισσα” καθόσον τον μήνα Σεπτέμβριο που εορτάζονται τα γενέθλια της Θεοτόκου μάζευαν τα καρύδια στην περιοχή. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες ονομασίες της Παναγίας γνωστές από τα τοπωνύμιά τους (η Μυρτιδιώτισσα από το “Μυρτέα”, η Χρυσοσπηλαιώτισσα εκ του “Χρυσοσπήλαιον” κ.λπ./ Χατζηδάκης, βιβλιοκρισία για τη Χριστιανική Κρήτη, Ηράκλειο 1912).

Σύμφωνα με την παράδοση, η κρητική αυτή εικόνα κλάπηκε το 1498 από έναν έμπορο κρασιών και τη μετέφερε στη Ιταλία, με τη δικαιολογία να μην  περιέλθει στα χέρια των Τούρκων, που σταδιακά εκείνη την περίοδο κατακτούσαν εδάφη στην ανατολική Μεσόγειο. Μεταφέροντας την εικόνα με πλοίο ενέσκηψε μεγάλη τρικυμία με κίνδυνο τη βύθιση του σκάφους. Μέσα στους λυγμούς των έντρομων επιβατών, ο έμπορος παρουσίασε την εικόνα και όλοι άρχισαν να την προσκυνούν και να παρακαλούν την Παναγία να τους σώσει, όπερ και εγένετο με τη γαλήνευση της θάλασσας.

Φθάνοντας  ο έμπορος στη Ρώμη κράτησε την κλεμμένη εικόνα στο σπίτι του.  Αργότερα, βαρειά άρρωστος, λίγο πριν πεθάνει και μετανιωμένος για την κλοπή της εικόνας, αποκάλυψε σε φίλο του την ιστορία της παρακαλώντας τον να την τοποθετήσει σε κάποια εκκλησία. Ο φίλος του του το υποσχέθηκε, πλην όμως η σύζυγος του φίλου του δεν ήθελε, και τελικά την κράτησε στο σπίτι του. Μέχρι τον θάνατό του και παρά τις εκκλήσεις του προς τη γυναίκα του, δεν κατάφερε να εκπληρώσει την υπόσχεσή του.

Σύμφωνα με την παράδοση, η Παναγία εμφανίστηκε στην εξάχρονη κόρη αυτής της οικογένειας με την παρότρυνση να πει στη μητέρα της και στον παππού της  να μεταφέρουν την εικόνα στην εκκλησία του Αγίου Ματθαίου που βρίσκεται στην οδό Merulana στο Εσκουιλίνο, έναν από τους επτά λόφους της αρχαίας Ρώμης.

Τελικά, η μητέρα της ήλθε σε επαφή με το Τάγμα των Αυγουστίνων   μοναχών που εκείνη την περίοδο τούς ανήκε η εκκλησία του Αγίου Ματθαίου, και η εικόνα με πομπή μεταφέρθηκε στην εκκλησία  στις 27 Μαρτίου 1499, λαμβάνοντας την ονομασία ως η Παναγία του Αγίου Ματθαίου. Αναφέρεται δε και θαύμα της κατά τη μεταφορά με τη θεραπεία ενός παιδιού.

Τοποθετήθηκε στον κύριο βωμό της εκκλησίας πίσω από την Αγία Τράπεζα και εορταζόταν στις 27 Μαρτίου, ημέρα της  μεταφοράς της,  παραμένοντας εκεί για 300 χρόνια περίπου. Δίπλα από την εικόνα αναρτήθηκε μία περγαμηνή στην οποία αναγραφόταν η μέχρι τότε ιστορία της εικόνας από το Μοναστήρι της Κεράς. Αντίγραφο της περγαμηνής αυτής σώζεται σήμερα στη βιβλιοθήκη του Βατικανού.

Με την τοποθέτηση της εικόνας στην εκκλησία του Αγίου Ματθαίου, μία νέα πλέον  θαυματουργή εικόνα της Παναγίας έκανε την εμφάνιση της στην πρωτεύουσα του παπικού κράτους, η οποία όμως δεν τύγχανε τον ίδιο βαθμό λατρείας όσο με άλλες θαυματουργές εικόνες της Ρώμης, όπως  τη βυζαντινή εικόνα της Παναγίας του 6ου αιώνα στη μεγαλύτερη εκκλησία της Παναγίας (Santa Maria Maggiore) που λατρευόταν ως προστάτιδα του λαού της Ρώμης (Salus Popoli Romani) και στην οποία ο Πάπας εναπόθετε ένα λουλούδι πριν από την αναχώρηση αλλά και μετά την επιστροφή του από κάποιο ταξίδι ή με τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας του 6ου αιώνα στην ιστoρική εκκλησία της Παναγίας της Επιείκειας στο Τραστέβερε. Επιπλέον, η εκκλησία του Αγίου Ματθαίου, που  μέχρι το 1300 λειτουργούσε ως ξενώνας για προσκυνητές, ήταν μια ταπεινή κατασκευή σε μία ακατοίκητη περιοχή.

Ο εικονογραφικός τύπος της Παναγίας της Βοήθειας (Madonna del Soccorso), ανήκε στους ερημίτες μοναχούς Αυγουστίνους στο Παλέρμο της Ιταλίας από το 1306  και απεικόνιζε την Παναγία να σώζει ένα παιδί στην αγκαλιά της. Λόγω των θαυμάτων και της δημοφιλίας  που απέκτησε σταδιακά η κρητική εικόνα, οι αυγουστίνοι μοναχοί στον Άγιο Ματθαίο την μετονόμασαν, μεταγενέστερα, ως η Παναγία της Βοήθειας.

Το 1572 εκλέχτηκε ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ ο οποίος έθεσε ως προτεραιότητα, μεταξύ άλλων, την ολοκλήρωση της διακόσμησης της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό και ειδικότερα το Γρηγοριανό παρεκκλήσι στην νότια πλευρά του ναού. Ο Πάπας, που λάτρευε αυτόν τον εικονογραφικό   τύπο της Παναγίας της Βοήθειας, επέλεξε και τοποθέτησε στο Γρηγοριανό Παρεκκλήσι μία εικόνα του 12ου αιώνα, γνωστή ως  η Παναγία της Βοήθειας.

Όμως, προκειμένου να μην υπάρχει σύγχυση με την Παναγία της Βοήθειας του Αγίου Ματθαίου μετονόμασε την τελευταία σε Παναγία της Διαρκούς Βοήθειας το 1579. Παράλληλα, οι Αυγουστίνοι μοναχοί τοποθέτησαν στη μετόπη της εισόδου της εκκλησίας του Αγίου Ματθαίου την λατινική επιγραφή  “Deiparae Virgini Mariae succursus perpetui”  που σημαίνει η “Μητέρα του Θεού Παρθένος Μαρία της Διαρκούς Βοήθειας”. Έκτοτε, η εικόνα έλαβε την ονομασία η “Παναγία της Διαρκούς Βοήθειας” (Madonna del Perpetuo Soccorso – Our Lady of Perpetual Help).

Κατά την εκστρατεία του Ναπολέοντα στην ιταλική χερσόνησο το 1797, τα στρατεύματα του κατέλαβαν τη Ρώμη και ο Πάπας Πίος ΣΤ’ κατέφυγε σε εξορία. Η ανάγκη, όπως αναφέρεται, κατασκευής οχυρωματικών έργων στη Ρώμη, είχε ως αποτέλεσμα πολλά κτήρια, μοναστήρια και εκκλησίες της πόλης να κατεδαφιστούν, μεταξύ των οποίων και η εκκλησία του Αγίου Ματθαίου.

Οι  Αυγουστίνοι μοναχοί που διέμεναν στον Άγιο Ματθαίο διασκορπίστηκαν και όσοι παρέμειναν στη Ρώμη φιλοξενήθηκαν σε ένα μικρό μοναστήρι της πόλης στην Παναγία στην Ποστερούλα (Posterula) κοντά στον ποταμό Τίβερη, έχοντας μαζί τους και την εικόνα της Διαρκούς Βοήθειας την οποία μετά βίας είχαν διασώσει.

Επειδή όμως στην εκκλησία αυτή λατρευόταν μία άλλη θαυματουργή εικόνα, η εικόνα της  Διαρκούς Βοήθειας τοποθετήθηκε σε ένα μικρό παρεκκλήσι στον επάνω όροφο της εκκλησίας. Παρέμεινε εκεί για  περισσότερα από 60 χρόνια παραμελημένη, χωρίς αφιερώματα και δεήσεις,  χωρίς   λυχνάρι να τη φωτίζει, πλήρως εγκαταλελειμμένη.

Σ’ αυτό συνετέλεσε και η δίνη των πολιτικών γεγονότων και πολέμων που έλαβαν χώρα στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα στην ιταλική χερσόνησο (ναπολεόντιοι πολέμοι, εξεγέρσεις, επαναστάσεις) που συντάραξαν την Ιταλία και την Ευρώπη. Λησμονήθηκε σχεδόν από όλους εκτός από έναν νεαρό μοναχό των Αυγουστίνων τον Agostino Orsetti, που ήταν μοναχός της εκκλησίας του Αγίου Ματθαίου και είχε μετοικήσει σ΄ αυτή την εκκκλησία μετά την κατεδάφιση της εκκλησίας του Αγίου Ματθαίου.

Ο μοναχός Orsetti, δεκαετίες αργότερα, απέκτησε έναν φίλο τον Michael Μarchi στον οποίο  περί το 1851 εξιστόρησε το γεγονός,  ότι δηλαδή στον επάνω όροφο στο παρεκκλήσι της εκκλησίας του μοναστηριού υπήρχε μία θαυματουργή εικόνα που ονομαζόταν Παναγία της Διαρκούς Βοήθειας και προερχόταν από την εκκλησία του Αγίου Ματθαίου που είχε καταστραφεί. Ο Orsetti απέθανε το 1853 ο δε φίλος του Marchi  εισήλθε το 1857 στο μοναχικό Τάγμα των Λυτρωτών του Σωτήρος  (Congregazione dei Redeptioristi).

Το καθολικό μοναχικό Τάγμα των Λυτρωτών του Σωτήρος ιδρύθηκε από τον μοναχό Alfonso Maria de Liguori το 1732 στην πόλη Scala του βασιλείου της Νάπολης εκείνη την περίοδο στην Νότια Ιταλία, κοντά στο Αμάλφι.  Σκοπός του Τάγματος ήταν η διάδοση των διδασκαλιών του Χριστού σε αδύναμους και πτωχούς, σε περιθοριακές και εγκαταλελειμμένες κοινωνίες με ιεραποστολές και κηρύγματα, ιδρύοντας κοινόβια, παρεκκλήσια, ενορίες, ησυχαστήρια, εκκλησίες και μοναστήρια, με τη βοήθεια δε της Καθολικής Εκκλησίας επεκτάθηκαν στην υπόλοιπη Ιταλία, την Ευρώπη και την Βόρειο Αμερική  (Πολωνία 1786, Γερμανία 1793, Ελβετία 1818, Πορτογαλία 1826, Αυστρία 1827, Βέλγιο 1831, Ολλανδία 1836, ΗΠΑ 1832 και αλλού).

Τον Ιανουάριο του 1855, το Τάγμα των Λυτρωτών του Σωτήρος εξαγόρασε μία έκταση στη Ρώμη (villa Caserta) στην οδό Merulana, προκειμένου να μεταφέρουν την έδρα τους στην αιωνία πόλη και  να αναγείρουν εκεί τη νέα του εκκλησία και μοναστήρι, προς τιμήν του ιδρυτή τους Αλφόνσο Λιγκουόρι (Alfonso Liguori). Με την απόκτηση της έκτασης οι μοναχοί του Τάγματος ενδιαφέρθηκαν να διερευνήσουν την ιστορία της περιοχής της νέας τους έδρας.

Από κηρύγματα κάποιου ιησουίτη ιεροκύρηκα Francesco Blosi  που ισχυριζόταν ότι στην περιοχή υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Ματθαίου γνωστή και ως εκκλησία της Παρθένου της Διαρκούς Βοήθειας, από αναφορές συγγραφέων για ρωμαϊκές αρχαιότητες και για μία εκκλησία στον κήπο του μοναστηριού με μία παλιά εικόνα της Παναγίας που έχαιρε μεγάλης λατρείας και γνωστή για τα θαύματά της, ο μοναχός  Marchi θυμήθηκε τις διηγήσεις για αυτήν την εικόνα από τον φίλο του Αυγουστίνο μοναχό  Orsetti  και αποκάλυψε ότι  γνωρίζει πού βρίσκεται η εικόνα.

Με τις πληροφορίες αυτές, ο ανώτατος Διοικητής του Τάγματος ζήτησε από τον Πάπα Πίο Θ’ να τους παραχωρηθεί η εικόνα προκειμένου να επανατοποθετηθεί στον χώρο που υπήρχε για 300 χρόνια. Ο Πάπας αποδέχθηκε το αίτημα και με επιστολή του στις 11 Δεκεμβρίου 1865, όρισε στο Τάγμα Λυτρωτών του Σωτήρος τη φύλαξη της εικόνας με την ευχή να την κάνουν γνωστή σ’ ολόκληρο τον κόσμο (Fatela conoscere a tutto il mondo).

Το Τάγμα παρέλαβε την εικόνα την 1η Ιανουαρίου 1866, αντικαθιστώντας την με κάποια άλλη εικόνα της Παναγίας και καταβάλλοντας 50 σκούδος (παπικό νόμισμα) στην εκκλησία στην Ποστερούλα.