Σαν πέτρινος γίγαντας, αγέρωχος, επιβλητικός και μεγαλόπρεπος, στέκεται ο Δέτης το ιερό βουνό πάνω από την Έμπαρο.
Στέκεται αλύγιστος, προστάτης θεόρατος και το χωριό κοίτεται στα πόδια του κατασπρο και γαλήνιο, σα να το μερεύει όλο και πιο πολύ η αγιασμένη σκέπη του βουνού. Από μακριά ο γκρίζος  όγκος του Δέτη, φαντάζει τόσο άγριος και απρόσιτος που προκαλεί δέος. Οι φαλακρές πλαγιές του με τις κοφτές πέτρες, γυαλίζουν σαν να τις λείανε μια αόρατη πλαγιά. Αμυδρά η γύμνια τους, θυμίζει σεληνιακό τοπίο.
Η περιπλάνηση της ματιάς σταματά μ’ ένα ευχάριστο ξάφνιασμα, σ’ ένα σημάδι που φαίνεται ν’ ασπρογαλιάζει σ’ εκείνη τη σταχτιά απεραντοσύνη. Κι όσο κοντοσιμώνει κανείς διακρίνει ξεκάθαρα, μια εικόνα εκπληκτική.
Μια εκκλησούλα ολόλευκη, σκαρφαλωμένη στην απόκρυμνη πλαγιά, σαν κάποιο αόρατο χέρι, να τη φύτεψε πάνω στον τεράστιο βράχο. Είναι η Παναγιά του Δέτη, η θαυματουργή.
Μ’ εκείνη την εκκλησούλα, που η πίστη και η ανθρώπινη θέληση, τη σκαρφάλωσαν στην ολόρθη βουνοπλαγιά, συνδέεται ένας από τους ομορφότερους θρύλους του τόπου μας. Από μικρά παιδιά, γαλουχηθήκαμε με τούτο τον θρύλο, που ύστερα από πολλές δεκαετίες, μας δένει ακατάλυτα με τη γενέθλια γη μας.
Τα δίσεχτα χρόνια της γερμανικής κατοχής, κάναμε μάθημα σε μια εκκλησία, που ήταν αφιερωμένη στην Παναγία την Ευαγγελίστρια. Ήταν το «Κάτω Σκολειό» που σ’ αυτό φοίτησαν σπουδαίοι πνευματικοί άνθρωποι και διαπρεπείς επιστήμονες.
Οι δασκάλες μας, συχνά μας μιλούσαν για το θεόπνευστο θρύλο της Παναγίας του Δέτη. Αλλά εγώ προτιμούσα ν’ ακούω τη συναρπαστική αφήγηση, από τα γέρικα χείλη της γιαγιάς μου: «Ήτανε παιδί μου οι χρόνοι τση σκλαβιάς. Η Τουρκιά είχε κυριεμένο το χωριό. Σάλιο δεν επόμενε, στω χριστιανώ το στόμα.
Οι Μουχαμέτηδες, εμπήκανε στην εκκλησά και την εμαγαρίσανε.
Εμολέψανε τα Άγια τω Αγίω, κι εκάμανε τζαμί την εκκλησά μας.
Μόνο ένα κόνισμα τση Παναγίας, επαραπόμεινε καταχωνιασμένο σε μια θυρίδα στο ιερό μέσα.
Η Μεγαλόχαρη, δεν εβάστανε να γροικά τσι βλαστημιές των Τουρκαλάδω και μια ταχυνή εγίνηκεν άφαντη. Η Αγία τζη Χάρη, είχενε πετάξει στο Δέτη, το βουνό απου ‘ναι αντίκρυστά στην εκκλησά.
Χώστηκε σε μια αγκαραθιά, μα η λάμψη απου βγανε το αγιασμένο τζη κόνισμα, την επρόδωκε κι ετσά την εβρήκανε οι άπιστοι, απού την ανεγογυρεύγανε. Εγιαγείρανε στο χωριό κι αλυσοδέσανε το κόνισμα. Μα την από πάνω ταχυνή, οι Τούρκοι εβρήκανε σπασμένες τσι αλυσίδες και το κόνισμα φευγάτο. Η Χάρη τζη, εξαναπήε στο Δέτη. Εστάθηκε στο χαλασά και παρακάλεσε το βουνό:
«Σκίσου Δέτη να μπω». Και το βουνό εσκίστηκε στα δυό.
Σε κεινά τη μεγάλη χαρακιά, εχώστηκε η Βαγγελίστρα. Κι ίδια εκειά ζωμένει ακόμη».
Εκεί στη δύσβατη όλο πελώριους βράχους βουνοπλαγιά, είναι το απόκοσμο σπηλιάρι της Παναγίας. Δεν είναι ακριβώς σπηλιάρι. Είναι κάτι άλλο, που δεν χωρά σε καμιά περιγραφή. Ένα σκίσιμο υπερφυσικό πάνω στο βράχο, που φαντάζει θεόρατος. Μια χαρακιά, τόσο παράξενη που λες πως έσκισαν την πέτρα υπεράνθρωπα όντα. Όσο προχωρεί κανείς μέσα σε κείνη την υπερκόσμια σχισμή, τόσο στενεύει.
Ευλαβικοί προσκυνητές, με αναμμένα κεριά, έχουν πολλές φορές προσπαθήσει να φτάσουν στο βάθος, όπου σύμφωνα με την παράδοση, υπάρχει μέσα στους πελώριους βράχους, μια λιμνούλα και στο πλάι το ιερό κόνισμα. Μα δεν κατάφερε ποτέ κανείς, να περάσει εκείνη τη στενωπό.
Εικόνες και αναθήματα των πιστώ γεμίζουν εκείνο το πιο παράξενο, ίσως και μοναδικό στον κόσμο «σπηλιάρι της Παναγίας του Δέτη».
Η θέα του Δέτη από την Έμπαρο κι όσο προχωρείς στα χωριά Ξενιάκο, Μηλιαράδων και Κατωφύγι, είναι τόσο φαντασμαγορική, με τους τεράστιους και ολόρθους βράχους, που οποιαδήποτε περιγραφή την αδικεί. Δεν έχει να ζηλέψει ούτε τα Μετέωρα.
Πολλοί και ιδιαίτερα σημαντικοί και διαπρεπείς μελετητές, αρχαιολόγοι και σπηλαιολόγοι έχουν εκφραστεί με βαθύ θαυμασμό, για το θαύμα της Παναγίας του Δέτη.
Ονομαστικά θα αναφερθώ μόνο στη Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη, άξια κόρη του επιφανούς Μπαριτάκη Φρίξου Δασκαλάκη, αείμνηστου διευθυντού της Κιτρένωσης Κρήτης, που η λατρεία της από τα παιδικά της χρόνια και ο απέραντος θαυμασμός για την Παναγία του Δέτη την ώθησαν να βαπτίσει εκεί την πολυαγαπημένη της εγγονή.