Το τελευταίο διάστημα επικρατεί και συντηρείται ένα πολεμικό κλίμα έντασης ανάμεσα στη χώρα μας και τη γειτονική Τουρκία, ως συνέπεια των κλιμακούμενων φραστικών επιθέσεων και προκλήσεων αξιωματούχων της Γείτονος εις βάρος της Ελλάδας, στις οποίες αναγκάζεται να απαντά η Αθήνα.

Το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον έχει εγκαταλείψει ακρίβειες, βενζίνες και ρεύματα και εστιάζεται τώρα στα γεωγραφικά όρια του Αιγαίου. Στα τηλεοπτικά «παράθυρα», παρελαύνουν απόστρατοι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων, ενώ οι μεσημεριανές εκπομπές ποικίλης και ανάλαφρης ύλης, μετατόπισαν το ενδιαφέρον τους πάνω σε εντυπωσιακά γραφικά που αναπαριστούν ναυτικούς χάρτες και σύγχρονα οπλικά συστήματα, προειδοποιώντας για ένα «θερμό καλοκαίρι» με επίκεντρο τα ελληνοτουρκικά. Την ίδια ώρα, δημοσιογράφοι σε ραδιοφωνικές εκπομπές πιέζουν γεωπολιτικούς αναλυτές, να προβλέψουν τον τρόπο αλλά και την έκταση μιας ενδεχόμενης σύγκρουσης.

Είναι φυσικό λοιπόν και επόμενο, το έντονο αυτό δημοσιογραφικό ενδιαφέρον να δημιουργεί ανασφάλεια και ερωτηματικά σε εμάς τους πολίτες και να μας κάνει να διερωτόμαστε: «Πάμε για πόλεμο;». Να παραδεχτούμε καταρχάς πως κανένας δεν ξέρει τι θα συμβεί τελικά. Όμως, μια ψύχραιμη προσέγγιση ίσως να μας βοηθήσει να δούμε τα πράγματα πιο καθαρά και ρεαλιστικά για όλα όσα συμβαίνουν σήμερα, αλλά και για όσα ενδεχομένως πρόκειται να συμβούν στο μέλλον. Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να συμφωνήσουμε εδώ ότι υπάρχουν δύο καταστάσεις, που ενώ ο φόβος μας κάνει να τις θεωρούμε ταυτόσημες, ουσιαστικά δεν είναι και διαχωρίζονται μεταξύ τους.

Είναι το πολεμικό κλίμα μιας σύγκρουσης που καλλιεργείται και η ίδια η σύγκρουση. Είναι οι απειλές των Τούρκων και η υλοποίηση αυτών των απειλών. Αρκεί να σκεφτούμε με νηφαλιότητα ποιοι ωφελούνται και ποιοι ζημιώνονται από τις δύο αυτές καταστάσεις.

Ας δούμε πρώτα ποιους εξυπηρετεί η διατήρηση αυτής της έντασης ετούτη τη χρονική περίοδο. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι και οι δύο χώρες έχουν μπροστά τους εκλογές και ως γνωστόν, ο πατριωτισμός συσπειρώνει πάντα τους πολίτες γύρω από τις ηγεσίες τους. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη μας ότι και οι δύο κυβερνήσεις έχουν την υποστήριξη της συντριπτικής πλειονότητας των ΜΜΕ, είναι σίγουρο ότι το κυρίαρχο αφήγημα και στις δύο πλευρές είναι αυτό που επιθυμούν οι ίδιοι οι ηγέτες τους να ακουστεί.

Ακόμα περισσότερες προσδοκίες να βγει κερδισμένος από αυτό το ψυχροπολεμικό κλίμα έχει βεβαίως ο Τούρκος πρόεδρος, ο οποίος βρίσκεται υπό ισχυρή πίεση εξαιτίας της σοβαρής οικονομικής κρίσης που μαστίζει την Τουρκία και υπό το βάρος των προεδρικών εκλογών που πλησιάζουν. Δείχνει αποφασισμένος να κάνει τα πάντα προκειμένου να αποσπάσει την προσοχή από τα πολιτικά προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας του. Μπορεί άραγε ανάμεσα σε αυτά τα «πάντα» να συμπεριλαμβάνεται και ένας πόλεμος;

Θα απαντήσουμε στο ερώτημα παρακάτω.

Είναι ηλίου φαεινότερο ότι από αυτήν την συντηρούμενη ένταση μεταξύ των δυο γειτονικών χωρών και από τους μεταξύ μας «καβγάδες», χρηματοδοτούνται αδρά οι οικονομίες ορισμένων ισχυρών χωρών όπως είναι των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Γερμανίας (και όχι μόνο), που έχουν τους δικούς τους λόγους η καθεμιά από αυτές να συντηρούν ετούτη την ένταση.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία που μαίνεται, αποτέλεσε για τον Ταγίπ Ερντογάν μια θαυμάσια ευκαιρία να αναβαθμίσει τον ρόλο της Τουρκίας ως βασικό διαμεσολαβητή ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία, χώρες με τις οποίες κατάφερε να διατηρεί άριστες σχέσεις.

Τώρα ο Τούρκος πρόεδρος φαίνεται αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει το ΝΑΤΟ και την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας για να πιέσει τους συμμάχους του να αναγνωρίσουν τον δικό του ορισμό της «τρομοκρατίας».

Παρά το γεγονός όμως ότι η επιθετική ρητορική της Άγκυρας συνεχίζεται σε υψηλούς τόνους και οι τουρκικές προκλήσεις διαδέχονται η μια την άλλη, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, αλλά και άλλοι Δυτικοί αξιωματούχοι, εξακολουθούν να «χαϊδεύουν» την Τουρκία, αναγνωρίζοντας ενδεχομένως ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα.

Συνειδητοποιούν ότι αξιακά η Τουρκία έχει απομακρυνθεί πολύ τα τελευταία χρόνια από τη Δυτική Συμμαχία. Η αγωνία τους γίνεται δε ακόμα μεγαλύτερη, αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο να κοπεί εντελώς ο «ομφάλιος λώρος» και να συμμαχήσει η Τουρκία οριστικά με τη Ρωσία, εντασσόμενη μόνιμα πλέον σε έναν αντιδυτικό άξονα.

Ας δούμε τώρα ποιους δεν συμφέρει ένας πόλεμος, με οποιαδήποτε μορφή, ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Για τη χώρα μας δεν τίθεται καν θέμα, αφού έχει καταστήσει σαφές και προς κάθε κατεύθυνση ότι επιθυμεί την καλή γειτονία. Οι ίδιες όμως οι χώρες που επωφελούνται από το κλίμα της έντασης, θα διαπιστώσουμε ότι δεν επιθυμούν η ένταση αυτή να οδηγήσει σε κάποια σύγκρουση, για τους δικούς τους λόγους η καθεμιά. Πρώτοι απ’ όλους οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ απεύχονται και θα εμποδίσουν μια τέτοια σύγκρουση, ακόμα κι αν αυτή περιοριστεί σε κάποιο θερμό επεισόδιο. Αλήθεια, πως θα ηχούσε στα αυτιά της Διεθνούς Κοινότητας, δυο μέλη της ίδιας συμμαχίας να εμπλακούν σε μια πολεμική σύρραξη;

Πόσο θα κόστιζε κάτι τέτοιο στο κύρος της συμμαχίας; Καταλαβαίνουμε επίσης πως, μια ενδεχόμενη στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δηλαδή μεταξύ ΝΑΤΟϊκών εταίρων, θα ευνοούσε τώρα περισσότερο από ποτέ τον αρχηγό του Κρεμλίνου, Βλαντίμιρ Πούτιν, για τον πόλεμο στην Ουκρανία που καλά κρατεί. Η ανάγκη λοιπόν της ενότητας εντός του ΝΑΤΟ λειτουργεί αποτρεπτικά για μια ελληνοτουρκική σύγκρουση στο άμεσο μέλλον.

Η Ευρώπη έχει κι εκείνη ισχυρούς λόγους να επιδιώκει την ειρήνη στην περιοχή.

Ο γεωπολιτικός «έρωτας» που συνδέει τη Γερμανία με την Τουρκία είναι διαχρονικός από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Τουρκία είναι σήμερα ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας με περισσότερες από 3.000 θυγατρικές γερμανικές επιχειρήσεις να εδρεύουν στην Τουρκία.

Αλλά και η ίδια η Τουρκία γνωρίζει πολύ καλά πως δεν πρόκειται να βγει κερδισμένη από μια τέτοια σύγκρουση.

Πρώτα απ’ όλα, θα δημιουργήσει τεράστιο πρόβλημα στην ήδη επιβαρυμένη οικονομία της και στο τουριστικό προϊόν της χώρας. Η Τουρκία ως γνωστόν είναι το μόνο κράτος μέλος του ΝΑΤΟ που δεν έχει επιβάλει κυρώσεις στη Μόσχα, επιδιώκοντας να αποσπάσει τους Ρώσους ως πελάτες της. Η Τουρκία, όχι μόνο εισάγει πετρέλαιο και φυσικό αέριο από τον μεγάλο γείτονα του Βορρά, αλλά προσβλέπει και στον τουρισμό.

Πέρυσι υποδέχτηκε περισσότερους από 4,7 εκατομμύρια Ρώσους τουρίστες, ενώ φέτος φιλοδοξεί να ξεπεράσει τα 7 εκατομμύρια τουρίστες. Κανένας πόλεμος δεν πρόκειται να σταθεί εμπόδιο σε αυτόν τον στόχο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι, ο πρόεδρος Ερντογάν θα συνεχίσει ανενόχλητος να απειλεί απροκάλυπτα, αγνοώντας πλήρως, τόσο τις διεθνείς συμμαχίες, όσο και το διεθνές δίκαιο. Ταυτόχρονα θα εξακολουθήσει να επιδίδεται στην εργαλειοποίηση των μεταναστών, πιέζοντας αφόρητα τον Έβρο και τα νησιά.

Ο στόχος της Τουρκίας με τα καμώματά της είναι, κατά την ταπεινή μου άποψη, να αναγκάσει την Ελλάδα να πάει σε ένα πλαίσιο συζήτησης, έχοντας θέσει όλα τα θέματα στο τραπέζι, εκτιμώντας ότι στο τέλος κάτι θα κερδίσει. Γι αυτό το «κάτι» γίνεται σήμερα όλη η φασαρία. Στην παρούσα φάση ενδιαφέρεται περισσότερο για την συνεκμετάλλευση του Αιγαίου και για το λόγο αυτό θέτει θέμα  αποστρατικοποίησης των νησιών.

Στο ερώτημα τώρα «αν πάμε για πόλεμο;», η απάντηση έχει δοθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια από τον Βρετανό συγγραφέα-προφήτη, Τζωρτζ Όργουελ: «Ο πόλεμος εναντίον μιας ξένης χώρας συμβαίνει μόνο όταν οι τάξεις με το χρήμα εκτιμούν ότι θα βγάλουν κέρδος απ’ αυτόν».

https://moschonas.wordpress.com