Μαθητές και μαθήτριες του Γυμνασιακού Παραρτήματος Αρχανών σε εκδρομή Πρωτομαγιάς (1946). 1η σειρά: Αγγελάκης Ι. Παπαδάκης Εμμάν., Κούτρη Μαρίνα, Νησωτάκη Ελευθερία, Στεφανάκη Θεοδώρα, Ορφανουδάκη Ναυσικά, Μαστοράκης Κυριάκος. 2η σειρά: Αγογλωσσάκη Αννα, Ρεθυμνιωτάκη Ελίτσα, Καλοχριστιανάκη Λέλα, Πλουμίδου Μαρίκα (πρώην δήμαρχος Αρχανών) και ο Νίκος Γ. Μαλλιαράκης.

Όλες οι εκδρομές λίγο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους, ειδικά οι κοντινές. Ήταν όμως μεγάλο πράγμα για τα παιδιά να πάνε εκδρομή ημερήσια. Όλη μέρα παιγνίδι, ξενοιασιά και χαρά. Πόσο μάλλον να πάνε και με αυτοκίνητο. Και τι αυτοκίνητο! Φορτηγό με μεγάλη καρότσα! Η γνωστή στους παλιούς Αρχανιώτες, η καρότσα του Κούτρη. Ο Μιχ. Κούτρης είχε φορτηγά κι έκανε μεταφορές εμπορευμάτων, όταν ακόμη οι αραμπάδες ή τα κάρα ήταν στη συχνή χρήση. Γνωστοί αραμπατζήδες ο Θεοχάρης Καλαθάκης και ο Στυλιανός Καλαθάκης ή Ξηρούχης. Το φορτηγό λοιπόν είχε για την εποχή κάποια πολυτέλεια.

Ήθελε όμως προετοιμασία να μετατραπεί σε εκδρομικό. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να τοποθετηθούν τριγύρω πάγκοι, δύο στενόμακροι στα πλάγια κι άλλος ένας στενότερος μπροστά. Το υπόλοιπο «σαλόνι» ήταν για τους όρθιους που, για να μην κινδυνεύουν πολύ, δένανε με την ίδια διάταξη των πάγκων τρία σχοινιά. Κι οι πάγκοι στερεωμένοι επίσης. Έτσι με λίγη καλή θέληση το εμπορικό φορτηγό μετατρεπόταν σε επίσημο εκδρομικό. Κι οι εκδρομείς, πανέτοιμοι, με τα ριγέ υφαντά σακουλάκια τους κρεμασμένα με τα δεματικά στους ώμους- κι είχαν μέσα μπόλικες ελίτσες, ένα κομμάτι κουλούρα ή ένα δύο ντάκους παξιμάδι, κανένα αυγουλάκι βραστό οι τυχεροί, μπορεί και δύο, μια πατάτα βραστή και τίποτε άλλο, ούτε τυρί, ούτε φρούτα ούτε στον ήλιο μοίρα… Όμως πολλή χαρά στην καρδιά και πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Μας αφηγείται τα της εκδρομής αυτής, πάλι η Λέλα Λυδάκη-Ψαλτάκη.

Η Ε’ τάξη του Σχολείου αποφάσισε να πάει μια «μακρινή» εκδρομή στη Νεάπολη Μεραμβέλου, άλλη πόλη, άλλη επαρχία, άλλος νομός, μεγάλη υπόθεση βέβαια. Είχε όμως η τάξη πολλούς άπορους μαθητές κι έπρεπε να καταβληθεί και κάποιο χαμηλό εισιτήριο. Μια μαθήτρια ανάλαβε να κάνει την είσπραξη από τα υπόλοιπα παιδιά, μια-δυο δεκαρίτσες από το καθένα. Έπρεπε να εισπραχθούν καμιά δεκαριά δραχμές. Το ποσόν θα συμπλήρωναν οι δάσκαλοι ή το Σχολείο για να πάνε όλα τα παιδιά. Μάζεψαν λοιπόν τα χρήματα, έπρεπε όμως να εξασφαλίσουν και τη διατροφή των προστατευομένων. Μενού πλούσιο στα σακουλάκια μαζί με κάτι παραπάνω στα γαλετάκια για το φιλανθρωπικό σκοπό.

Άλλοι πήραν μισή κριθαροκουλούρα, άλλοι ντάκους παξιμαδερένιους, άλλοι ένα παραπάνω άδειο πιατάκι για να σερβίρουν και σε κάποιο φίλο, άλλοι μια ντομάτα ή ένα ξυλαγκουράκι από το μποστάνι και η Λέλα ένα γαλετάκι γεμάτο σταφιδολιές. Ε, αυτό το έδεσμα ήταν το καλύτερο. Γιατί οι μαυριδερές αυτές ελίτσες, μικρούλικες βέβαια (ψιρολιές), ήταν νοστιμότατες. Αυτές τις ετοίμαζε η μητέρα της Λέλας, η μακαρίτισσα κ. Έλλη, και τις έφτιαχνε όχι κολυμπάδες, σε κάποιο κουρούπι, αλλά με χοντρό αλάτι σε κάτι ξύλινα κασονάκια μέσα.

Ο γιος της, ο Κώστας ή Ταβερνιάρης Φιλόσοφος, αγαπούσε πολύ τις ελιές αυτές. Μαζί με ένα εκλεκτό και αχώριστο φίλο του, τον Μανόλη Καλαθάκη, που έγινε επιτυχημένος μεγαλοεπιχειρηματίας στη Γερμανία, κάνανε σαν παιδιά τακτικά παρέα. Κι ο Μανόλης αγαπούσε πολύ τις ελιές κι όταν οι δυο τους κάθονταν να φάνε κουλούρα με σταφιδολιές ψιρόλια, θέλανε ένα βαθύ πιάτο στην καθισιά τους (μικρά παιδιά βέβαια). Από αυτές τις ψιρολιές κρατούσε η Λέλα ένα γαλετάκι (παλιό σκεπαστό μπολ, από αλουμίνιο ή εμαγιέ, με χερούλι για κράτημα).

Είχαν ορίσει σα σημείο εκκίνησης την Πλατεία. Πρωί-πρωί άρχισαν να καταφτάνουν τα παιδιά με τα ριγέ σακουλάκια τους στον ώμο. Κανείς απ’ όλους δεν κρατούσε ντολμαδάκια ή κεφτεδάκια. Αυτά ήταν εδέσματα κατοπινών χρόνων. Στα πρώτα μετακατοχικά η στέρηση υπήρχε ακόμη πολύ έντονη. Για κείνα λοιπόν τα μετέπειτα χρόνια ας πούμε -σαν παρεμβολή εκδρομική- ένα περιστατικό. Ήταν περίπου 20 χρόνια αργότερα. Η Ρ.Π. αγαπούσε ιδιαίτερα τα κεφτεδάκια.

Η εκδρομή στη δεκαετία του ‘60

«Να μου φτιάξεις μαμά πολλά κεφτεδάκια, όσα μπορείς, γιατί πώς δα περάσω γώ όλη μέρα; Να πεινώ;» «Γιατί θα πεινάς, παιδί μου; Δεν θα σου δώσω αυγά βραστά, τυρί, αθότυρο, κουνελάκι κοκκινιστό; Πόσα θες ακόμη κι είσαι καλότυχο και χοντρό σα βαρελάκι!» «Χοντρό ξεχοντρό πολλούς κεφτέδες να μου κάμεις». Πράγματι έφτιαξε κι έψησε ένα ολόκληρο κιλό κιμά. Έφαγε κάμποσα αποβραδίς αλλά δεν ένιωσε χορτάτη. Τη νύχτα λοιπόν σηκώθηκε να φάει ακόμα δυο τρία. Μα από δω σ’ έχω από κει σε τρώγω, δεν έμεινε ούτε ένας κεφτές στο μπολ! Το πρωί σήκωσε τη μάνα της αξημέρωτα να τις φτιάξει καινούργιους!

Μα η εκδρομή που περιγράφομε τώρα ανήκει στην εποχή της ελιάς και της κριθαροκουλούρας… Καθένας έδειχνε με καμάρι το σακουλάκι του και περίγραφε το περιεχόμενο. Ολόχαρος ο μακαρίτης ο Δημήτρης Ψαραδάκης, ένας καλός μαθητής και καλό παιδί, που πέθανε πολύ νέος, έλεγε με καμάρι: «Τρία αυγά μου ‘βρασε η μάνα μου και μου βάλε και αλατσάκι να τα φάω πρωινό». Είχε καταφτάσει φορώντας ένα ζευγάρι όμορφα γυαλιά του ήλιου, που είχε βρει ο πατέρας του σε μια στραθιά στο Λασίθι. Τα φορούσε και σκάμπαζε σα λόρδος Ευρωπαίος. Τόσο πολύ είχε εντυπωσιαστεί η Λέλα, που μας δίδει τη μαρτυρία των αναμνήσεων. Ο Δημήτρης ήταν το κάτι άλλο με τα γυαλιά. Και συνεχίζει ο ίδιος; «Και να δείτε, μωρέ, ίντα βαστώ στο γαλετάκι μου. Ένα φαΐ κουζούλαμα…» Δεν ήθελε να το πει. Φοβόταν μην το χάσει. «Άμα ’ποφάμε δα σασε πω».

Αφού λοιπόν μαζεύτηκαν όλα τα παιδιά κι οι δασκάλες με τα παιδιά τους, κατέφτασε και το… εκδρομικόν! Η κ. Ελένη Μαυρογιαννάκη, δασκάλα της ΣΤ ‘ έφερνε μαζί τα δύο κοριτσάκια της, τη Ρένα και την Κρυστάλλη. Η Ρένα τελείωνε το Δημοτικό, η Κρυστάλλη ήταν πολύ μικρότερη, ίσως στην A’ τάξη. Κάποια στιγμή ακούγεται, από την κορυφή της πλατείας, η φωνή του πατέρα τους που ήταν ένας σοβαρός άνθρωπος, δικηγόρος το επάγγελμα, με το ρεμπούπλικό του και την καθαρεύουσά του, γλώσσα των λογίων της εποχής.

Φώναξε τη γυναίκα του, τη δασκάλα, για να δώσει τις τελευταίες παραγγελίες πριν το ξεκίνημα: «Ελένη, Ελένη, άκουσε μετά προσοχής, παρακαλώ. Να προσέχεις άγρυπνα τα παιδιά. Τη Ρένα από τους αλήτας και την Κρυστάλλω από τους γκρεμούς.» «Καλά, τα είπαμε αυτά, Νικόλαε. Να είσαι ήσυχος.»

Άρχισε η επιβίβαση, τα πιο χεροδύναμα παιδιά μ’ έναν πήδο βρέθηκαν επάνω. Έδιναν τα χέρια για να ανεβούν κι οι άλλοι. Οι πάγκοι βέβαια δεν έφταναν για όλους. Θα κάθονταν εκ περιτροπής για να ξεκουραστούν από την ορθοστασία. Πού και πού μόνο. Πήγαν στη Νεάπολη, όμορφος ο τόπος, χαρά απ’ όλους και πέρασαν μια αξέχαστη μέρα. Επίσκεψη στ’ αξιοθέατα, φαγητό το μεσημέρι, παιγνίδι και τ’ απογευματάκι συγκεντρώνονταν πάλι σιγά σιγά για επιστροφή.

Έφταναν όλοι ευχαριστημένοι και καλοφαγωμένοι τρίβοντας τα στομάχια τους. «Έκανα μια φαωμαθιά…», κάνει πρώτος ο Δημήτρης. «Και τι έφαγες; Πες μας επιτέλους.» «Έφαγα κουκιά στιφάδο», κι άλλος: «Κι εγώ έφαγα τρία βραστά αυγά με το αλατσάκι (αλάτι)». «Εγώ ευχαριστήθηκα τσι σταφιδολιές» κάνει άλλος… Και οι δηλώσεις συνεχίστηκαν.

Γύρισαν όλοι ενθουσιασμένοι κι όταν κοντοφτάνανε στο χωριό, τράνταξε ο τόπος από τις κραυγές και τα τραγούδια: Επεράσαμε όμορφα, όμορφα όμορφα, επεράσαμε όμορφα στην εκδρομή παιδιά. Καληνύχτα, καληνύχτα και όνειρα γλυκά. Όνειρα γλυκά που κρατούν μέσα στη θύμηση τόσο όσο κι η ζωή μας…

* Πρόκειται για κείμενο που πρέρχεται από το Πειροχτίσιο Διδασκαλείο των Αρχανών που γράφτηκε από τους 3 κορυφαίους Αρχανιώτες δασκάλους