Στον Γιάννη Μπερταχά, τον αγαπημένο μου!

Με μάλωνες με τα δικά σου αστεία καταλήγοντας πάντα να μου πεις πως σαν τα δικά σου μέρη δεν υπάρχει αλλού τόση ομορφιά. Κι υστέρα με ρωτούσες πώς το κάνω και φαίνεται κάθε μέρα διαφορετικό. Σήμερα να δεις πόσο διαφορετικά είναι όλα. Σήμερα η φωτογραφία είναι όλη δική σου. Δεν κατέβηκα χαράματα, δεν μπόρεσα.

Χθες πήγα, μόλις έμαθα πως έφυγες… Δεν ξέρω ποσά κλικ έκανα στη μηχανή. Ήθελα να σου τις …στείλω όλες! Να με πάρεις τηλέφωνο και να μου πεις τι έχω, αν είμαι καλά και κάνω τόσες πολλές επαναλήψεις την ίδια εικόνα.

Αέρας φυσούσε, νοτιάς, κι έβρεχε εκείνη τη στιγμή. Ούτε ποδήλατο είχα μαζί μου ούτε ομπρέλα. Ανακατευτήκαν τα δάκρυα με τη βροχή και δεν ξέρω αν πέτυχα τη σωστή λήψη. Πόσο θα ‘ θελα να μου πεις… Δεν είμαι και τόσο καλά σήμερα.

Μας την έκανες Γιάννη, τελικά. Κι εγώ δεν θα λύσω ποτέ το μυστήριο του ελέφαντα, ούτε της φάλαινας… ξέρεις εσύ! Από χθες ψάχνω, ψάχνω  να βρω τα κομμάτια της ζωής μας να τα κρατήσω όλα ζωντανά.

Με στεναχώρησες σήμερα Γιάννη, πρώτη φορά τόσο πολύ… Το κατάλαβα πως δεν το ‘θελες, αλλά… αλλά…

Θυμάσαι την πρώτη μας συνάντηση; Η Διαμαντένια απήγγειλε έναν μοναδικό μονόλογο σαν πρώτη ιέρεια του χορού στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Πέντε χρονών ήταν… στο νηπιαγωγείο κι εγώ είχα βρεθεί τυχαία εκεί, μόνο για τη γιορτή. Και τρία χρόνια μετρά είχες έρθει πρώτη φορά στο σχολείο, μεσημέρι  να πάρεις ένα κοριτσάκι που μόλις αντίκρυσα κι είδα εκείνα τα γαλάζια μάτια, ένιωσα την καρδιά μου να κτυπάει δυνατά. Κι εγώ σε προσγείωσα απότομα. Νόμιζα πως ήσουν ο παππούς της κι εσύ για αντάλλαγμα μερικούς μήνες μετά με τον μοναδικό σου τρόπο, με διάλεξες να γίνω… νονά!

Είχες μια έννοια από τότε για τα κορίτσια σου! Μην μείνουν μόνα, σαν φύγεις. «Αχ, μωρέ Γιάννη, αχ!» σου απαντούσα πάντα. Και τώρα … δεν ξέρω τι να σου πω. Μόνο να σου υποσχεθώ για πολλοστή φορά, πως εδώ είμαι όσο ζω! Όλοι μας! Μεγάλωσαν πολύ, αλλά και πάλι και πάντα εγώ θα ‘μαι δίπλα τους, το ξέρεις. Άλλωστε, «παιδιά» μου τα θεωρούσα και το ‘λεγα, και το λέω.

Τι να πρωτοθυμηθώ, σήμερα; Ζωή ολόκληρη μαζί κι εσύ εκεί, διακριτικά με το ευφυές χιούμορ σου να με μαλώνεις, να με συμβουλεύεις, να μ’ αγαπάς…

Δάσκαλος μεγάλος, τεράστιος, για πάρα πολλά παιδιά. Και στα δικά μου και στον Βύρωνα και στον Φίλιππο, που ‘ταν νομίζω ο τελευταίος σου μαθητής…

Όλοι τους, όλοι μας, σήμερα είμαστε κάπως, αμήχανοι, απροετοίμαστοι τελικά, κι ας ξέραμε.

Θυμάσαι πόσα βράδια περάσαμε στον Άγιο Τίτο; Πόσα καλοκαίρια, πόσες κουβέντες, πόσα αστεία; Και τώρα, τώρα πάλι θα τα πούμε εκεί, στον Άγιο Τίτο, το Σάββατο.

Πρωί λέει τούτη τη φορά στις 11.30!

Δεν μπορώ να βρω κανένα αστείο να σου πω. Δεν μπορώ να κάνω καμία πλάκα… Δεν θα ‘μαι και τόσο καλή παρέα, να το ξέρεις. Μόνο ένα πράγμα να πάρεις μαζί σου θέλω και να μην σου φύγει ποτέ από το μυαλό και  την ψυχή!

Την Ελένη, τη Διαμαντένια, την Καλλίστη, τα κορίτσια σου, θα τα προσέχω πιο πολύ κι από τα μάτια μου. Άλλωστε οικογένεια δεν ήμασταν πάντα;

Αχ, μωρέ Γιάννη, αχ!