«Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων / Εμείς καθόμασταν τα βράδια και ζωγραφίζαμε σκηνές απ’ την αυριανή ευτυχία του κόσμου / Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας»
(Τ. Λειβαδίτης Σημαίες)

1886 Σικάγο

Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στις ΗΠΑ έχει πληρωθεί με αίμα.

Με το αίμα των εργατών, που τρέχει άλικο, στα εργοστάσια και στους τόπους δουλειάς, από εργατικά ατυχήματα, τόσο από τη εξαντλητική δουλεία των εργατών, όσο και από τα ανύπαρκτα μέτρα ασφαλείας.

Οι εργάτες δουλεύουν, εξαντλητικά από το πρωί μέχρι το βράδυ, χωρίς ωράριο, πολλές φορές και χωρίς κάν διάλειμμα.Τα μεροκάματα ίσα που φτάνουν να καλύψουν κάποιες βασικές ανάγκες, ο φόβος και ο τρόμος κυριαρχούν παντού, σκυμμένα κεφάλια και δυστυχία.

Ώσπου ο φόβος σπάει τις αλυσίδες η ομοσπονδία εργασίας των ΗΠΑ κηρύττει  παναμερικανική απεργία την πρωτομαγιά του 1886.

Τα ηνία παίρνουν οι πρωτοπόροι συνδικαλιστές στο Σικάγο.

Από νωρίς το πρωί οι εργάτες έχουν καταλάβει τα εργοστάσια και αρνούνται να δουλέψουν.

Κύρια αιτήματα: ΟΚΤΩ ΩΡΕΣ ΔΟΥΛΕΙΑ – ΟΚΤΩ ΩΡΕΣ ΑΝΑΠΑΥΣΗ – ΟΚΤΩ ΩΡΕΣ ΥΠΝΟ.

Τα αφεντικά με συνοδεία αστυνομικών, προσπαθούν να μπάσουν στα εργοστάσια απεργοσπάστες, αποκρούονται με βία και ξύλο, δεν αργεί να  γίνει και η προβοκάτσια, μια βόμβα σκάει ανάμεσα στο πλήθος.

Το άλικο αίμα των εργατών βάφει πάλι το χώμα κόκκινο.

Συλλαμβάνονται οι πρωτοπόροι συνδικαλιστές Πάρσονς, Σπάις, Φίσερ και Εγκελ να οδηγούνται στην αγχόνη.

«Αν σας περνάει η ιδέα στα σοβαρά πως με τις κρεμάλες σας μπορείτε να σταματήσετε το κίνημα που εξωθεί εκατομμύρια γονατισμένων από την καταπίεση εργατών στην εξέγερση, είστε, μα την αλήθεια, μακριά νυχτωμένοι».

«Μιλάτε για αύξηση του Εθνικού πλούτου, τι ειρωνεία, για τα κέρδη σας μιλάτε, τον πλούτο που βγάζετε από το αίμα και τον ιδρώτα των ανθρώπων του μόχθου, τον λέτε  “Εθνικό”»

(από την απολογία του Σπαϊς στο δικαστήριο).

1936 Θεσσαλονικη

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες

Μέρα Μαγιού σε χάνω.

Άνοιξη, γιε, που αγάπαγες

κι ανέβαινες απάνου, στο λιακωτό.

Και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις,

άρμεγες  με τα μάτια σου το φως

της οικουμένης.

(Γ. Ρίτσος «Επιτάφιος»)

 

…Μια χαροκαμένη μάνα γονατισμένη πάνω στο δολοφονημένο  παιδί της με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό μοιρολογεί.

Είχε προηγηθεί η μεγάλη απεργία των σταφιδεργατων  τον Αύγουστο του 1935 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Μια απεργία που στο τέλος συμμετείχαν όλοι οι εργαζόμενοι της πόλης, αλλά καταστάθηκε με όπλα και σφαίρες. Επτά νεκροί και 30 τραυματίες.

Η επόμενη χρονιά ήρθε δυναμικά να δέσει με την προηγούμενη αγωνιστικές κινητοποιήσεις των εργαζομένων σε όλη τη χώρα, έπαιρναν  μορφή εξέγερσης.

Τέτοια και τόσα ήταν τα προβλήματα που οι εργάτες μόνο με  έναν τρόπο μπορούσαν να απαντήσουν: ΑΠΕΡΓΙΑ!

Στη Θεσσαλονίκη συσσωρευμένα τα προβλήματα σχεδόν όλων των κλάδων δουλειάς, αλλά κυρίως των καπνεργατών, δεν άφηναν περιθώρια.

Εργάτριες απλήρωτες, μεροκάματα σχεδόν στον πάτο, σπίτια άθλια, όπως  και οι συνθήκες διαβίωσης έβραζαν το καζάνι της υπομονής, για να ξεχειλίσει η αγανάκτηση, να πάρει μπροστά ο αγώνας.

Όλοι στους δρόμους, κάνεις στη δουλειά. Με απόφαση της πανελλήνιας ομοσπονδίας καπνεργατών, την Τετάρτη 12 του Απριλη 12.000 καπνεργάτες κυρίως γυναίκες καταβαίνουν στους δρόμους απεργία έχει ξεκινήσει. Τα κοκκινισμένα  πρόσωπα και τα στιβαρά χέρια, αυτά που φτιάχνουν τον πλούτο, τώρα σφιγμένα σε γροθιές, τα κοκκινισμένα  πρόσωπα τώρα φωνάζουν συνθήματα, δίκαια συνθήματα, δίκαιη αγανάχτηση!

Η απεργία γενικεύεται (αυτοκινητιστές, λιμενεργάτες οικοδόμοι, τροχιοδρομικοί).

Σχεδόν όλοι οι κλάδοι συμμετέχουν στη απεργία, ολόκληρος ο λαός της πόλης στους δρόμους.

Αντίστοιχα στο Βόλο γίνονται αιματηρές συγκρούσεις. Στην Καβάλα, στις Σέρρες, στην Κομοτηνή, γίνονται κινητοποιήσεις.

Η αστυνομία παντού με πλήρη οπλισμό χλευάζει και προκαλεί.

Οι χωροφύλακες από νωρίς το πρωί  εννια του Μαη, άρχισαν τις επιθέσεις εναντίων εργατικών συγκεντρώσεων. Η πρώτη σοβαρή σύγκρουση έγινε μεταξύ χωροφυλακής και απεργών αυτοκινητιστών στην οδό Εγνατίας. Οι χωροφύλακες χτύπησαν στο ψαχνό και σε λίγο έπεσε ο πρώτος νεκρός απεργός: ήταν ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Την ίδια ώρα, οι καμπάνες σε όλες τις συνοικίες κτυπάν συναγερμό, ο λαός ξεχύνεται στους δρόμους και κατηφορίζει προς το κέντρο. Πορείες με υψωμένες τις γροθιές ενώνονται με τους απεργούς, ενώ κόκκινα λάβαρα βαμμένα από το αίμα των δολοφονημένων εργατών ανεμίζουν.

Οι εργάτες βάζουν το σώμα του Τουση πάνω σε μια πόρτα…

 

ΠΡΩΤΗ ΜΑΗ 1944

όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παληκάρια.

Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,

μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι χορό και με τραγούδι.

Και πρώτος άρχος του χορού δυο μπόγια πάνου

απ’ όλους

κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος.

(Κώστας Βάρναλης)

 

Ναι ήταν δύσκολη απόφαση, ο Νίκος Μπελογιάννης, πολιτικός επίτροπος του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου, ήταν πολύ σκεφτικός, να δώσει τη διαταγή ή όχι;

Ήταν μια μεγάλη ευκαιρία, να σκοτώσουν τον στρατηγό Κρέχ σε ενέδρα κατά την περιοδεία του στη Σπάρτη.

Ήξερε καλά ότι αν έδινε αυτή την διαταγή θα την πλήρωναν οι Ακροναυλιώτες κομμουνιστές, που είχαν παραδοθεί στους Γερμανούς καταχτητές από την Κυβέρνηση Μεταξά και είχαν μεταφερθεί στο Χαϊδάρι.

Και ένας σύντροφος χαμένος, είναι απώλεια για το κίνημα.

Τα ήξερε όλα, γι’ αυτό και έδωσε την διαταγή:

Τις πρώτες πρωινές ώρες στης 27 Απρίλη του 1944 λίγο έξω από τους Μολάους  Λακωνίας ο Στρατηγός των SS Κρέχ διοικητής της 41ης μεραρχίας οχυρών, πέφτει σε ενέδρα από μια διμοιρία του  8ου συνάγματος του ΕΛΑΣ.

Ο θάνατος του στρατηγού εξόργισε τη Γερμανική διοίκηση που διέταξε βαριά αντίποινα.

Διακόσιοι κομμουνιστές κρατούμενοι, από το Χαϊδάρι για εκτέλεση την πρωτομαγιά.

Ο τουφεκισμός εκατόν πενήντα, αθώων  Ελλήνων  πολιτών που συνάντησαν τα Γερμανικά στρατεύματα, στο δρόμο Μολάοι – Σπάρτη.

Εκατό κρεμασμένοι – αυτοβούλως-από τους ταγματασφαλίτες του Παπαδόγκωνα.

Στις τριάντα Απρίλη του 44 στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου η μέρα ξεκίνησε βαριά.

Από το πρωί ακόμη υπήρχε μια παράξενη νευρικότητα, ακόμη και ο αέρας μύριζε θάνατο.

Οι κρατούμενοι ήταν αναστατωμένοι, ο Ναπολέων Σουκατζίδης σαν διερμηνέας ήταν από νωρίς στο πόστο του, στο γραφείο του Φίσερ, λοχαγού των SS, διοικητή του στρατοπέδου.

Μικρασιάτης  ο Ναπολέων είχε γνωρίσει από μικρός τον διωγμό, την αδικία και τον κατατρεγμό, πολυμαθής, μιλούσε πέντε γλώσσες, λογιστής, υπάλληλος στην εμπορική τράπεζα, γρήγορα με την στάση του κέρδισε την εμπιστοσύνη των συναδέλφων του και εκλέχτηκε πρόεδρος του σωματείου εμποροϋπαλλήλων, μοναχογιός και μοναχοπαίδι, μόλις 34 χρονών, αρραβωνιασμένος με τη Χαρά, τη χαρά της ζωής του.

Ο Φίσερ ένας ξερακιανός, άκαμπτος και σκληρός ΝΑΖΙ θαύμαζε τον Ναπολέοντα για την στάση του, την  υπομονή του στις δοκιμασίες και στα καψόνια των δεσμοφυλάκων, ανυποχώρητος κομμουνιστής υπέφερε το ίδιο με τους συντρόφους του χωρίς να δεχτεί κανένα προνόμιο ή χάρη.

Ο Φίσερ τον κοίταξε αυστηρά και έπειτα του έδωσε να διαβάσει μια ανακοίνωση από τα μεγάφωνα του στρατοπέδου.

Προσοχή! Οι κρατούμενοι που θα ακούσουν το όνομα τους να ετοιμαστούν.

Αύριο το πρωί θα μεταφερθούν σε άλλο στρατόπεδο.

Ο Ναπολέων άρχισε να διαβάζει ένα ένα τα ονόματα.

Στη θέση 71 το δικό του όνομα, ακολουθούν τα ονόματα, των υπολοίπων και ανάμεσα σε αυτά ο Νίκος Μαριακάκης από τα Χανιά, ο Αντώνης Βαρολομαίος από την καθοδήγηση και ο Στέλιος Σκλάβαινας.

Όλοι κατάλαβαν τι θα συνέβαινε, οι ΔΙΑΚΟΣΙΟΙ πήγαιναν για εκτέλεση.

Μάζεψαν τα πράγματά τους, άφησαν κάποια σε εκείνους που έμεινα πίσω, έγραψαν τα τελευταία λόγια τους σε ένα κομμάτι χαρτί ξυρίστηκαν, πλυθήκαν και έβαλαν τα καλά τους και πριν πέσει η νύχτα, γίνεται κάτι πρωτόγνωρο.

Αρχίζουν το χορό και το τραγούδι, όλη τη νύχτα χόρευαν και γλεντούσαν, σαν να παντρολογιόνταν.

Κανείς δεν έκλαψε για τη μοίρα του, κανείς δεν υποχώρησε, κανείς δεν λύγισε έστω για λίγο.

Όλοι μαζί στο χορό, όλοι μαζί στο θάνατο.

Οι Ναζί δεν μπορούσαν να το πιστέψουν, ο Φίσερ είχε διεκπεραιώσει εκατοντάδες εκτελέσεις στην καριέρα του, ποτέ και πουθενά δεν συνάντησε κάτι τέτοιο, ποτέ  και πουθενά δεν συνάντησε , τέτοια αυτοθυσία, τέτοια αξιοπρέπεια.

Αρχισε να ξημερώνει, κανείς δεν κοιμήθηκε, όλο το στρατόπεδο γλεντούσε μαζί  τους.

Από τα χαράματα άρχισαν να φτάνουν τα καμιόνια. Οι διακόσοι παρατάχθηκαν  στο προαύλιο του στρατοπέδου.

Δεν ήταν δέκα, ούτε είκοσι, τριάντα, διακόσιοι ήταν.

Διακόσα παλληκάρια ψηλά σαν τα κυπαρίσσια, διακόσοι λεβέντες, διακόσοι  αλύγιστοι, ανυποχώρητοι, αταλαντευτοι, πατριώτες κομμουνιστές, δυο μπόγια πιο ψηλά από την λευτεριά, πέντε μπόγια πιο ψηλά από την Αθανασία.

Ο Φίσερ στάθηκε μπροστά στον Ναπολέοντα.

-Όχι εσύ, Ναπολέων, σε έχω απαλλάξει εσένα με δική μου ευθύνη.

-Κύριε διοικητή, τόσο πιο βαρύ είναι το όνομα μου από τα άλλα 199 ονόματα;

-Όχι  η λίστα πρέπει να είναι διακόσιοι, θα μπορούσα να βάλω κάποιον άλλο στη θέση σου, ένα γέρο, ένα σακάτη,αλλα θέλω ένα όνομα από σένα Σουκατζίδη.

-Προσπαθείτε να με εξευτελίσετε μπροστά στους συντρόφους μου.

Όπως κι εσείς, δεν θα βάζατε ποτέ στη θέση μου το χειρότερο Γερμανό στρατιώτη,έτσι κι εγώ δεν βάζω κανένα σύντροφο μου στη θέση μου.

Η ζωή και ο θάνατος μου είναι συνυφασμένα με τη ζωή και το θάνατο των υπόλοιπων συντρόφων μου.

Είκοσι, είκοσι τους θέριζε το πολυβόλο του εκτελεστή κι ο δρόμος Καισαριανή-  τρίτο νεκροταφείο ποτίστηκε με το αίμα αδικοχαμένων αγωνιστών και τα τελευταία λόγια που άφηναν στους δικούς τους.

«Πατερούλη πάω για εκτέλεση, να είσαι περήφανος για τον μονακριβο γιό σου».

«Χαρά δεν μπόρεσα να σου δώσω όσα σου υποσχέθηκα, να προχωρήσεις στη ζωή σου. Να βρεις κάποιον να φτιάξεις τη ζωή σου».

Κι η μάνα Ελλάδα για άλλη μια φορά σκύβει με οργή και πόνο στο γόνυ και το κλάμα της φτάνει ως την άκρη της γης, φωνή και σπαραγμός για την ΛΕΥΤΕΡΙΑ.

Κι από τα ματιά της, αίμα τρέχει αντί για δάκρυα, να ποτίσουν άλλη μια φορά τούτη την αδούλωτη γη για να θρέψει μόνο λουλούδια τη ΕΙΡΗΝΗΣ για να μην κλάψουν ξανά άλλες μητέρες.

 

ΙΟΥΝΗΣ 1947

Με την απελευθέρωση από τους Γερμανούς το 1944 οι εργάτες του Ηρακλείου επανασύστασαν  το Εργατικό Κέντρο Ηρακλείου.

Πρόεδρος εκλέχτηκε ο Στρατής Περγαλίδης.

Στην αίθουσα συνελεύσεων για να τιμήσουν τον Ναπολέοντα έβαλαν μια φωτογραφία του και έδωσαν το όνομα του.

Τον Ιούνη του 1947 λίγους μήνες μετά την απάνθρωπη δολοφονία στα κρατητήρια της ασφάλειας του Στρατή Περγαλίδη  και την τοποθέτηση στο ΕΚΗ μιας διοίκησης ξεπουλημένων, ένας γεράκος ψηλός, σκυθρωπός, με τον πόνο στα μάτια, περνάει την πόρτα και αμίλητος προχωράει προς την  αίθουσα συνελεύσεων.

Όλοι τον γνώριζαν, ερχόταν ταχτικά από το Αρκαλοχώρι να μαθαίνει νέα και παρά την ηλικία του, να προσφέρει ό,τι μπορεί.

Τον φωνάζουν να κάτσει μαζί τους να τον κεράσουν, αλλά εκείνος δεν μιλεί.

Φτάνει στη μεγάλη αίθουσα, πιάνει μια καρέκλα, ανεβαίνει επάνω της, βγάζει από την τσέπη του ένα άσπρο πανί, τυλίγει την φωτογραφία του Ναπολέοντα στο άσπρο πανί και τραβάει προς την έξοδο μονολογώντας δυνατά να τον ακούσουν.

ΆΡΓΗΣΑ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΩ. AΡΓΗΣΑ. ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΚΑΜΙΑ ΘΕΣΗ ΕΔΩ. ΟΤΑΝ ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΕΝΡΟ ΓΙΝΕΙ ΞΑΝΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ, ΕΓΩ ΘΑ  ΣΕ  ΞΑΝΑΦΕΡΩ ΠΑΛΙ. ΣΥΓΧΩΡΑ ΜΕ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΠΟΥ ΑΡΓΗΣΑ.

ΣΗΜΕΡΑ:

ΚΑΜΙΑ ΘΥΣΙΑ ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΧΑΜΕΝΗ

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που έδωσαν τη ζωή τους τόσο ανυστερόβουλα το έκαναν γιατί πίστεψαν στις πιο πανανθρώπινες άξιες για το ψωμί και το φαΐ όλων των ανθρώπων του μόχθου, από τον εργάτη, μέχρι τον  αυτοαπασχολούμενο, από το φτωχό αγρότη, μέχρι την κακοποιημένη  γυναίκα, ή τα ανήλικα κακοποιημένα παιδιά.

Για μια κοινωνία λεύτερη, δημοκρατική, σοσιαλιστική, με την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, μιας κοινωνίας όπου το βιός μας  δεν θα το καρπώνονται οι λίγοι αλλά θα είναι αποτέλεσμα ικανοποίησης όλων των αναγκών του λαού μας.

Μέχρι τότε, συμπόρευση με το ΚΚΕ, ενίσχυση του σε αυτές τις εκλογές, το μόνο που μπορεί αναχαιτίσει τη λαίλαπα που έρχεται από το μεγάλο κεφάλαιο και τους εκφραστές  του

ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΒΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΕΡΑ 25 ΚΑΙ ΦΑΣΙΣΤΟΕΙΔΗ ΜΟΝΟΙ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΜΑΣ.

Γιατί δεν υπάρχουν  σωτήρες, όσα κι αν τάζουν, γιατί μόνο ο λαός μπορεί να σώσει το λαό.