Ο Φρανσουά Μιτεράν έλεγε ότι, «η ιστορία πάει από τα ίδια μονοπάτια με τη γεωγραφία». Η Ουκρανία, εδώ και χρόνια βρίσκεται στο σταυροδρόμι ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και στο επίκεντρο αυτού που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «Ψυχρό Πόλεμο».

Τις τελευταίες εβδομάδες οι ΗΠΑ και αρκετοί σύμμαχοί τους υποστηρίζουν ότι η Ρωσία προετοιμάζεται πυρετωδώς για να εισβάλει στην Ουκρανία, συγκεντρώνοντας μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στα σύνορά της με τη γειτονική χώρα, επικαλούμενοι κάποια πρόκληση από την Ουκρανική κρίση. Η Δύση γενικώς έχει εξαπολύσει μια πρωτόγνωρη προπαγανδιστική εκστρατεία καλλιέργειας πολεμικού κλίματος, προεξοφλώντας μάλιστα την αναπόφευκτη στρατιωτική σύγκρουση.

Το αφήγημα αυτό έχει αναπαραχθεί το τελευταίο διάστημα μέσα από τα ΜΜΕ και τα μεγάλα έγκριτα αμερικανικά, αλλά και δυτικοευρωπαϊκά έντυπα. Μια περισσότερο όμως προσεκτική προσέγγιση των όσων συμβαίνουν εκεί όπου έχει στραφεί το παγκόσμιο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα πράγματα είναι κάπως πιο περίπλοκα.

Τα αίτια της σημερνής ουκρανικής κρίσης έχουν τις ρίζες τους στην τελευταία εικοσαετία. Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, ξεκίνησε μια συντονισμένη προσπάθεια από ισχυρές δυνάμεις της Δύσης, επιδιώκοντας την συρρίκνωση της ισχύος, αλλά κυρίως της επιρροής της Ρωσίας στις γειτονικές της χώρες.

Μέχρι και τη δεκαετία του ’90 η προσπάθεια αυτή έδειξε να πετυχαίνει το στόχο της, παρά τις αντιδράσεις της Μόσχας. Με την ηγεσία όμως του σκληροπυρηνικού Πούτιν, η Ρωσία επέστρεψε στη διεθνή πολιτική σκηνή ως ισχυρός παίκτης, ανακόπτοντας έτσι τα επεκτατικά σχέδια της Δύσης.

Παρά τις αρχικές υποσχέσεις και δεσμεύσεις των δυτικών δυνάμεων και των ΗΠΑ προς τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, σταδιακά επέλεξαν και μεθόδευσαν την επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας ιδιότυπης «ζώνης» με κράτη μέλη του ΝΑΤΟ να βρίσκονται κοντά στη Ρωσία. Στην εποχή του Πούτιν όμως κατέστη σαφές ότι αυτή η πολιτική δεν θα μπορούσε να επεκταθεί σε χώρες που «εφάπτονται» άμεσα με τη Ρωσία και τις οποίες η ίδια θεωρεί κρίσιμες για τη δική της ασφάλεια.

Τέτοιες χώρες είναι η Γεωργία, στην οποία έγινε στρατιωτική επέμβαση το 2008, η Λευκορωσία και η Ουκρανία. Η Ουκρανία μάλιστα είναι μια χώρα με έντονες διαιρέσεις στο εσωτερικό της που οδήγησαν και στην κρίση του 2014 και την εμφάνιση των «αυτονομιστικών δημοκρατιών» στα ανατολικά της, καθώς επίσης και ακραίων εθνικιστικών και παραστρατιωτικών ομάδων, κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης.

Οι ΗΠΑ επέδειξαν ιδιαίτερα έντονο ενδιαφέρον στο να επέλθει μια πολιτική αλλαγή στην Ουκρανία με φιλοδυτικό προσανατολισμό. Είναι σαφές ότι με τις επεκτατικές βλέψεις του ΝΑΤΟ, η Ουκρανία παραμένει πάντα ένας «κρίσιμος κρίκος» στα μελλοντικά του σχέδια. Από την άλλη, η Ρωσία επιδιώκει, πάση θυσία, να παραμένει εκτός ΝΑΤΟ η Ουκρανία και να ενισχύεται η εξάρτησή της από τη Ρωσία.

Για το λόγο αυτό προχώρησε και στην προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία, την οποία θεωρούν παράνομη, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ. Να θυμίσουμε εδώ ότι, επί ΕΣΣΔ η Κριμαία ήταν μέρος της «Ρωσική Ομοσπονδίας» πριν παραχωρηθεί στην Ουκρανία επί Χρουστσόφ.

Σημαντικό ρόλο όμως στην κλιμάκωση της έντασης που παρατηρείται σήμερα στην περιοχή, έπαιξε η ουκρανική κυβέρνηση, η οποία επανέφερε στο προσκήνιο το αίτημα της ανακατάληψης της Κριμαίας και την ενσωμάτωσή της στην Ουκρανία, και όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα έξαρσης και εντεινόμενου εθνικισμού.

Παράλληλα, ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντιμίρ Ζελένσκι, κατηγορεί τη Ρωσία ότι προετοιμάζει πραξικόπημα για την ανατροπή του. Η Ρωσία από την πλευρά της διαμηνύει σε υψηλούς τόνους ότι, δεν πρόκειται να επιτρέψει οποιαδήποτε προσπάθεια των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων να ανακτήσουν τις ανατολικές επαρχίες.

Ο συσχετισμός βεβαίως των στρατιωτικών δυνάμεων στις δύο χώρες είναι εξαιρετικά δυσανάλογος. Η Ουκρανία παραμένει μια υπερχρεωμένη χώρα και είναι αστείο να πιστεύει κάποιος ότι είναι σε θέση να αντιπαρατεθεί στρατιωτικά με τη Ρωσία. Γι’ αυτό και η ουκρανική κυβέρνηση επιθυμεί ουσιαστικά, η κρίση της χώρας της με τη Ρωσία να μετατοπιστεί σε κρίση ανάμεσα στις δυνάμεις του ΝΑΤΟ και τη Ρωσία.

Οι χώρες του ΝΑΤΟ όμως, δεν θα έπαιρναν ποτέ την απόφαση να αντιπαρατεθούν στρατιωτικά με τη Ρωσία, γιατί κάτι τέτοιο θα σηματοδοτούσε μια παγκόσμια αποσταθεροποίηση με ανυπολόγιστες τις συνέπειες. Αλλά και η Ρωσία γνωρίζει επίσης πολύ καλά ότι, μια πολεμική σύγκρουση με την Ουκρανία θα είχε ένα τεράστιο πολιτικό κόστος για την ίδια και ενδεχομένως έναν οικονομικό αποκλεισμό λόγω κυρώσεων από σημαντικά τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας.

Άλλωστε, και κατά τη διάρκεια του προηγούμενου «Ψυχρού Πολέμου» ποτέ δεν υπήρξε άμεση σύγκρουση ανάμεσα σε δυνάμεις του ΝΑΤΟ και δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Προς τι λοιπόν όλος αυτός ο πόλεμος νεύρων και προπαγάνδας ο οποίος μαίνεται το τελευταίο διάστημα; Πρόκειται ουσιαστικά για έναν θερμό πόλεμο εντυπώσεων μπροστά σε ένα παγωμένο παγκόσμιο ακροατήριο, με έντονα θεατρικά χαρακτηριστικά.

Από τη μια πλευρά οι ΗΠΑ επιδιώκουν με κάθε δυνατό τρόπο να προωθήσουν τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα – αυτό δηλαδή που κάνουν πάντα – και από την άλλη η Δύση εισπράττει τα ειρωνικά σχόλια του Κρεμλίνου, που ζητάει να τους πουν «πότε ακριβώς θα γίνει η φημολογούμενη από αυτούς εισβολή, για να προγραμματίσουν τις διακοπές τους…».

Ένα είναι σίγουρο. Η υποκριτική τέχνη είναι ιδιαίτερα γνώριμη τέχνη και στις δύο πλευρές.

Η απουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την ουκρανική κρίση είναι άκρως αποκαρδιωτική. Μέσα στην ίδια της την ήπειρο, αδυνατεί δυστυχώς να υψώσει μια ισχυρή ενιαία και αυτόνομη «φωνή» ειρήνης και συνεργασίας σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας. Ειδικότερα ως προς τη Ρωσία, η Ευρώπη έχει κάθε συμφέρον να αναπτύξει μια στρατηγική σχέση συνεργασίας μαζί της, που θα την ενίσχυε οικονομικά απέναντι στις ΗΠΑ και την Κίνα.

Η Ελλάδα, μπορεί να είναι μεν μια μικρή χώρα και ως τέτοια να μην μπορεί να αναλάβει μείζονα ρόλο, όμως ως μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, αλλά και διατηρώντας ταυτόχρονα ισχυρούς παραδοσιακούς δεσμούς με τη Ρωσία, οφείλει να συντάσσεται πάντα με την «πλευρά της ειρήνης».

Η Ουκρανία, με τους απέραντους σιτοβολώνες της, τον ορυκτό πλούτο της και την πολυπόθητη στρατηγική θέση της στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας, αποτελεί «εκλεκτό μεζέ» για τους «καλοφαγάδες» του πλανήτη. Κανένας δεν αγνοεί ότι το Ρωσικό καθεστώς είναι αυταρχικό και καταδικαστέο από κάθε δημοκρατική συνείδηση, με φίμωση της αντιπολίτευσης και του τύπου και με δολοφονίες αντιπάλων.

Η επιλεκτικότητα όμως όσων εργαλειοποιούν τη δημοκρατία για να προωθήσουν τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα είναι κραυγαλέα και προκλητική.

Μάταια θα αναζητήσουμε ανάλογες δημοκρατικές ευαισθησίες για σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο ή με δικτατορίες της υποσαχάριας Αφρικής. Το καλύτερο όμως παράδειγμα έρχεται από την Κύπρο του 1974, όπου η παράνομη Τουρκική εισβολή δεν ήταν τότε ούτε φήμη ούτε fake news, αλλά καμιά  μεγάλη δύναμη δεν ενοχλήθηκε… Έτσι, γιατί δεν ξεχνάμε και δεν πρέπει να ξεχνάμε…

Μέσα από την πυκνή ομίχλη της προπαγάνδας και της παραπληροφόρησης, η Δύση με τη στάση της, είτε επιχειρεί να κηρύξει έναν «ψυχολογικό πόλεμο» κατά της Μόσχας, είτε ετοιμάζεται να στηρίξει μια μείζονα ουκρανική στρατιωτική επίθεση στο Ντονμπάς και να χαρακτηρίσει τότε ως «εισβολή» την αναπόφευκτη Ρωσική αντίδραση.

Οι βαθύπλουτοι ολιγάρχες πάντως της Ουκρανίας, εγκατέλειψαν άρον-άρον τη χώρα, όπως ακριβώς εγκαταλείπουν τα ποντίκια το πλοίο που βυθίζεται…

Μας είπε το ΝΑΤΟ ότι, η Ρωσία θα εισέβαλε λέει στην Ουκρανία την προηγούμενη Τετάρτη. Δεν μας είπε όμως, ποια μέρα δεν θα «εισβάλει» με απειλές και παραβιάσεις το εκλεκτό μέλος του, η Τουρκία, εναντίον ενός άλλου επίσης μέλους του, της Ελλάδας; Αν φυσικά υπάρχει αυτή η μέρα! Τι μένει στο τέλος μετά απ’ όλα αυτά; Νομίζω, ο διαχρονικός αφορισμός του Αντόνιο Γκράμσι: «Η ιστορία διδάσκει αλλά δεν έχει κανέναν μαθητή».

https://moschonas.wordpress.com