Με τη ρύθμιση που προωθείται από την κυβέρνηση για την αλλαγή της μισθοδοσίας των κληρικών από το Δημόσιο και παρά τη διάθεση συνεννόησης που παρουσίασε ο Αρχιεπίσκοπος στη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό, περισσότερο έμπλεξαν τα πράγματα απ’ ότι ξεκαθάρισαν.

Το εκκλησιαστικό ζήτημα μετά τη διαφαινόμενη συμφωνία εξακολουθεί να παραμένει ένα από τα πλέον πολύπλοκα κοινωνικά και νομικά θέματα που απασχολούν τον τόπο τα τελευταία χρόνια.

Υπήρχε πάντα η κοινή βούληση για την επίλυση του θέματος μέσα από την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, για να απελευθερωθούν οικονομικές δυνάμεις που θα χρησιμοποιηθούν για το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας.

Με τη νέα συμφωνία για το εργασιακό καθεστώς των ιερέων τους οποίους η κυβέρνηση θυσιάζει για να απελευθερώσει 10.000 θέσεις εργασίας στο Δημόσιο, ως «πλειοδοσία» στο εμπόριο της ελπίδας για διορισμούς στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.

Για πρώτη φορά στην Ελλάδα μια κυβέρνηση και μάλιστα της Αριστεράς σπάει το καθεστώς της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων σε μεγάλη κλίμακα.

Εάν οριστικοποιηθεί η συμφωνία που ανακοινώθηκε προ ημερών, τότε 10.000 κληρικοί θα βρεθούν εκτός μισθολογίου του Δημοσίου και οι αμοιβές τους θα καταβάλλονται από το κράτος στην ιεραρχία με τη μορφή επιδότησης. Μ’ αυτό τον τρόπο ακολουθείται η εφαρμογή του γερμανικού μοντέλου, αλλά όπως όλοι γνωρίζουμε στην Ελλάδα οι επιδοτήσεις έρχονται και παρέρχονται με απλές νομοθετικές ρυθμίσεις.

Εκτός εάν οι εμπνευστές του σχεδίου υπολογίζουν ότι από την αξιοποίηση των δεσμευμένων σήμερα ακινήτων της εκκλησιαστικής περιουσίας θα αποκομίζονται τέτοια κέρδη στο κράτος, για να καλύπτεται το κόστος της «επιδότησης» χωρίς επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό.

Εάν το θέμα είναι τόσο απλό, εύλογα προκαλείται η απορία πώς δεν το είχαν σκεφτεί τόσα χρόνια οι προηγούμενοι πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες του τόπου. Ή μήπως πρέπει να θεωρήσουμε ότι το κοινό ανακοινωθέν αποτελεί επιχείρηση κατευνασμού του κλήρου, για τη μυστική διαπραγμάτευση που κυοφορήθηκε εν τη γενέσει της ομηρίας που οδηγούνται οι ιερείς για τη σωτηρία του χριστεπώνυμου λαού;

Σε κάθε περίπτωση είναι απογοητευτικό η Εκκλησία να συμφωνεί οτι η καταβολή του μισθού των ιερέων αποτελεί το εμπόδιο λειτουργίας διακριτών ρόλων Εκκλησίας και κράτους. Ταυτόχρονα απογοητευτικό είναι να θεωρείται ότι προάγεται η αυτονομία της Εκκλησίας με το να καταβάλλονται οι μισθοί με τη διαμεσολάβησή της. Είναι επίσης απαράδεκτο να συζητείται ένα τέτοιο σημαντικό θέμα ερήμην και της Εκκλησίας της Κρήτης.

Η Ορθόδοξη Ελλαδική Εκκλησία έχει πολλούς εχθρούς φανερούς και κρυφούς που την επιβουλεύονται. Ο Κλήρος παραμένει ανημέρωτος, αμέτοχος στις διαβουλεύσεις και τις μυστικές συμφωνίες που δρομολογούνται από τις πολιτικές και θρησκευτικές ηγεσίες.

Παρά ταύτα εξακολουθεί να στέκεται στο πλευρό του δοκιμαζόμενου λαού, προσφέροντας διακριτικά και αθόρυβα «τα σα εκ των σων» όλα τα χρόνια της οκταετούς οικονομικής κρίσης.

Εάν περάσει η συμφωνία ερήμην του λαού και του Κλήρου, θα έχει συμβεί ένα ιστορικών διαστάσεων πολιτικό, εκκλησιαστικό, εθνικό παραστράτημα και η Εκκλησία της Ελλάδος θα υποστεί νέο οδυνηρό πλήγμα. Η Εκκλησία διασώθηκε στο πέρασμα των αιώνων από πολλές δυσμενέστερες καταστάσεις. Σήμερα εμφανίζεται να συμφωνεί με την κυβέρνηση υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες για τις συνταγματικές αλλαγές και την ουδετερότητά της.

Το Σύνταγμα της Ελλάδας προτάσσει τη θρησκευτική ελευθερία για όλους τους Έλληνες, για όλες τις μειονότητες, για όλες τις θρησκευτικές ομάδες. Η προτεινόμενη ουδετερότητα του κράτους ακυρώνει την ιστορία της αδιάρρηκτης σχέσης του Ελληνισμού με την Ορθοδοξία, καθιστώντας επίκαιρη τη χριστιανική ρήση «Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί»…