Του Θανάση Γιαπιτζάκη

Όχι, δεν κάνουμε αναφορά σε τζιχαντιστές Μουσουλμάνους και σε σταυροφόρους Χριστιανούς. Όμως μιλάμε για έναν άνθρωπο από τον Λίβανο – που σ’ αυτόν, μέσα του κι έξω του, ανταμώσανε αυτοί οι δυό κόσμοι. Ήταν Άραβας αλλά Χριστιανός, πασίγνωστος ποιητής αλλά και εξαιρετικός ζωγράφος που θύμιζε Ντα Βίντσι, με έργα που είχαν άξονά τους τον μυστικισμό. Το όνομά του ακούγεται σήμερα στον αραβικό κόσμο όπως το όνομα του Ομάρ Καγιάμ – κυρίως γιατί, με τις δημιουργίες του, στάθηκε ένας από τους ουσιαστικότερους υπερμάχους του αραβικού κόσμου για ανεξαρτησία. Μπορεί να γεννήθηκε μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που – στις μέρες του – είχε στην κατοχή της την Συρία και τον Λίβανο, όμως πέθανε ελεύθερος και τιμημένος στην Νέα Υόρκη του νέου καιρού του.

Δείτε τον τρόπο που μαθαίνονταν οι επιγραμματοποιημένες λέξεις στο γράψιμό του: «Πρόσεξε τις σκέψεις σου-γίνονται λόγια. Πρόσεξε τα λόγια σου-γίνονται πράξεις. Πρόσεξε τις πράξεις σου-γίνονται συνήθειες. Πρόσεξε τις συνήθειές σου-γίνονται χαρακτήρας. Πρόσεξε τον χαρακτήρα σου-γίνεται η μοίρα σου». Ή σε επισημάνσεις: «Δεν βλέπουμε τα πράγματα όπως είναι στην πραγματικότητα. Τα βλέπουμε σύμφωνα με το ποιοί είμαστε εμείς». Οι λέξεις του όμως παντού έχουνε μείνει να έχουν τον ήχο της ποίησης: «Η αλήθεια της Μουσικής βρίσκεται στη δόνηση εκείνη που παραμένει στο αυτί, όταν ο τραγουδιστής έχει τελειώσει το τραγούδι και ο οργανοπαίκτης δεν αγγίζει πια τις χορδές».

Σκίτσο από το χέρι του Χαλίλ Γκιμπράν

 

Ο «Προφήτης» και ο «Ιησούς» είναι τα κορυφαία δημιουργήματά του στην ποιητική πεζογραφία. Χαρακτηριστικό και των δύο γραπτών μνημείων του είναι ότι τα συνθέτουν κεφάλαια μικρά, με διαφορετικά μεταξύ τους θέματα. Γραμμένος ο «Προφήτης» από τον ίδιο απευθείας στα αγγλικά, έχει για έναυσμα πριν απ’ όλα την δική του μικρή ιστορία: Μια Αμερικανίδα που λεγόταν Ζοζεφίν Πήμποντυ και που ήταν η πρώτη γυναίκα που ερωτεύθηκε βαθιά ο Γκιμπράν, ενώ απέρριψε την πρόταση γάμου που της έκανε, ωστόσο η φροντίδα της κι η προσοχή της ήταν η μεγάλη έμπνευση πίσω από τον «Προφήτη». Ο τίτλος του βασίστηκε σε ένα ενδεκάστιχο ποίημα της Ζοζεφίν, που είχε γράψει τον Δεκέμβριο του 1902, για τη ζωή του Γκιμπράν στη γενέτειρά του, όπως εκείνη την φαντάστηκε. Γι’ αυτό, αργότερα, ο Γκιμπράν τής αφιέρωσε την έκδοση του βιβλίου του το 1923. Σ’ αυτή την πρώτη έκδοση τα αντίτυπα ήταν δύο χιλιάδες και σήμερα πωλούνται εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο.

Ο προφήτης Αλ Μουστάφα έζησε στη μακρυνή πόλη της Ορφαλεζίας για δώδεκα χρόνια και, όπου να ’ναι, θα επιβιβαστεί σ’ ένα πλοίο που θα τον πάει πίσω στην πατρίδα του. Στον δρόμο του προς το πλοίο τον σταματάει μια ομάδα ανθρώπων, που τον βάζει να τους μιλήσει για μια πληθώρα θεμάτων γύρω από τη ζωή κι από την ανθρώπινη φύση. Μερικά απ’ αυτά, είναι οι έννοιες και τα χαρακτηριστικά της αγάπης, του γάμου, των παιδιών, του μοιράσματος με άλλους ανθρώπους, του φαγητού και του ποτού, της εργασίας, της χαράς και της λύπης, το έγκλημα και η τιμωρία, η ελευθερία, η λογική και το πάθος, ο πόνος, η αυτογνωσία, η διδαχή, η φιλία, ο χρόνος, το καλό και το κακό, η προσευχή, η ευχαρίστηση, η ομορφιά, η θρησκεία, ο θάνατος. Το βιβλίο γνώρισε μεγάλη διεθνή αποδοχή, μεταφράστηκε σε πάνω από 40 γλώσσες, και ενδεικτικά λέω ότι έως το 2012 είχε φτάσει τα εννιά εκατομμύρια αντίτυπα σε πωλήσεις μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες.

  Σύνθεση του Γκιμπράν όταν ήταν μικρός και στην εφηβεία του

 

Παραθέτω εδώ ένα χαρακτηριστικό μέρος από τις αναφορές του Προφήτη πρώτα στο θέμα του γάμου – και μετά, με θέμα τα παιδιά:

«Και τι έχεις να πεις για το γάμο δάσκαλε; Κι εκείνος αποκρίθηκε έτσι: «Γεννηθήκατε μαζί, και θα είστε παντοτινά μαζί. Θα είστε μαζί κι όταν τα άσπρα φτερά του θανάτου σκορπίσουν τις μέρες σας. Ναι, θα είστε μαζί ακόμα και μέσα στη σιωπηλή ανάμνηση του Θεού. Αφήστε όμως να υπάρχουν αποστάσεις στην ένωσή σας. Κι αφήστε τους ανέμους του ουρανού να χορεύουν ανάμεσά σας. Αγαπάτε ο ένας τον άλλο, αλλά μη κάνετε δεσμά από την αγάπη. Αφήστε την αγάπη να είναι σα μια κινούμενη θάλασσα ανάμεσα στις ακτές των ψυχών σας.

Γεμίστε τις κούπες ο ένας του άλλου, αλλά μην πίνετε από την ίδια κούπα. Δίνετε ο ένας στον άλλο από το ψωμί σας, αλλά μην τρώτε από το ίδιο κομμάτι. Τραγουδάτε και χορεύετε μαζί και χαρείτε, αλλά ας μένει ο καθένας μόνος του. Καθώς οι χορδές του λαγούτου είναι μόνες, παρ’ όλο που δονούνται με την ίδια μουσική. Δώστε τις καρδιές σας, όχι όμως στη φύλαξη ο ένας του άλλου. Γιατί μόνο το χέρι της ζωής μπορεί να κρατήσει τις καρδιές σας. Να στέκεστε μαζί, κι ωστόσο όχι πολύ κοντά μαζί: Γιατί οι κολόνες του ναού στέκονται χώρια, και η βελανιδιά και το κυπαρίσσι δεν φυτρώνουν το ένα στη σκιά του άλλου».

«Τα παιδιά δεν είναι παιδιά σας. Είναι οι γιοί και οι κόρες της Ζωής για τη ζωή. Έρχονται στη ζωή με τη βοήθειά σας, αλλά όχι από σας. Και μ’ όλο που είναι μαζί σας, δεν ανήκουν σε σας. Μπορείτε να τους δώσετε την αγάπη σας, όχι όμως και τις ιδέες σας. Γιατί αυτά έχουν τις δικιές τους ιδέες. Μπορείτε να στεγάσετε το σώμα τους. Όχι όμως και την ψυχή τους. Γιατί η ψυχή τους κατοικεί στο σπίτι του Αύριο, που εσείς δεν μπορείτε να επισκεφτείτε ούτε στα όνειρά σας. Μπορείτε να προσπαθήσετε να τους μοιάσετε, αλλά μη γυρεύετε να τα κάνετε αυτά να σας μοιάσουν.

Γιατί η Ζωή δεν πηγαίνει προς τα πίσω και δεν σταματάει στο χθες. Εσείς είστε τα τόξα, απ’ όπου τα παιδιά σας σαν ζωντανά βέλη θα τιναχτούν μπροστά. Ο Τοξότης βλέπει το σημάδι πάνω στο μονοπάτι του Απείρου, και σας λυγίζει με τη δύναμή του, ώστε τα βέλη του να τιναχτούν γοργά και μακρυά. Το λύγισμά σας, στο χέρι του Τοξότη, ας είναι για σας χαρά. Γιατί όπως αυτός αγαπά τα βέλη που πετούν, έτσι αγαπά και τα τόξα που είναι σταθερά».

Ο ίδιος ο ποιητής είχε πει για το σημαντικότερο έργο του τα εξής: «Πιστεύω πως από τότε που συνέλαβα τον «Προφήτη» στο όρος Λίβανος, δεν μπορώ να υπάρξω χωρίς αυτόν. Φαίνεται πως έγινε ένα τμήμα του εαυτού μου… Φύλαξα το χειρόγραφο για τέσσερα χρόνια προτού το παραδώσω στον εκδότη μου, επειδή ήθελα να είμαι βέβαιος, απόλυτα βέβαιος, πως κάθε του λέξη είναι ό,τι καλύτερο έχω να προσφέρω». Το αίτημα της καθολικής αγάπης που διαπνέει τον «Προφήτη» του Γκιμπράν, λέει κάποιος σχολιαστής, του προσδίδει μια οραματική αλλά και απτή διάσταση. Είναι ένα έργο που το μήνυμά του παραμένει και σήμερα επίκαιρο κι αναγκαίο.

 

Το άλλο έργο του – που είναι επίσης κορυφαίο του και τον εκφράζει κι αυτό, γιατί είναι Χριστιανός, όχι τόσο με την έννοια του πιστού, όσο με την έννοια του άμεσου ερευνητή και του φιλοσόφου, είναι ο «Ιησούς, ο Γιος του Ανθρώπου». Λέει σ’ αυτόν ο Γκιμπράν: «Τώρα καταλαβαίνεις γιατί αρκετοί από μας Τον λέμε Γιο του Ανθρώπου. Αυτός ο ίδιος ήθελε να λέγεται μ’ αυτό το όνομα, γιατί γνώρισε την πείνα και τη δίψα του ανθρώπου κι είδε τον άνθρωπο να αναζητάει τον καλύτερο εαυτό του».

 

Διαβάζω στο οπισθόφυλλο του βιβλίου των εκδόσεων Ωκεανίδα με τη μετάφραση που έχει γίνει από την Αναστασία Τρουλάκη: «Ο Χαλίλ Γκιμπράν γεφυρώνει με την πένα του την αραβική κληρονομιά με τον δυτικό ελληνοχριστιανικό ανθρωπισμό, θυμίζοντας στον άνθρωπο των πολέμων, της επιστήμης και της ταχύτητας, την ξεχασμένη σοφία που υπάρχει μέσα του». Διαβάζω και στις εκδόσεις Μπουκουμάνη με τη μετάφραση (αυτό είναι έκπληξη) που έχει γίνει από εμένα, τον Θανάση Γιαπιτζάκη, που στο δικό του οπισθόφυλλο γράφω τα εξής: «Ο Ιησούς, ο Γιος του Ανθρώπου, μας είναι γνωστός από τα Ευαγγέλια κι από τον Παύλο που έδωσε φιλοσοφικό βιώσιμο περιεχόμενο στα κοινωνικά κηρύγματα του Ιησού.

Όμως, πάνω σε γνώριμα μοτίβα και ονόματα, ο Χαλίλ Γκιμπράν δημιουργεί μια μυθολογία γύρω από τον Ιησού που καταφέρνει με ποιητικούς και φιλοσοφικούς τρόπους να βγάλει το προσωπείο της θρησκείας και να δείξει την απλότητα του μεγαλείου του. Πέρα απ’ τον ιστορικό Ιησού που η Ρώμη τον εκτέλεσε με σταυρό αγνοώντας τον, και πέρα από τον αποθεωμένο Ιησού όπως τον γνωρίζει ο Χριστιανικός Κόσμος που δημιούργησε ο Παύλος, εδώ έχουμε τον ποιητικό Ιησού δοσμένο μέσα από τα λόγια 77 συγχρόνων του, που είναι φίλοι του ή εχθροί του, που είναι Σύριοι, Έλληνες, Ρωμαίοι, Εβραίοι, Πέρσες, που είναι  ιερείς και πόρνες, γείτονες, μαθητές του και ποιητές. Γι’ αυτό μας γίνεται προσιτός, χαρούμενος, πολύπλευρος, γελαστός, ζωηρός, όπως τον υποψιαζόμαστε αλλά δεν το ξέρουμε με τα αυστηρά τέμπλα της εκκλησίας».

 

Παρόλο που δημιούργησε ομορφιά μέσα από τα λόγια του κι από τα ζωγραφικά έργα του, η ζωή του ήταν άσχημη, δύσκολη και σύντομη – αφού, για να αντιμετωπίσει τους πόνους από προβλήματα υγείας του, άρχισε να πίνει για να ανακουφίζεται και πέθανε το 1931 από κίρρωση του ήπατος στα σαρανταοκτώ του χρόνια. Η ζωή του είχε ήδη πάρει την τροπή προς τον θάνατο το 1928, πέντε χρόνια μετά τον «Προφήτη», όταν ήρθε στο φως των εκδόσεων ο «Ιησούς, ο Γιος του Ανθρώπου».

Ένας Ιησούς καθαρά δικός του, που μέσα από τον ίδιο τρόπο γραψίματός του συναντήθηκε με τον Προφήτη. Δείτε μια ενδεικτική σελίδα του – όπως την είχα μεταφράσει – και θα καταλάβετε: «Όχι, ο Ιησούς δεν ήταν φάντασμα ούτε φαντασία των ποιητών. Ήτανε άνθρωπος σαν εσένα και σαν εμένα. Αλλά μόνο στη θέα και στο άγγιγμα και στο άκουσμα. Σ’ όλους τους άλλους τρόπους ήταν διαφορετικός από μας. Ήταν άνθρωπος της χαράς.

Κι ήταν πάνω στο δρόμο της χαράς που αντάμωνε τις πίκρες όλων των ανθρώπων. Και ήταν από τις ψηλές οροφές των θλίψεών Του που κοιτούσε τη χαρά όλων των ανθρώπων. Έβλεπε οράματα που δεν βλέπαμε κι άκουγε φωνές που δεν ακούγαμε. Και μιλούσε σαν σε αόρατα πλήθη και συχνά μιλούσε μέσα από μας σε γενιές αγέννητες ακόμα. Ο Ιησούς ήταν συχνά μόνος. Ήταν μαζί, ανάμεσά μας, μα δεν ήταν ίδιος με μας. Και μόνο στη μοναξιά μας μπορούσαμε να βρούμε τη γη της μοναξιάς Του.

Μας αγαπούσε με τρυφερή αγάπη. Η καρδιά Του ήταν ένα πατητήρι. Συ κι εγώ μπορούσαμε να πλησιάσουμε με μια κούπα και να πιούμε από κει. Ένα πράγμα δεν καταλάβαινα στον Ιησού. Ήτανε χαρούμενος με τους ακροατές Του. Αστειευότανε κι έπαιζε με τις λέξεις και γέλαγε μ’ όλη τη δύναμη της καρδιάς Του, ακόμα κι όταν υπήρχαν αποστάσεις στα μάτια Του και στη φωνή Του θλίψη. Μα, τώρα καταλαβαίνω. Συχνά σκέφτομαι τη Γη σαν μια γυναίκα που τη βαραίνει το πρώτο της παιδί. Όταν γεννήθηκε ο Ιησούς, ήταν το πρώτο παιδί. Κι όταν πέθανε, ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πέθανε. Επειδή, δεν σου φάνηκε πως η Γη ήταν

      Δείγμα συμβολικής ζωγραφικής του Γκιμπράν

 

ακίνητη εκείνη τη σκοτεινή Παρασκευή και τα ουράνια ήταν σε πόλεμο με τον Ουρανό;  Και δεν ένιωσες, όταν το πρόσωπό Του χάθηκε απ’ τη ματιά μας, σαν να μην ήμασταν τίποτ’ άλλο παρά αναμνήσεις μέσα στην ομίχλη;»

Ο Χαλίλ Γκιμπράν, με την φωνή δήθεν κάποιου από την Αντιόχεια, δεν διστάζει να συγκρίνει τον Ιησού με τον Παύλο, αυτόν που προώθησε σε άλλη αντίληψη τα κηρύγματά του: «Σήμερα άκουσα τον Σαούλ της Ταρσού να κηρύττει τον Χριστό στους Εβραίους αυτής εδώ της πόλης. Τον ήξερα στα νιάτα μου κι εκείνες τις μέρες ήταν διώκτης των φίλων του Ναζαρηνού. Θυμάμαι καλά την ικανοποίησή του, όταν οι σύντροφοί του λιθοβόλησαν τον αχτινοβόλο νέο που λεγόταν Στέφανος. Πράγματι, παράξενος άνθρωπος αυτός ο Παύλος.

Η ψυχή του δεν είναι η ψυχή ενός λεύτερου ανθρώπου. Ώρες-ώρες φαινότανε σαν ζώο μες στο δάσος κυνηγημένο και πληγωμένο που γυρεύει μια σπηλιά, για να κρύψει μέσα της τον πόνο του απ’ τον κόσμο. Δεν μιλάει για τον Ιησού, ούτε επαναλαμβάνει τα λόγια του. Κηρύττει τον Μεσσία που οι παλιοί προφήτες έχουνε πει από πριν. Και, μολονότι ειν’ ο ίδιος ένας μορφωμένος Εβραίος, απευθύνεται στους συμπατριώτες Εβραίους μιλώντας ελληνικά. Και τα ελληνικά του χωλαίνουνε και διαλέγει δύσκολα τις λέξεις του. Αλλά είναι ένας άνθρωπος με κρυφές δυνάμεις κι η παρουσία του επιβεβαιώνεται από κείνους που μαζεύονται γύρω του. κι είναι στιγμές που τους κάνει να βεβαιωθούν για κάτι που ο ίδιος δεν είναι βέβαιος.

Εμείς που γνωρίσαμε τον Ιησού και ακούσαμε τις ομιλίες Του, λέμε ότι Αυτός δίδαξε τον άνθρωπο πώς να σπάσει τις αλυσίδες των δεσμών του, για να μπορεί να λευτερωθεί από τα χτες του. Αλλά ο Παύλος σφυρηλατεί αλυσίδες για τον άνθρωπο του αύριο. Χτυπάει με το δικό του σφυρί πάνω στ’ αμόνι, στο όνομα κάποιου που δεν γνώρισε. Ο Ναζαρηνός μάς κάνει να ζούμε την ώρα στο πάθος και στην έκσταση. Ο άνθρωπος της Ταρσού μας κάνει να προσέχουμε τους νόμους που είναι γραμμένοι στα αρχαία βιβλία. Ο Ιησούς, όταν καθόταν στο τραπέζι, έλεγε ιστορίες που έδιναν ευχαρίστηση στους συμποσιαστές Του κι αρωμάτιζαν το κρασί και το κρέας με τη χαρά Του. Αλλά ο Παύλος καθορίζει το ψωμί μας και το κύπελλό μας. Και τώρα, άφησέ με να στρέψω τα μάτια μου κατά την άλλη πλευρά».

Στο τέλος του βιβλίου του έχει βάλει τίτλο «Ένας άνθρωπος απ’ το Λίβανο, δεκαεννιά αιώνες μετά». Είναι ο ίδιος ο Χαλίλ Γκιμπράν και απευθύνεται στον Ιησού:

«Δάσκαλε, Τραγουδιστή Δάσκαλε, των ανείπωτων λέξεων Δάσκαλε! Εφτά φορές γεννήθηκα κι εφτά φορές έχω πεθάνει απ’ τη βιαστική επίσκεψή σου και το σύντομό μας καλωσόρισμα. Και νά, που ζω ξανά, ξαναφέρνοντας στο νου μια μέρα και μια νύχτα εκεί ανάμεσα στους λόφους, όταν η παλίρροιά σου μας ανέβαζε. Από κει κι ύστερα, πολλά μέρη και πολλές θάλασσες διέσχισα κι όπου κι αν με πήγε η σέλα ή το πανί, τ’ όνομά σου ήταν προσευχή ή αμφισβήτηση. Οι άνθρωποι σε δοξάζουν ή σε βλαστημάνε. Η βλαστήμια, ξέσπασμα σ’ αποτυχία. Το δόξασμα, ύμνος του κυνηγού που γυρίζει απ’ τα βουνά με κυνήγι για το ταίρι του.

Οι τότε φίλοι σου είναι ακόμα μαζί μας για παρηγοριά και για βοήθεια κι οι τότε εχθροί σου για δύναμη κα για επισφράγιση. Η μητέρα σου είναι μαζί μας. Έχω δει τη λάμψη του προσώπου της, συναντώντας όλες τις μητέρες. Το χέρι της κούνιες λικνίζει με απαλότητα, το χέρι της τυλίγει σάβανα με τρυφερότητα. Κι η Μαρία Μαγδαληνή είναι ακόμα ανάμεσά μας, αυτή που δοκίμασε το ξίδι της ζωής και μετά το κρασί της. Κι ο Ιούδας, ο άνθρωπος του πόνου και των μικρών αμφισβητήσεων, περπατάει κι αυτός στη γη. Κι ο Ιωάννης που η νιότη του αγάπησε την ομορφιά, ειν’ εδώ και τραγουδάει αθέατος. Κι ο Σίμων Πέτρος ο ορμητικός, που σ’ αρνήθηκε, ώστε να μπορέσει να ζήσει περισσότερο για σένα, κι αυτός κάθεται πλάι στη φωτιά μας.

 

Μπορεί να σ’ αρνηθεί ξανά πριν την αυγή μιας άλλης μέρας, όμως θα σταυρώνεται για το ιδανικό σου και θα θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο της τιμής. Κι ο Καϊάφας κι ο Άννας ακόμα ζουν τη μέρα τους και δικάζουν τον ένοχο και τον αθώο. Κοιμούνται στο πουπουλένιο τους κρεβάτι, ενώ αυτός που έχουν δικάσει, υποφέρει απ’ τα μαστίγια. Κι η γυναίκα που πιάστηκε ν’ απατάει τον άντρα της κι αυτή περπατάει στους δρόμους της πόλης μας κι αποζητάει ψωμί που δεν έχει γίνει ακόμα κι είναι μόνη σ’ ένα άδειο σπίτι. Κι ο Πόντιος Πιλάτος είναι κι αυτός εδώ: Στέκει με δέος μπροστά σου και σε ρωτάει ακόμα, μα δεν τολμάει να ρισκάρει τη θέση του ή να αψηφήσει έναν ξένον όχλο. Και νίβει τα χέρια του. ακόμα και τώρα, η Ιερουσαλήμ βαστάει τη λεκάνη κι η Ρώμη το κανάτι κι ανάμεσα στις δυό τους, χιλιάδες χέρια νίβονται στην ουδετερότητα.

Δάσκαλε, Ποιητή Δάσκαλε, Δάσκαλε των σιωπηλών μας πόθων, η καρδιά του κόσμου χτυπάει με τον παλμό της καρδιάς σου, αλλά δεν φλέγεται με το τραγούδι σου. Ο κόσμος κάθεται ακούγοντας τη φωνή με ήρεμη χαρά, μα δεν σηκώνεται απ’ τη  θέση του ν’ ανηφορίσει στα υψώματα των λόφων σου. Ο άνθρωπος ονειρεύεται τ’ όνειρό σου, μα δεν θα ξυπνήσει στην αυγή σου που είναι το μεγαλύτερο όνειρό του. Βλέπει με τ’ όραμά σου, μα δεν σέρνει τα βαριά πόδια του ως τον θρόνο σου. Κι όμως, πολλοί έχουν ενθρονιστεί στο όνομά σου και στέφτηκαν με τη δύναμή σου και κάναν τη χρυσή σου επίσκεψη κορώνες για τα κεφάλια τους και σκήπτρα για το χέρι τους.

«Οι Λέαινες» από τον νου και το χέρι του Χαλίλ Γκιμπράν

 

Δάσκαλε, του Φωτός Δάσκαλε, που τα μάτια σου κατοικούν στου τυφλού τα δάχτυλα που ψηλαφούνε, είσαι ακόμα περιφρονημένος και κοροϊδεμένος, ένας άνθρωπος πολύ αδύνατος κι άστατος για να ’σαι Θεός, ένας Θεός πάρα πολύ άνθρωπος για να σου προσφέρουνε λατρεία. Η λειτουργία τους κι ο ύμνος τους, η μετάληψή τους και το κομποσχοίνι τους, είναι για τον φυλακισμένο τους εαυτό. Εσύ είσαι ακόμα ο μακρινός τους εαυτός, ο απόμακρός τους λυγμός και το πάθος τους.

Μα Δάσκαλε, Ουράνια Καρδιά, Ιππότη του ωραιότερού μας ονείρου, ακόμα περπατάς αυτή τη μέρα. Ούτε τόξα ούτε βέλη θα εμποδίσουνε τα βήματά σου. Περπατάς μέσα απ’ όλα μας τα βέλη. Χαμογελάς κάτω προς εμάς και, αν και είσαι ο μικρότερος απ’ όλους μας, μας έχεις γίνει σ’ όλους ο πατέρας. Ποιητή, Τραγουδιστή, Μεγάλη Καρδιά, ας ευλογεί ο Θεός μας τ’ όνομά σου και τη μήτρα που σ’ έφερε και τα στήθια που σου ’δωσαν το γάλα. Κι ο Θεός ας μας συγχωρέσει όλους μας».

Καταλάβατε τώρα γιατί θέλησα στη ζωή μου να μεταφράσω στον «Ιησού» τέτοιες λέξεις από την ποιητική ομορφιά του Χαλίλ Γκιμπράν.

 

Εργογραφία

Έργα γραμμένα στην Αραβική

  • 1905: Μουσική– (Nubthah fi Fan Al-Musiqa), (ελλ. μτφ. Δέσποινα Σαραφίδου για τις εκδ. “PRINTA”, 2009)
  • 1906: Νύμφες της Κοιλάδαςή Νύμφες του Πνεύματος – (Ara’is al-Muruj), (ελλ. μτφ. Θανάσης Γιαπιτζάκης, “Μπουκουμάνης” 1984 και Αργυρώ Πάτσου για τις εκδ. “PRINTA”, 2001)
  • 1908: Επαναστατημένα Πνεύματα– (Al-Arwah al-Mutamarrida), (ελλ. μτφ. Χρυσόστομος Παπασπύρου για τις εκδ. “Μπουκουμάνης”, 1984)
  • 1912: μυθιστόρημα: Σπασμένα Φτερά– (Al-Ajniha al-Mutakassira), (ελλ. μτφ. Κώστας Καλογερόπουλος, “Ιάμβλιχος”, 2007 – Μαρία Φανιουδάκη, εκδ. “PRINTA”, 2010)
  • 1914: Δάκρυ και Χαμόγελο– (Dam’a wa Ibtisama), (ελλ. μτφ. Ρένα Χατχουτ για τις εκδ. “Μπουκουμάνης”, 1978 – Κώστας Καλογερόπουλος, “Ιάμβλιχος”, 2008)
  • 1918: Η Λιτανεία– (Al-Mawakib), (ελλ. μτφ. Χρυσόστομος Παπασπύρου για τις εκδ. “Μπουκουμάνης”, 1984)
  • 1920: Al-‘Awāsif(The tempests)
  • 1923: Al-Bada’i’ waal-Tara’if(The New and the Marvellous)

Έργα γραμμένα στην Αγγλική που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του

  • 1918: Ο Τρελός– (The Madman), (ελλ. μτφ Σταύρος Μελισσηνός για τις εκδ. “Μπουκουμάνης”, 1976 – Κώστας Προκοπίου για τις εκδ. “Πύρινος Κόσμος”, 1990 – Κώστας Καλογερόπουλος για τις εκδ. “Ιάμβλιχος”, 2007 – Δέσποινα Σαραφίδου για τις εκδ. “PRINTA”, 2009)
  • 1919: Twenty Drawings
  • 1920: Ο Πρόδρομος– (The Forerunner), (ελλ. μτφ. Θανάσης Γιαπιτζάκης για τις εκδ. “Μπουκουμάνης”, 1986, – Γιώργος Ευλογημένος για τις εκδ. “Δαιδαλέος”, 2017)
  • 1923: Ο Προφήτης– (The Prophet), (ελλ. μτφ. Ελένη Γκαγκάτσιου για τις εκδ. “Παπασωτηρίου, 2008 – Κώστας Παχύδης για τις εκδ. “Ιάμβλιχος”, 2013 -Γιώργος Λαμπράκος για τις εκδ. “Πατάκης”, 2013 – Θεανώ Ζαμπέλα για τις εκδ. “Captainbook.gr”, 2017 )
  • 1926: Άμμος και Αφρός– (Sand and Foam), (ελλ.μτφ. Ευάγγελος Γραμμένος για τις εκδ. “Μπουκουμάνης”, 1991 – Κώστας Καλογερόπουλος για τις εκδ. “Ιάμβλιχος”, 1997 – Ρενέ Μαλτέζου για τις εκδ. “Printa”, 2004)
  • 1927: Kingdom of the Imagination
  • 1928: Ιησούς ο Γιος του Ανθρώπου– (Jesus, The Son of Man), (ελλ. μτφ. Θανάσης Γιαπιτζάκης, “Μπουκουμάνης”, 1985 – Κώστας Καλογερόπουλος, “Ιάμβλιχος”, 1998)
  • 1931: Οι Θεοί της Γης– (The earth Gods), (ελλ. μτφ. Θανάσης Γιαπιτζάκης για τις εκδ. “Μπουκουμάνης”, 1985)