Η τραγελαφική εικόνα της πτώσης του εμβληματικού πίνακα του Πάμπλο Πικάσο, φέρνοντας πρόσφατα τη χώρα μας αντιμέτωπη με τον διεθνή διασυρμό, είναι φυσικό να προκαλεί, εκτός από τη ντροπή και την αγανάκτηση, και αρκετούς προβληματισμούς σε κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο.
Το κωμικοτραγικό στιγμιότυπο, κατά το οποίο, ο κλαπείς το 2012 από την Εθνική Πινακοθήκη και ευρεθείς το 2021 πίνακας του Πικάσο, γλιστράει από ένα τυχαίο ράφι που είχε τοποθετηθεί πρόχειρα και πέφτει στο πάτωμα, ενώ στη συνέχεια ο αστυνομικός υπάλληλος με γυμνά χέρια, τον σηκώνει και τον επανατοποθετεί στη θέση του, έχει κάνει το γύρο του κόσμου μέσα από τα ξένα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Τα ελληνικά, δυστυχώς, απουσίαζαν και τούτη τη φορά για τους γνωστούς λόγους…
Θυμίζουμε ότι, το «Γυναικείο κεφάλι» του Πικάσο και ο «Ανεμόμυλος Στάμμερ» του Μοντριάν, χρησιμοποιήθηκαν ως «φόντο» κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου των Υπουργείων Προστασίας του Πολίτη και Πολιτισμού αντίστοιχα, για την διαλεύκανση της κλοπής τους, αλλά με τραγελαφική την κατάληξη.
Οι δύο υπουργοί της κυβέρνησης, που επιδιώκουν με κάθε τρόπο τη δημοσιότητα, ήλπιζαν να ανταλλάξουν συχαρίκια στον τηλεοπτικό «αέρα», αλλά στο τέλος δεν τους βγήκε. «Πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι», σαν να λέμε!
Το όλο θέμα που ανέκυψε με την κλοπή των σπουδαίων έργων τέχνης από την Εθνική Πινακοθήκη και με την ανάκτησή τους μετά από εννέα χρόνια, αφήνει πολλά κενά, αλλά ακόμα περισσότερα ερωτηματικά.
Ως πρωταγωνιστές εδώ αναδείχθηκαν, ο φυσικός αυτουργός και «φιλότεχνος» ελαιοχρωματιστής και μάλιστα χωρίς συνεργούς(;) και ο διαχρονικά ηθικός αυτουργός, που είναι η ελλιπής φύλαξη των μουσείων μας και των αρχαιολογικών μας χώρων, εξαιτίας της υποστελέχωσης των χώρων αυτών με φύλακες, αλλά και η απουσία κατάλληλης σύγχρονης υλικοτεχνικής υποδομής. Βλέπετε, μπορεί τα «λεφτά να υπάρχουν» για άλλες «περιπτώσεις», αλλά για τους χώρους που φιλοξενούν τους πολιτιστικούς μας θησαυρούς, δεν περισσεύουν. Εκεί δεν «σπαταλάμε» χρήμα…
Τα εννέα χρόνια που απαιτήθηκαν για την εξιχνίαση της κλοπής των δύο εκ των τριών σημαντικών έργων τέχνης, μπορεί να φαίνονται λογικά, όταν έχεις να αντιμετωπίσεις διεθνή δαιδαλώδη κυκλώματα αρχαιοκαπηλίας, με αδίστακτους εμπόρους έργων τέχνης παγκόσμιας εμβέλειας. Φαντάζουν όμως πάρα πολλά αυτά τα εννέα χρόνια, όταν τελικά καταλήγεις σε έναν ερασιτέχνη διαρρήκτη ελαιοχρωματιστή από το Πόρτο Ράφτη!
Αν φυσικά εκείνος έδρασε μόνος του, όπως μας λένε…
Το έργο του Πικάσο, που κατακρημνίστηκε την ώρα που έδιναν την κοινή συνέντευξη Τύπου ο Χρυσοχοΐδης και η Μενδώνη, έχει ιστορική αξία για τη χώρα μας. Πρόκειται για πίνακα ζωγραφικής, λάδι σε μουσαμά, διαστάσεων 56×40, που φιλοτεχνήθηκε από τον διάσημο Ισπανό ζωγράφο το 1939 και απεικονίζει γυναικείο κεφάλι. Το έργο αυτό αποτέλεσε το 1949, (δέκα χρόνια μετά τη δημιουργία του), δωρεά του καλλιτέχνη προς τον Ελληνικό λαό, ως τιμητική προσφορά για τη γενναία Αντίστασή του κατά τη διάρκεια της κατοχής, στο πλαίσιο της δωρεάς έργων Γάλλων καλλιτεχνών.
Η πτώση λοιπόν αυτού του εμβληματικού για τη χώρα μας έργου τέχνης, και μάλιστα σε παγκόσμια θέα, δεν αποτελεί απλώς μια ατυχή, κωμικοτραγική στιγμή, αλλά την συμπύκνωση της γελοιότητας, της ανικανότητας, της κουτοπονηριάς και της προχειρότητας, που συνεχίζουν δυστυχώς, ως μειονεκτήματα, να «ευδοκιμούν» σε τούτον εδώ τον τόπο.
Ο πίνακας έπεσε γιατί «η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν ήταν η προτεραιότητα», σημειώνει χαρακτηριστικά σε σχετική ανακοίνωση που εξέδωσε η Πανελλήνια Ένωση Συντηρητών Αρχαιοτήτων.
Η πρώτη φυσιολογική αντίδραση στη θέα της πτώσης του πίνακα του Πικάσο, είναι ένα αυθόρμητο γέλιο. Αμέσως μετά όμως, συνειδητοποιείς ότι την κωμική διάσταση της αντίδρασης την διαδέχεται ένα βαθύ αίσθημα ντροπής και μιζέριας, αποτροπιασμού και απογοήτευσης.
Όταν ο πίνακας του Πικάσο βρέθηκε στο… πάτωμα του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, αντάμωσε εκεί στο ίδιο πάτωμα, την Ελλάδα που μας πληγώνει, την Ελλάδα που μας απογοητεύει και μας στεναχωρεί. Εκεί όπου, η ανικανότητα και η ανεπάρκεια της Ελληνικής Αστυνομίας, συνάντησε τη μιζέρια και την κακομοιριά του Ελληνικού Δημοσίου, με τον διαχρονικό γκισέ, τις πλαστικές σακούλες και τα γυμνά χέρια του αστυνομικού υπαλλήλου (ή του ειδικού συμβούλου του υπουργού, δεν έχει και τόσο σημασία) που σήκωσαν τον πεσμένο πίνακα από το πάτωμα, σαν να ήταν κάποιο ζαρζαβατικό.Η ομορφιά του σπάνιου και του ξεχωριστού, χάθηκε, εξαφανίστηκε μπροστά στην πρακτική εξαχρείωση του εφήμερου, μέσα σε μια ψυχρή κλιματιζόμενη αίθουσα συνεντεύξεων…
Η πτώση του πίνακα του διάσημου ζωγράφου, δεν αποτέλεσε μόνο ένα ρεζιλίκι διεθνών διαστάσεων, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας τους λόγους για τους οποίους στήθηκε αυτή η συνέντευξη Τύπου.
Εκτεθήκαμε ως χώρα, για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τα έργα τέχνης, αποδεικνύοντας έμπρακτα πως η τέχνη και ο πολιτισμός δεν βρίσκονται καν στις προτεραιότητές μας. Η παντελής έλλειψη συγκεκριμένων μέτρων, ανέδειξε την απαξίωση των δύο υπουργών της κυβέρνησης, απέναντι σε αυτά τα σημαντικά έργα τέχνης, που χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά και μόνο ως «ντεκόρ» για τις ανάγκες της συνέντευξης, περιορίζοντάς τα στις υλικές τους διαστάσεις.
Τη βαρβαρότητα, έτσι κι αλλιώς, απέναντι στα μνημεία του πολιτισμού μας, την έχουμε συναντήσει και αλλού. Την ανταμώσαμε σε όλα όσα γίνονται με τα αρχαία στο Μετρό της Θεσσαλονίκης, σε όλα τα «αξιοποιήσιμα φιλέτα» δίπλα στις αρχαιότητες, και πρόσφατα στα τσιμεντώματα στην Ακρόπολη.
Δεν θα σταθώ στα αναρίθμητα τρολαρίσματα και στα εξευτελιστικά σχόλια που, όπως ήταν φυσικό, επακολούθησαν αυτής της αναπάντεχης πτώσης, από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και από γνωστές επαγγελματικές αλυσίδες καταστημάτων, που είδαν το γεγονός της «αστάθειας» του πίνακα, (με τις διαστάσεις που είχε πάρει διεθνώς), ως ευκαιρία για να διαφημίσουν τα δικά τους «σταθερά» προϊόντα.
Δεν μπορώ όμως να μη σταθώ στη ντροπή που ένοιωσα, ως Έλληνας πολίτης, όταν διάβασα μεταξύ πολλών άλλων επικριτικών σχολίων στον ξένο τύπο, και το σχόλιο του Βρετανικού ειδησεογραφικού κολοσσού BBC, που αφορούσε την πτώση του πίνακα του Πικάσο, κάτω στο πάτωμα.
Το έγκριτο Βρετανικό ΜΜΕ σημείωνε: «Το τελευταίο πράγμα που δεν θέλεις να κάνεις με έναν πίνακα του Πάμπλο Πικάσο, είναι να τον ρίξεις κάτω, ιδίως αν ο πίνακας αυτός έχει ξαναβρεθεί μετά από εννέα χρόνια». Εμείς πάντως εδώ, στη γραφική «Ψωροκώσταινα», καταφέραμε και το κάναμε ακόμα κι αυτό, τρομάρα μας. Το τελευταίο πράγμα!
Η όψη μιας εικόνας που πέφτει, παραμορφώνεται μέσα στην πτώση. Παύει να είναι τότε η μοναδική εικόνα εκείνης της στιγμής που «αιχμαλώτισε» ο καλλιτέχνης-δημιουργός της και αφού αποκτά πλέον χαρακτηριστικά κίνησης, μετατρέπεται σε καρέ εικόνων που διαδέχονται η μια την άλλη σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, παραβιάζοντας όμως έτσι την ίδια την αρχική «πρόθεση» του πίνακα να παραμένει αναλλοίωτος μέσα στο χρόνο.
Η κίνηση αυτή αποτελεί μια κατακόρυφη μετατόπιση προς τη φθορά. Τη φθορά, όχι τόσο του πίνακα, όσο της ίδιας της τέχνης.
Η όψη μιας κοινωνίας που «πέφτει», παραμορφώνεται κι αυτή μέσα στην πτώση, τόσο που και η ίδια δεν αναγνωρίζει τελικά τον εαυτό της.