Η μελέτη των απομνημονευμάτων των Άγγλων πρακτόρων και των βετεράνων της κρητικής αντίστασης αποτελούν πρωτογενείς πηγές γνώσης αυτής της περιόδου και βοηθούν μέσα από τη διαφορετική προσέγγισή τους να εξάγουμε αντικειμενικά συμπεράσματα, για τους  κοινούς τρόπους δράσης και διαχείρισης των επικίνδυνων εμπειριών τους αλλά και  για τις συγκλονιστικές καταστάσεις που έζησαν, προκαλώντας με αυτοθυσία τον εχθρό και τον ίδιο το θάνατο.

Τα γεγονότα της αντίστασης, το θάρρος και οι παράτολμες πράξεις ανδρείας των πρωταγωνιστών της, «ήταν τόσο μεγάλα, ώστε είναι δύσκολο να τα πιστέψουν μεταγενέστερες γενεές, ήταν τόσο μεγαλειώδη που φαντάζουν απίστευτα» τονίζει ξένος ιστορικός.

Ο Λοχαγός Φήλντινγκ (Αλέκος), επικεφαλής της συμμαχικής αποστολής στη δυτική Κρήτη αναφέρει στα απομνημονεύματά του, «Το Κρυφτό» ότι, όταν πήγαιναν στο σπίτι του Προύχοντα αντιστασιακού Ρόμπολα στον Πρινέ Ρεθύμνου «ήταν θέμα τιμής γι’ αυτόν να έχει τουλάχιστον κάνα δυο Γερμανούς να μας συστήσει». Την τελευταία φορά που πήγαμε με τον Π. Φέρμορ δεν ήταν Γερμανοί και είπαν να πάμε στο σπίτι του Δημάρχου, που ήταν στην αντίσταση και  για να μην τον υποψιάζονται τους παρίστανε το φίλο.

Γλεντούσαν δύο Γερμανοί Λοχίες στο σπίτι του  και αρκετοί άλλοι έξω στους δρόμους… Διέκοψαν το τραγούδι τους για να μας χαιρετίσουν όλο διαχύσεις μόλις μπήκαμε. «Ο οικοδεσπότης μας συνέστησε ως ξαδέλφια του, φτωχοί συγγενείς μου από ορεινό χωριό, έσπευσε να προσθέσει για να εξηγήσει τις φθαρμένες κάπες που φορούσαμε.…Καθώς κατεβάζαμε μονορούφι ένα ποτήρι κρασί, η κάπα έπεσε από τους ώμους μου και αποκάλυψε το εξόγκωμα  του βαριού Κόλτ 45 κάτω από το σακάκι μου….

Όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε ένας από τους Γερμανούς ακούμπησε στιγμιαία το χέρι του στο προδοτικό φούσκωμα στη μέση μου και μετά από μια επώδυνη προσπάθεια να εστιάσει τα μάτια του στα δικά μου, κοίταξε μέσα τους με μεθυσμένη ένταση. Η φωνή του ηχούσε γεμάτη από νηφάλια δυσπιστία καθώς χαμογελαστά τόνισε την τελευταία λέξη του αποχαιρετισμού του: «Αντίο ξάδελφε».

Πολύ θα ήθελα να ξέρω τι σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή….». Ο Φήλντινγκ δικαιολογούσε αυτές τις άστοχες και επικίνδυνες  ενέργειες λέγοντας: «Τα μυαλά μας είχαν πια πειραχτεί από την αφύσικη ζωή που ζούσαμε γι’ αυτό κάναμε άσκοπα πράγματα και η οικογένεια διακινδύνευε τα πάντα».

Παρόμοιο συγκλονιστικό περιστατικό αναφέρεται στα απομνημονεύματα του Καλογεράκη Στυλιανού (Κατσαντωνιά), μέλος της παράλληλης προς το Ε.Α.Μ., αντιστασιακής οργάνωσης «Εθνική Οργάνωση Κρήτης» (Ε.Ο.Κ.) Ρεθύμνου. Αναφέρει:

«Είχα αφήσει προσωρινά τρείς γερμανικές χειροβομβίδες με τη μακριά λαβή, στις γλάστρες, μέσα στα λουλούδια, που ήταν πάνω στο μπεντένι στο δώμα του σπιτιού μου, έξω από τον οντά, ως περισσότερο ανυποψίαστο μέρος, για να μην μπορούν να τις βρουν τα κοπέλια, μέχρι να τις κρύψω σε ασφαλέστερο μέρος και για να μην βρεθούν μέσα στο σπίτι σε τυχόν έρευνα των Γερμανών. Εκείνες τις μέρες έρχεται στο σπίτι ένας Αυστριακός αξιωματικός, μορφωμένος μου φαινόταν για να με ρωτήσει ως Πρόεδρο.

Ήταν στο δώμα και κοίταζε προς το φαράγγι μπροστά από τις γλάστρες ψάχνοντας του Περδίκι το σπιτάκι απέναντι, για το οποίο είχαν πληροφορίες, ως τόπος συνάντησης ανταρτών, αλλά δεν μπορούσαν να το εντοπίσουν. Ψηλός όπως ήταν, βλέπει τις χειροβομβίδες. Δεν λέει τίποτα. Μετά του λέω να καθίσει να τον κεράσω, γιατί ήθελα να διατηρώ διαύλους επικοινωνίας μαζί τους για να μην  υποψιάζονται ούτε εμένα ούτε το χωριό.

Ήταν θέμα τιμής και ευθύνης για μένα να μην κάψουν το χωριό όσο θα ήμουν Πρόεδρος και τους παραπλανούσα με κάθε τρόπο ρίχνοντας τους στάχτη στα μάτια, σε συνεννόηση πάντα με τον Οπλαρχηγό Μ. Μπαντουβά, ο οποίος μου ζήτησε να αναλάβω Πρόεδρος, όταν ζοριζόταν τα πράγματα για να καλύπτω τα νώτα τους και να διευκολύνω τις διελεύσεις τους από τον Ψηλορείτη στα Σφακιά.

Πίνοντας τη ρακί, ο Γερμανός μου λέει  σε σπαστά ελληνικά: Πρόεδρε πάνω καραμπίνα, μη γνωρίζοντας την ακριβή ονομασία στα ελληνικά. Δεν καταλαβαίνω, παραξενεύομαι, με ζώνουν φίδια για το τί εννοεί, φοβούμενος μήπως είχα προδοθεί για όπλα και του απαντώ δήθεν χαμογελώντας: -Πρόεδρος όχι καραμπίνα. Επιμένει ότι πάνω καραμπίνα και ’γώ αρνούμαι χωρίς να αντιλαμβάνομαι γιατί το λέει.

Τότε βλέποντας ότι δεν καταλαβαίνω, βγάζει ένα χαρτί και μου ζωγραφίζει μια χειροβομβίδα, λέγοντας, αυτή πάνω. Τότε αντιλαμβάνομαι και του απαντώ σε σπαστά Γερμανικά, παριστάνοντας τον αδιάφορο. Άαα ναι, είχαν κοιμηθεί πριν μερικές μέρες  δικοί σας στρατιώτες σ’ ένα κατάλυμα στο χωριό και τις ξέχασαν φεύγοντας και μου τις έφεραν οι άνθρωποι που τις βρήκαν ως Πρόεδρος, για να σας τις παραδώσω.

Με κοιτάζει δύσπιστα με διερευνητικό και διαπεραστικό βλέμμα, προσπαθώντας να ακτινογραφήσει την ειλικρίνειά μου. Προβληματίζομαι αν πείσθηκε  ή με λυπήθηκε, βλέποντας τα τρία μικρά κοπέλια μου να πηγαινοέρχονται στα πόδια του. -Αν ήταν άλλο τσιβίλι (στρατιώτης) θα σε σκότωνε(καπούτ) μου λέει. Πηγαίνω τις φέρνω και   του τις δίνω, πιστεύοντας ότι ίσως αποδέχτηκε τη δικαιολογία, επειδή ήταν γερμανικού τύπου και ταίριαζε με τη δικαιολογία μου.

Δεν ξέρω αν ήταν αγγλικού πως θα αντιδρούσε, αφού θα σήμαινε ότι συνεργάζομαι με Εγγλέζους, ή αν ήταν μαζί με άλλους Γερμανούς αν θα μπορούσε έτσι να το διαχειρισθεί, αφού όποιος συλλαμβανόταν με οποιοδήποτε όπλο εκτελείτο άμεσα. Ίσως δεν ήταν και αιμοβόρος Ναζιστής. Οι Αυστριακοί  που ήταν με τους Γερμανούς μερικές φορές, όταν μπορούσαν, ήταν ηπιότεροι».

Ο Αυστριακός σκοπός στα Καλάβρυτα, όταν αντιλήφθηκε ότι οι Γερμανοί ετοιμαζόταν να κάψουν τα γυναικόπαιδα στο σχολείο, άνοιξε την πόρτα και έφυγαν με αποτέλεσμα να εκτελεσθεί.

Η παροιμιώδης ψυχραιμία, αφοβία και γενναιότητα των ανδρείων Άγγλων κατασκόπων και των ανθρώπων της αντίστασης, το θάρρος, η ευστροφία, η διπλωματία τους, βοηθούσαν να γλιτώνουν από τα θανατηφόρα αγκαλιάσματα του Χάρου στις επικίνδυνες εκείνες καταστάσεις.

 

* Ο Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης είναι   διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών