Ένας ηλικιωμένος βαριά στεναχωρημένος καθότανε πρόσφατα στο βάθος ενός καφενείου ακουμπισμένος στην κατσούνα του και μονολογούσε. Όταν τον πλησιάσανε οι δυο φίλοι του, που συχνά πίνουν καφέ μαζί, τον ρωτήσανε: Τι έχεις σήμερα, Γιώργη και είσαι αλλιώτικος από τις άλλες φορές και αυτός απάντησε λέγοντας: της κατοχής τα τραύματα είναι μέσα μου βαθιά γραμμένα, στη σκέψη μου πάλι ήρθανε όλα τα περασμένα. «Όπου σαλεύω και πατώ ο νους μου ταξιδεύει και όλα μου τα βιώματα μπροστά μου μου τα φέρνει». Τους φωνάζω να φύγετε γρήγορα δεν θέλω να σας βλέπω, ούτε και στα ονείρατα δεν θέλω να σας έχω. Μου κάνανε ριζώματα βαθιά μέσα στο κορμί μου και χρειάζεται πολύς καιρός να γιάνει η ψυχή μου. Μόλις σταμάτησε ο ένας του είπε: «Γιώργη, με πολλές στεναχώριες φορτώνεις το κορμί σου και πρόσεξε γιατί θα αρρωστήσεις. Και εμείς περάσαμε πολλά, αλλά τα διώξαμε από επάνω μας και γι’ αυτό μας βλέπεις και γελούμε. Να πιούμε πρώτα τον καφέ και μετά θα σας πω τι είχε γίνει στο σπίτι μας την κατοχή όταν ήμουνα επτά ετών και ήρθε σήμερα στο μυαλό μου μόλις κάθισα στο τραπέζι.
Μετά από λίγο πάλι πήρε τον λόγο και είπε στην παρέα του: το σπίτι μας στο χωριό όπως το ξέρετε το είχανε δώσει στους παππούδες μου όταν είχανε έρθει από την Μ. Ασία και ήτανε κτισμένο με πέτρες και λάσπη από άμμο και ασβέστη. Εκεί μέσα μεγαλώσανε οι γονείς μας και μετά εμείς. Εκεί δεν γνωρίσαμε χαρές παρά μόνο στεναχώριες και στερηθήκαμε πολλά στη διατροφή και στη διαβίωση όλα τα χρόνια της κατοχής.
Όλα αυτά δεν μπορώ να τα ξεχάσω και όταν κάθομαι μου έρχονται στο μυαλό μου. Μόνο τρία χαρούμενα θυμάμαι: στις 6 Αυγούστου του Σωτήρος Χριστού στο πανηγύρι μας, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα που είχαμε καλό φαγητό και τρώγαμε όλοι μας και υπήρχανε χαρές ακόμα και τραγούδια με χορό. Όλες οι άλλες οι μέρες ήταν μαύρες.
Από όταν τελείωσα το δημοτικό σχολείο από το πρωί μέχρι το βράδυ δουλειά στα χωράφια κοντά στους γονείς μου με λίγο φαγητό και το βράδυ ό,τι τύχαινε να έχουμε από τα χωράφια που το μαγείρευε η μάνα και τρώγαμε όλοι μαζί. Ευτυχώς που είχαμε και λίγες προβατίνες και είχαμε τυρί και γάλα. Μετά από όλα αυτά που σας είπα, ήρθε η ώρα να σας πω τι θυμήθηκα και γι’ αυτό με βρήκατε σε αυτά τα χάλια.
Μια χρονιά που είχαμε φύγει από το σπίτι το πρωί όλοι μαζί για να θερίσουμε τα κουκιά που είχε σπείρει ο πατέρας, μου κλείδωσε την πόρτα η μάνα μου και έβαλε τα κλειδί κάτω από μια πέτρα. Πάντα μέσα στο σπίτι είχαμε τυρί, ψωμί, ξινόχοντρο, αυγά κλπ. Όμως είχαμε ένα μαύρο γάτο για φύλακα στην αυλή μήπως μπούνε στο σπίτι οι ποντικοί και τα φάνε. Ένα απόγευμα όταν γυρίσαμε ο γάτος είχε φύγει βόλτα μάλλον με τη γάτα του γείτονα και οι ποντικοί μπήκανε από την πόρτα από τα παράθυρα και από τα κεραμίδια και τα είχανε φάει όλα. Όπως ξέρουμε όλοι μας ότι ο ποντικός έχει τέσσερα πόδια αλλά τα δύο μπροστινά τα χρησιμοποιεί και ως χέρια.
Γι’ αυτό είπε δεν αποκλείεται από τη χαρά τους που φάγανε τόσες πολλές και καλές τροφές να σηκωθήκανε όρθιοι στα πισινά πόδια τους και πιαστήκανε με τα χέρια τους και το στήσανε στο χορό τραγουδώντας με την δική τους μουσική.
Όταν γυρίσαμε και άνοιξε η μάνα την πόρτα αυτοί είχανε φύγει και είδαμε αυτά που είχανε κάνει που είχε φύγει ο γάτος και έτσι όλοι κοιμηθήκαμε νηστικοί. Η μάνα μου αμέσως πήγε στην γειτόνισσα και την ρώτησε αν το ίδιο είχε συμβεί και στο δικό της σπίτι. Πράγματι, την ενημέρωσε ότι ακριβώς το ίδιο συνέβη και ότι η γάτα της δεν έχει ακόμα γυρίσει.
Στη συνέχεια αυτή η πράξη του γάτη με τα ποντίκια έγινε γνωστή στα γύρω χωριά και όλες οι οικογένειες τους ήτανε περισσότερο προσεκτικές για να μην έχουν στα σπίτια τους το ίδιο αποτέλεσμα και να στερηθούν αυτά που έχουν ανάγκη για τη διατροφή τους.Μετά από την πολύχρονη εφαρμογή της εις την οικογένεια και αφού βλέποντας ότι είναι χρήσιμη και θα ωφελεί εις το μέλλον τον άνθρωπο εκεί που θα εργάζεται αμέσως πήρε το δρόμο και τοποθετήθηκε μέσα στις πλέον διδακτικές παροιμίες. Γι’ αυτό άρχισε η εφαρμογή της πρώτα από την οικογένεια και μετά στα επαγγέλματα, στις υπηρεσίες και στην πολιτεία, ότι όταν θα λείπει το αφεντικό τους οι εργαζόμενοι αδιαφορούν και η εργασία δεν έχει πρόοδο.
Στην αρχή της εφαρμογής της και επί πολλά χρόνια δεν υπήρξανε περιπτώσεις που αμέλησαν στην εκτέλεσή της καθότι η φτώχεια δεν είχε φύγει και ο εργαζόμενος την εκτελούσε πιστά και χωρίς διάκριση στο επάγγελμά του γιατί αν αδιαφορούσε θα ήτανε εις βάρος της διαβίωσης της οικογένειάς του.
Σήμερα είναι αυξημένη η μη εκτέλεση της εφαρμογής της γιατί οι νέοι δεν γνωρίζουν την αξία της παροιμίας και πέφτουν στην ανεργία. Μετά με τα παρακάλια ζητούν νέα εργασία. Όμως τους ζητούν να φέρουν το παρελθόν της παλιάς τους εργασίας, οπότε είναι εμπόδιο να εργαστούν και αναγκαστικά γυρίζουν στη φτώχεια της παλιάς εποχής.
Τέλος, όλοι οι εργαζόμενοι σήμερα οφείλουν να ενημερωθούν για το όφελος που τους προσφέρει η παροιμία: όταν λείπει ο γάτος, χορεύουν τα ποντίκια και να προσφέρουν την εργασία τους, το ίδιο ανεξάρτητα υπάρχει ή όχι η παρουσία του προϊσταμένου τους και σίγουρα θα έχουν την πρόοδο που επιθυμούν.
*Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι απόστρατος αξιωματικός