Δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει κανείς με την κρατούσα άποψη για τη σημαντικότητα και την αξία της ιστορικής γνώσης. Είναι πολύ γνωστή η ρήση του Ευριπίδη:  «Ὄλβιος ὅστις τῆς ἱστορίας ἔσχε μάθησιν» (Αποσπ. 910,1). Ευτυχισμένος όποιος έχει διδαχθεί κι έχει μάθει την ιστορία (εδώ, βέβαια, η λ. ιστορία χρησιμοποιείται με ευρύτερη σημασία: ο Ευριπίδης εννοεί όχι μόνο την ιστορική αλλά και  ευρύτερα την επιστημονική γνώση και έρευνα).

Πράγματι, η γνώση της ιστορίας αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα για την ατομική και συλλογική ζωή και κυρίως για τη ζωή των εθνών. Δεχόμενοι, καταρχήν, ότι το ιστορικό παρόν είναι η κατάληξη ενός παρελθόντος, δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε ότι το πολιτικό, κοινωνικό και πνευματικό παρόν είναι δύσκολο να ερμηνευτούν και να κατανοηθούν χωρίς τη γνώση του ιστορικού παρελθόντος.

Η γνώση του ιστορικού παρελθόντος, το οποίο καταγράφει και ερμηνεύει η ιστορική επιστήμη, μπορεί να διδάξει έθνη και λαούς, να παίξει σημαντικό ρόλο στον προγραμματισμό του μέλλοντος, ενώ πολλά μπορεί να σημαίνει και για την ίδια την ύπαρξη ενός λαού ή ενός έθνους, καθώς διατηρεί ζωντανή τη μνήμη, χωρίς την οποία ιστορική συνέχεια των λαών και των εθνών δεν υπάρχει. Αλλά η ιστορική γνώση, σε μια εποχή σαν τη σημερινή, κατά την οποία οι διεθνείς σχέσεις έχουν πυκνώσει δραματικά και οι εντάσεις είναι πολλές, σημαίνει πολλά και για την  παγκόσμια ειρήνη.

Όλα αυτά, βέβαια, υπό την προϋπόθεση ότι το ιστορικό παρελθόν δεν διαστρεβλώνεται από τους ιστορικούς, που σημαίνει ότι η ιστορική επιστήμη λειτουργεί με τους όρους και τις προϋποθέσεις της επιστήμης και δεν γίνεται όργανο στα χέρια σοβινιστών, εθνικιστών και υπερφιλόδοξων πολιτικών για την προώθηση εθνικιστικών οραμάτων και ατομικών ιδιοτελών επιδιώξεων.

Όταν συμβαίνει αυτό το τελευταίο, τότε τα πράγματα παίρνουν επικίνδυνη τροπή, καθώς η ιστορία παύει να είναι αντικειμενική: αποκόπτονται και προβάλλονται από τους προαναφερθέντες πολιτικούς ηγέτες συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές ή «ηρωικά» χαρακτηριστικά του έθνους, της φυλής ή του λαού τους, με σκοπό να εξάψουν τα πάθη, να δημιουργήσουν εχθρούς, τους οποίους στη συνέχεια υποτιμούν και εξευτελίζουν, προβάλλοντας τάχα έτσι την ανωτερότητα του δικού τους έθνους, της δικής τους φυλής  ή του δικού τους λαού.

Τότε πλέον δεν μιλάμε για ιστορία αλλά για προπαγάνδα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η ναζιστική Γερμανία και η φασιστική Ιταλία: η πρώτη στράφηκε στην αρχαία Σπάρτη, η δεύτερη στην αρχαία Ρώμη, από τις οποίες διάλεξαν και πήραν ό, τι εξυπηρετούσε τις επιδιώξεις τους και την ιδεολογία τους, κόβοντας και ράβοντας την ιστορική πραγματικότητα στα μέτρα τους.

Στις περιπτώσεις αυτές  δεν μιλάμε πλέον για ιστορία αλλά για ιστορικά εξαμβλώματα, για βρικολάκιασμα της ιστορίας: η ιστορία γίνεται βρικόλακας, βγαίνει από τα μνήματα του παρελθόντος, έτοιμη να πιει αίμα, να ρίξει τους λαούς σε πολεμικές περιπέτειες, για να εξυπηρετηθούν οι μεγαλοϊδεατικές επιδιώξεις και τα οράματα για ισχύ και επιβολή εκείνων των πολιτικών ηγετών που συνειδητά τη χρησιμοποιούν κατ’  αυτό τον τρόπο.

Ζούμε σήμερα εμείς οι Έλληνες ένα τέτοιο βρικολάκιασμα της ιστορίας από τον νεο-οθωμανό Ερντογάν. Έφτασε να κάνει λόγο για τη μάχη του Ματζικέρτ (1071), όταν οι Σελτζούκοι Τούρκοι νίκησαν τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ρωμανό τον Διογένη και πάτησαν το πόδι τους στη Μ. Ασία. Αυτό, βέβαια, ουδόλως τον εμποδίζει να  ισχυρίζεται ότι οι Τούρκοι είναι αυτόχθονες στη Μ. Ασία.

Θυμήθηκαν ακόμη οι Τούρκοι και προέβαλαν με έμφαση (αυτό γίνεται κάθε χρόνο) την κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως από τον σουλτάνο Μωάμεθ, θυμήθηκαν κι έφεραν στο προσκήνιο την οθωμανική αυτοκρατορία, το χαλιφάτο και τους σουλτάνους κατακτητές, ξέθαψαν τα γεγονότα της Σμύρνης (1922),  τη συνθήκη των Σεβρών (1920) κ.ά., μόνο και μόνο για να τονίσουν τη δύναμη της χώρας τους και να πυροδοτήσουν το εθνικιστικό μίσος στις τάξεις του λαού.

Ωστόσο, ξέχασαν (;) να μας μιλήσουν για τις σφαγές, για το παιδομάζωμα, για τις καταστροφές των εκκλησιών ή τη μετατροπή τους σε τζαμιά, για την εξοντωτική φορολογία, για τους εξισλαμισμούς όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλα τα Βαλκάνια και όπου αλλού πάτησαν το πόδι τους. Έχουν φτάσει ακόμη στο σημείο να διατείνονται ότι είναι κληρονόμοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ότι το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε στα εδάφη της Τουρκίας, ότι ο Όμηρος ήταν Τούρκος κ.ά.

Με τέτοια κι άλλα πολλά φληναφήματα και επικίνδυνες μεγαλοστομίες «ταΐζει» καθημερινά η ηγετική πολιτική τάξη της Τουρκίας το τουρκικό πόπολο, εξάπτοντας τον εθνικισμό και το θρησκευτικό μίσος, με στόχο την Ελλάδα. Ο Ερντογάν και οι συν αυτώ βγάζουν την ιστορία από τα μνήματα, για να γεμίσουν, στο όνομά της, εκ νέου με μνήματα την πολύπαθη περιοχή μας.

Σε τούτη την περίπτωση δεν πρόκειται πλέον για ιστορία. Όλα αυτά είναι το βρικολάκιασμα της ιστορίας, η οποία πλέον βυθίζει αργά αλλά σταθερά την περιοχή μας στο έρεβος μιας κόλασης που, αν δεν την προλάβουμε, θα μας γυρίσει αιώνες πίσω. Διότι οι βρικόλακες δεν ησυχάζουν, αν δεν πιούνε αίμα. Και όχι μια φορά.

Η ιστορία-βρικόλακας ζει για το αίμα και με το αίμα. Όσοι αντιμετωπίζουν έτσι την ιστορία διψούν για αίμα και δεν θα ξεδιψάσουν, αν δεν το δουν να ρέει. Αυτή, εξάλλου, είναι η ιστορία των Τούρκων: ιστορία καταστροφών, λεηλασιών και σφαγών. Από όπου πέρασαν η παρουσία τους ήταν καταστροφική: κανένα έργο δεν άφησαν πίσω τους, όπως έπραξαν π.χ. οι Ενετοί (άσχετα αν κι εκείνοι ήταν σκληροί και βίαιοι με τους κατακτημένους).

Οι Τούρκοι πέφτουν πάνω στους λαούς σαν τις ακρίδες: αρπάζουν, λεηλατούν, καταστρέφουν, σκοτώνουν, ιδιοποιούνται όσα δεν τους ανήκουν. Το μόνο που άφηναν ήταν οι μιναρέδες δίπλα στις ορθόδοξες εκκλησίες, που τις μετέτρεπαν σε τζαμιά. Ακόμη και σήμερα τα παραδείγματα της Κύπρου, της Αγίας Σοφίας, της Μονής της Χώρας, της Συρίας κ.ά. πιστοποιούν του λόγου το ασφαλές για το καταστροφικό τους περασμα.

Η ιστορία, όπως δείξαμε ήδη, είναι πολύ σημαντική, όταν λειτουργεί ως τρόπος κατανόησης του παρόντος, ως μνήμη που συντελεί στη συνοχή των λαών και των εθνών, ως γνώση που προάγει τη συνεργασία, προβάλλοντας όλα τα μεγάλα επιτεύγματα του ανθρώπου στη μακρά ιστορική του πορεία. Η αληθινή ιστορία είναι πορεία προς την ελευθερία (Hegel). Αν καθηλώνει στο παρελθόν, αν εκβαρβαρώνει αντί να εξανθρωπίζει, αν αντί να ανοίγει ορίζοντες λειτουργεί δίκην παρωπίδας, αν δεν ελευθερώνει αλλά βυθίζει τους λαούς στα άλογα πάθη και τους παρασύρει σε πράξεις βίας και καταστροφής, τότε όντως είναι βρικόλακας, που οι άφρονες πολιτικοί ξυπνούν από το μνήμα του, για να τον ταΐσουν με αίμα και θάνατο.

Μελέτη της ιστορίας, λοιπόν. Αλλά μελέτη στη βάση της αλήθειας. Διότι μόνο η αλήθεια σώζει, μόνο η αλήθεια καθαίρει και ελευθερώνει άτομα και λαούς. «Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀληθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς», λέγει ο αψευδής ευαγγελικός λόγος (Ιωάν. 8,32). Δυστυχώς (κι αυτό πρέπει να το παραδεχτούμε) κανείς λαός δεν προσεγγίζει με απόλυτη αντικειμενικότητα την ιστορία του. Ωστόσο, είναι άλλο πράγμα κάποια ιστορικά στοιχεία να αποκρύπτονται ή να αποσιωπώνται για να προαχθεί η κοινωνική ειρήνη και άλλο να διαστρεβλώνεται ή να ξεθάβεται η ιστορία για λόγους επεκτατικούς.

Ο Ερντογάν και το πολιτικό κατεστημένο της Τουρκίας προσεγγίζουν ιδεοληπτικά την ιστορία, την εργαλειοποιούν, την έχουν μεταβάλει σε μέσον για να φανατίζουν τους Τούρκους, να επιτίθενται στη χώρα μας αλλά και σε άλλες χώρες και να προωθούν τις επεκτατικές τους βλέψεις. Ωστόσο, καλό είναι να θυμούνται ότι δεν είναι λίγες οι φορές που η ιστορία εκδικείται κι ότι, αν σκέφτονται πως θα επαναληφθεί το 1922, ας λάβουν υπόψη τους τη ρήση του Μαρξ πως η ιστορία επαναλαμβάνεται είτε ως φάρσα είτε ως τραγωδία.