Όπως κάθε φορά, έτσι κι απόψε, αργά μετά το απόγευμα,   ξεκίνησε να κάνει  τον μικρό του περίπατο.  Πέρασε το στρατί  για το Κομμένο Μπεντένι, κατέβηκε τον Λάκκο, είπε την καθημερινή καλησπέρα του στη Γωγώ και στα παιδιά του Βουρβουλάδικου, πέρασε από τον Βαγγέλη,  από τον καφενέ του Καγιαμπή και κατηφόρισε προς το κέντρο.

Στάθηκε για λίγο στα Λιοντάρια και άναψε τσιγάρο,  σιγοψιθύρισε ένα μικρό σκοπό και συνέχισε το δρόμο του μέχρι το παλιό λιμάνι.

Αυτή τη διαδρομή την έκανε κάθε βράδυ, με αυτόν τον τρόπο έβαζε σε μια τάξη τις σκέψεις του,  λόγια που άλλαξε με άλλους,  τα καθημερινά γεγονότα,   φίλοι που είχε να δει καιρό,  θύμισες που του ερχόταν στο μυαλό,  άλλοτε ευχάριστες,  άλλοτε δυσάρεστες, παλιοί έρωτες και αγάπες, πρόσωπα όμορφα που κάποτε κράτησε στα χέρια του.

Το νοτισμένο αεράκι από τη θάλασσα του παρατεταμένου καλοκαιριού τού άφηνε μια όμορφη αλμυρή γεύση στο στόμα, σαν από ένα γλυκό φιλί.

Ένα μικρό δάκρυ έτρεξε, μα το σκούπισε απότομα- μόνος σκέφτηκε, μόνος- με τούτη τη μοναξιά πιο βασανιστική, πιο επιβλητική όσο ποτέ.

Είχε δει τις ειδήσεις από το απόγευμα,  όλα σχεδόν τα κανάλια, εδώ και δυο μέρες  πρώτη είδηση: Τριάντα χρόνια από την πτώση του τείχους του Βερολίνου.  Γιορτές, χαρές, εκδηλώσεις  στην πύλη του Βραδεμβούργου  με όλα τα ψέματα του κόσμου, για να επηρεάσουν  συναισθηματικά  τους εργαζόμενους,  να τους μπολιάσουν για μια ακόμη φορά το μίσος για την τάξη τους.  Μια πτώση,  με τεράστιες αλυσιδωτές αντιδράσεις, που παρέσερνε στην καταστροφή  ολόκληρο το σοσιαλιστικό στρατόπεδο.

Γέλασε μέσα του πικρόχολα, πόσα ψέματα, σκέφτηκε… 138 νεκροί στα 27 χρόνια ύπαρξής του.

Για κοίτα, σκέφτηκε, 138 νεκροί εκεί, πόσες χιλιάδες στα τείχη που  έχτισαν μετά;

Τείχος στα σύνορα Μεξικό – ΗΠΑ,  Λωρίδας Γάζας – Ισραήλ,  Μαρόκο – Ισπανίας, Ζιμπάμπουες – Νότιας Αφρικής.

Εκατοντάδες χιλιάδες οι νεκροί εκεί, μα κανένα μνημόσυνο, καμιά  λέξη για τους πεινασμένους, που προσπαθούν να τα περάσουν για μια καλύτερη ζωή.

Ελευθερία μας τάξανε τότε, παγκοσμιοποίηση, ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων, εμπορευμάτων, επενδύσεων,  χρημάτων,  ιδεών.

Νεύρωσε, φούντωσε, ψέματα ξεφώνισε, ψέματα, ελευθερίασε όλα αλλά μόνο σε εκείνους το μεγάλο κεφάλαιο, την μεγάλη αστική τάξη, να μεταφέρουν κεφάλαια και εργοστάσια, όπου είχε χαμηλά μεροκάματα, στην κυριολεξία για ένα πιάτο ρύζι,  αφήνοντας εκατομμύρια ανέργους στις χώρες τους.

Ασθένειες, που είχαν εξαφανιστεί, τον 20ό  αιώνα    επανήλθαν,   Η παιδική εργασία, η παιδική θνησιμότητα  είχε πάρει τεράστιες  διαστάσεις  στις υποανάπτυκτες αλλά και στις αναπτυσσόμενες  χώρες, ενώ ο παιδικός υποσιτισμός ξεπερνάει το 28% παγκοσμίως.

Τριάντα χρόνια από τότε και ό,τι είχαν καταχτήσει οι εργαζόμενοι τον 20ό  αιώνα, οκτάωρο, άδειες, καλές συνθήκες δουλειάς, εργασιακά και πολιτικά δικαιώματα, δημοκρατικές ελευθερίες,  όλα, βήμα-βήμα, κομμάτι-κομμάτι,  τους τα πήραν πίσω.

Δεν ήταν απλά η πτώση του τείχους και η καταστροφή του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, αλλά κυρίως το σοκ που δέχτηκε το παγκόσμιο εργατικό λαϊκό κίνημα, ανίκανο να αντιδράσει.

Ο ιμπεριαλισμός  (το ανώτερο στάδιο του καπιταλισμού) δεν λογαριάζει τίποτα,  παρά μόνο τα κέρδη του,  η αδηφάγα του φύση είναι τέτοια που δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα, ούτε σε πολέμους, ούτε σε ανθρώπινες τραγωδίες, ούτε στον ανθρώπινο πόνο!

Προσπαθούν μάταια να ξαναγράψουν την ιστορία, να εξισώσουν τον φασισμό με τον κομμουνισμό, να ματαιώσουν τους αγώνες των εργαζομένων και το αίμα που χύθηκε ενάντια στο φασιστικό τέρας, να σβήσουν από την μνήμη μας την εικόνα που ο κόκκινος στρατός καρφώνει την κόκκινη σημαία στην καρδιά του τέρατος,  στο Ραϊσταχ.

Στα χρόνια που πέρασαν από τότε,  η ανθρωπότητα πέρασε στη βαρβαρότητα, τη λαίλαπα και τον εξευτελισμό της ανθρώπινης ύπαρξης.

Κι  αφού δεν είχαν πια αντίπαλο, δημιούργησαν  τον  θρησκευτικό φομενταλισμό,  τους Ταλιμπάν και την ISIS.

Αφγανιστάν,  Ιράκ, Συρία,  Παλαιστίνη,  Υεμένη, υποσαχάρια Αφρική, εκατοντάδες χιλιάδες οι νεκροί, εκατομμύρια οι πεινασμένοι και οι ξεσπιτωμένοι.

Χιλιάδες οι καμένες πόλεις και τα χωριά,  οι αγνοούμενοι,  τα ορφανά και πνιγμένα  παιδιά στη Μεσόγειο και στο Αιγαίο.

Ο πόλεμος, το χειρότερο μέσο καταστροφής, στα χέρια τους,  σαν ένα τεράστιο δρεπάνι, που ο γίγαντας  Χάρος κρατάει, να θερίζει ζωές, για να κορρέσει  την δίψα τους,   αιμοπότες «άνθρωποι»,   αχόρταγοι, συγκεντρώνουν ολοένα και περισσότερα κέρδη σε λιγότερα  χέρια.

Σπέρνουν τον φόβο και τον τρόμο, οργανώνουν πραξικοπήματα στη Λατινική Αμερική, καταργούν με το έτσι θέλω εκλεγμένους προέδρους,   λεηλατούν και εξαφανίζουν ολόκληρες χώρες! Στην ηρωική σοσιαλιστική Κούβα,  η μόνη που αντιστέκεται,  το οικονομικό εμπάργκο πλέον είναι γενοκτόνο!

Η σιδερένια φτέρνα τους σαρώνει  ό,τι πιο όμορφο έχει ο άνθρωπος, την ίδια τη ΖΩΗ!

Τόσος ανθρώπινος πόνος σκέφτηκε,  τόσος ανείπωτος πόνος!

Σκούπισε το δάκρυ από τα μάτια του, έπνιξε τον λυγμό. Όλες αυτές οι σκέψεις, αντί να τον κάνουν να λιγοψυχήσει,  να τρομάξει, να σκεφτεί   ότι όλα έχουν τελειώσει, να απογοητευτεί, τον πεισματώνουν  περισσότερο. Τίποτα δεν έχει τελειώσει, σκέφτηκε.  Αυτή η βαρβαρότητα έχει  ένα τέλος και θα έρθει γρήγορα.

Με την αποφασιστικότητάτους οι λαοί θα βρουν τον δρόμο τους, θα ξεσηκωθούν,   θα απαντήσουν και θα πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους για να σταματήσει πια αυτή η κατάντια, αυτή η βρωμιά και η σαπίλα του καπιταλιστικού κόσμου.

Θα κάνουν υπόθεσή τους την επανάσταση, την  αλλαγή της  κοινωνίας στη βάση του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής,  για να εξαλειφθεί μια για πάντα η εκμετάλλευση  ανθρώπου από άνθρωπό,  η πείνα, ο πόλεμος,  η μιζέρια κι ο ανθρώπινος πόνος!

Μέχρι τότε,  «στους δρόμους θα κριθεί το δίκιο,  στους δρόμους θα κριθεί ο σατράπης

Κι απ’ την σκληράδα θα φυτρώσει το νιο βλαστάρι της αγάπης».

Άναψε τσιγάρο σιγοψιθύρισε το τραγούδι  και ανηφόρισε ξανά τον  ίδιο δρόμο, της επιστροφής.

Άσκημος κόσμος, σκέφτηκε, μα θα τον αλλάξουμε,  αν εκείνοι χαίρονται  για την «νίκη τους», η  ιστορία, δεν έχει πει την τελευταία της λέξη ακόμη, και την ιστορία την γράφουν πάντα οι πολλοί,  όχι οι λίγοι κερδισμένοι!