Ο Όσιος Ιωσήφ ο Σαμάκος, γέννημα θρέμμα της Κρήτης, δεν ανήκε στους ευρύτερα γνωστούς αγίους του Θεού. Ευτυχώς, βρήκε τη θέση του μέσα στους συναξαριστές και περιλαμβάνεται στο Κρητικό Αγιολόγιο. Γεννήθηκε λίγο πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης το ±1440 μ.Χ. στο χωριό Κέραμος, στο σημερινό Αζωκέραμος, στην ανατολική εσχατιά της επαρχίας Σητείας.
Η προσωνυμία Σαμάκος πιθανολογείται ότι οφείλεται στην καταγωγή του από την επιφανή οικογένεια Σαμακιδών ή Σαρμακιδών της γύρω περιοχής, όπου υπάρχει έως και σήμερα τοπωνύμιο «το Μετόχι του Σαμακίδη» (πρωτ. Ευάγγελος Παχυγιαννάκης). Οι γονείς του, ενάρετοι και ευκατάστατοι, ανέθρεψαν το μοναχοπαίδι τους με τα νάματα της Ορθοδόξου Πίστεως, «εν φόβω Κυρίου» – αρχή σοφίας. Έτσι, από βρέφος έμαθε τα ιερά γράμματα και στο Σταυροπήγιο Μοναστήρι της Παναγίας της Ακρωτηριανής (ΤΟΠΛΟΥ) Σητείας, που βρίσκεται κοντά στο χωριό του, σε άνθηση πνευματική (τότε), έτυχε της εκκλησιαστικής και της θύραθεν (κλασικής) παιδείας.
Όταν μεγάλωσε ο Ιωσήφ, με την ευχή του πνευματικού του οι γονείς του τον εμπιστεύτηκαν στη φροντίδα ενός σεβάσμιου γέροντα, ιερομόναχο ενός μονυδρίου, του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Μετόχι της Μονής ΤΟΠΛΟΥ Σητείας, στο βορειοδυτικό άκρο του Μεγάλου Κάστρου δίπλα στον όρμο του Δερματά, εκεί που σήμερα είναι ο Ναός της Αγίας Τριάδος, στην περιοχή του Μποδοσακείου Δημοτικού Σχολείου.
Κοντά στον γέροντα με την Αγίω Πνεύματι υπακοή, το καλογεροπαίδι της Μονής μελέτησε τα συγγράμματα των πατέρων και «ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι, πληρούμενον σοφίας».
Όταν, σε ηλικία πνευματικής ωριμότητας, οι ευσεβείς γονείς του απεδήμησαν προς Κύριον, μοίρασε όλη την πατρική κληρονομιά στους φτωχούς και φόρεσε το ιερό τριβώνιο του μοναχού και «θεϊκώ έρωτι πτερούμενος» δεν έχει προβλήματα, καταφρονεί όλες τις υλικές απολαύσεις και πασκίζει «αγρυπνία και στάσει και νηστεία καταδαμάσαι το σώμα» – «ηλίω φλεγόμενος και τω ψύχει πηγνύμενος», ενστερνιζόμενος τον λόγο του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος: «Μοναχός εστίν βία φύσεως διηνεκής και φυλακή αισθήσεων ανελλιπής».
Ο Ιωσήφ ξεχώριζε μέσα στην αδελφότητα: «έτι νέος ων διέπρεπεν ως παιδαριογέροντα παρά των μοναχών ονομάζεσθαι»- (παιδαριογέρων: παιδί με φρόνηση γέρου) κατά τον εκκλησιαστικό συγγραφέα Σωζόμενο (5ος αι. μ.Χ.).
Γι’ αυτό και πολύ σύντομα, με την προτροπή του Γέροντά του και με συστατική επιστολή προς τον αρχιερέα του τόπου έλαβε το χάρισμα της Ιεροσύνης, φόρεσε το άγιο επιτραχήλιο και καταστάθηκε των αγίων λειτουργός. Τίμησε το σχήμα του με αγάπη και αυταπάρνηση, παρηγορώντας, στηρίζοντας, νουθετώντας, διδάσκοντας, ελέγχοντας, κατά περίπτωση, σε μια εποχή αγωνίας από την επικείμενη επιδρομή των Τούρκων. Κι όσα φιλότιμα (τα σήμερα τυχερά) του έδιδαν οι πιστοί, αυτός τα μοίραζε στους φτωχούς, απόλυτα πιστός στη μοναχική απαίτηση της τέλειας ακτημοσύνης. Όταν ο φιλόστοργος γέροντάς του εγκατέλειψε τον παρόντα βίο, άφησε ως εντολή στον Ιωσήφ να μοιράσει την περιουσία του, στο Άγιον Όρος, στο Θεοβάδιστο όρος Σινά και το υπόλοιπο για συντήρησή του και φιλανθρωπία. Συντετριμμένος, άρχισε να εκτελεί κατά γράμμα την παραγγελία. Επισκέφτηκε τους Αγίους Τόπους, Άθω και Σινά, ως προσκυνητής και εκτελεστής της επιθυμίας του γέροντά του.
Ως Ηγούμενος της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, έζησε βίο λιτό, ενάρετο και αγιασμένο. Ελεούσε τους πτωχούς, βοηθούσε τους αδύνατους, επισκεπτόταν αρρώστους και φυλακισμένους. Απόκτησε φήμη αγαθή, η οποία ξεπέρασε τα τοπικά όρια και έφτασε σε όλη την Κρήτη.
Μετά από εβδομήντα χρόνια προσευχής, «ησθένησεν ελαφρώς» και «χαίρων και αγαλλόμενος» κατά τον συναξαριστή, στις 22 Ιανουαρίου 1511 «παρέδωσε το πνεύμα».
Με αθρόα συμμετοχή των ιερέων, των αρχών και των κατοίκων της περιοχής, ο άγιος της αγάπης κηδεύτηκε και ενταφιάστηκε στο αγαπημένο του μοναστήρι.
Όταν έγινε η ανακομιδή του λειψάνου, βρέθηκε άφθορο και ακέραιο, αποπνέον οσμήν ευωδίας. Θαύματα και σημεία ακολούθησαν και πλήθος ασθενών προσέτρεχε για προσκύνημα στο καθολικό της Μονής.
Κι όταν ξέσπασε ο Κρητικός Πόλεμος (1645) και οι Τούρκοι κατέλαβαν τον Χάνδακα το 1669, οι Κρήτες άρχισαν να αυτοεξορίζονται κυρίως στα Επτάνησα, παίρνοντας μαζί ό,τι πολύτιμο μπορούσαν. Ένας ευλαβής ιερέας, ο Αντώνιος Αρμάκης, μετέφερε το λείψανο του Ιωσήφ, προκειμένου να το προφυλάξει από τα ακάθαρτα χέρια των βαρβάρων, στη Ζάκυνθο, όπου το κατέθεσε στις 29 Αυγούστου 1669, στο γυναικείο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Μαντινειού στα Ξηροβούνια. Από εκεί μετακομίστηκε το 1915 στον Ιερό Ναό του Παντοκράτορος, στο προάστιο της πόλεως Ζακύνθου Γαϊτάνι, όπου θησαυρίζεται μέχρι σήμερα ακέραιο, ως αδιάλειπτος πηγή αγιασμού και χάριτος.
Όμως, κατά τους χρόνους της τουρκικής κατοχής, ο Αγιασμένος (όπως απλά τον ονομάζουν) ξεχάστηκε και στη γενέτειρά του, όπως γράφει ο Χαράλαμπος Χατζάκης (ΠΑΤΡΙΣ, 30/01/1982).
Και πρώτος μίλησε γι’ αυτόν ο καθηγητής του Μεγάλου Κάστρου αείμνηστος καθηγητής Στυλιανός Γεωργίου, από τα Μέσα Μουλιανά Σητείας – δήμαρχος Ηρακλείου (1911-1916 και 1920-1922) – στον συντοπίτη τού Ιωσήφ, τον Κωνσταντίνο Τζουανάκη.
Ο Τζουανάκης, άνθρωπος της εκκλησίας και ενθουσιώδης, δραστηριοποιήθηκε και με τη βοήθεια του θεολόγου Γεωργίου Γρατσέα καθιερώθηκε ετήσια ιερά πανήγυρις στις 22 Ιανουαρίου από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Κρήτης Κυρό Ευγένιο, στον ενοριακό Ναό της Αγίας Τριάδος (όπου υπάρχει στο τέμπλο και το εικόνισμα του Αγίου). Η τοπική εκκλησία της Ζακύνθου πανηγυρίζει την εκεί κατάθεση του ιερού λειψάνου στις 29 Αυγούστου.
Μικρός τρουλλαίος ναός του Οσίου Ιωσήφ του Σαμάκου, με τη συμβολή των συγχωριανών και των τοπικών αρχών, κτίστηκε στη γενέτειρά του, τον Αζωκέραμο Σητείας και με έξοδα του Τζουανάκη ιστορήθηκε μεγάλη εικόνα του Αγίου από τον ζωγράφο Μαρκογιαννάκη, βάσει του πρότυπου της Ζακύνθου.
Στην πόλη της Σητείας, στη νεόδμητη τρίκλιτη βασιλική του Αγίου Γεωργίου, το νότιο κλίτος αφιερώθηκε στον Όσιο Ιωσήφ.
Τελειώνοντας, παραθέτω το Μεγαλυνάριον από το βιβλίο «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΕΠΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΥ ΣΑΜΑΚΟΥ ΤΟΥ ΚΡΗΤΟΣ» (Θεσσαλονίκη 1999) – απ’ όπου αντλώ πολλά – του σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Προικοννήσου (ευγνωμόνως φέρων το όνομα) ΙΩΣΗΦ. Μεγαλυνάριον:
Χαίροις ο Κέραμων θείος βλαστός, και της Κρήτης πάσης απροσμάχητος βοηθός, Ιωσήφ το κλέος οσίων και η δόξα, ημάς τους σε τιμώντας δεινών περίζωσε.
*Ο Γιάννης Γρ. Χλουβεράκης είναι φαρμακοποιός