-Καιρό είχαμε να τα πούμε με το Ζαχαριή και με το δίκιο μας. Από τη μια οι ύστερες εποχικές δουλειές με τα τρυγοπατήματα, τα καζανέματα και την παραγωγή «υγρών αναντρανιστικών καυσίμων λαρυγγοκατάνυξης» και από την άλλη ο αφόρητος εργώδης θόρυβος των ξυλοκοπτικών μηχανημάτων να τεμαχίζουν ξερούς κλώνους από μηλιές, απιδιές, πρίνους και ασφεντάμους, για να ζεσταίνουν και απ´ έξω τα γερασμένα «νειάτα» που παραμένουν ριζωμένα στο Οροπέδιο τους ατέλειωτους παγερούς χειμώνες του Λασιθιού, είναι μια δικαιολογία σοβαρή.
Όταν το ισοζυγισμένο στερητικό σύνδρομο επικοινωνίας αμφοτέρων χτύπησε κόκκινο, θυμήθηκα τη παντοδύναμη τηλεφωνική τεχνολογία με τις βιντεοκλήσεις και τα τερτίπια που έχει βάλει στη ζωή μας. Στο δεύτερο κουδούνισμα της κλήσης μου, η φωνάρα του γέμισε τη καρδιά μου:
-Γειά σου φιλάρα! Εχαθήκαμε! Ήντα κάνεις;
-Καλά δόξα νάχει ο θεός, τα δικά σου; του απάντησα.
-Επαδέ με παραιτήσατε μοναχό και εσύ και ο Κυπριώτης και πιάσατε τη Χώρα και δα δω πως διάολο δα ξεχειμωνιάσω… Ανέ χειμωνιάσει, γιατί ετσά που πάει ο καιρός δα ξεραθούνε και οι πλατάνοι του χωριού σου που κολυμπούσανε μέχρι τον Αύγουστο στα νερά της βρύσης των Τριών Ιεραρχών. Ξέρα φίλε, ξέρα και δεν μπορούμε ούτε να σπείρομε ούτε κλαδί καρπό.
Κατάλαβε όμως από μόνος του πως η συνήθως αυτοσαρκαστική κουβέντα μας πήρε σοβαρή τροπή και την επανέφερε αμέσως στα ίσα μας…
-Αλλά ο θεός είναι μεγάλος και μας αγαπά εμάς τους «σκέτους ανθρώπους». Το βαρέλι είναι γεμάτο κρασί και η νταμιτζάνα ρακή. Πατάτες έχομε να τηγανίζομε κι αν δε βγάλουμε ούτε φέτος λάδι θα τις ψήνουμε στη θράκα του τζακιού.
Μη φοβάσαι εκειά πούμαι εγώ… Άλλοι να κλαίνε που δε κοιμούνται καθόλου μόνο έχουνε την έγνοια μόνο για τα ευρώ ντος μη βγει ο Τραμπαρίδας, πώς διάολο τονε λένε, στην Αμερική και τσαλοπατήσει τας «Ευρώπας των Βρυξελλών» που πήγαμε με τον αξάδερφό μου το πρύτανη, θυμάσαι; …
– Θυμούμαι ορέ, όλα τα θυμούμαι μα γροίκα να σου πω: Οι χωριανοί μου θα κάνουμε λένε εκδρομή στην Πόλη, να προσκυνήσουμε την Αγιά Σοφιά και τα Πριγκηπονήσια. Δεν έρχεσαι ορέ να πάμε κι εμείς, μα φτηνοδουλειά φαίνονται τα έξοδα;
Έλα να πάμε και κάπου δα βρούμε εμείς τρόπο να ξεφύγουμε από το γκρουπ να πάμε και εκεί που χορεύουνε «ουρί» του παραδείσου με τη κοιλιά και τρελαίνουν κόσμο με τα σκέρτσα ντος. Να κάνουμε κι εμείς ένα οφθαλμόλουτρο, να καθαρίσουνε σκιάς τα μάτια μας, γιατί πράμα άλλο, δεν μας έχω ικανούς λόγω… σεμνότητας.
-Έεεεε ήντα μου λες! Εγώ μωρέ έχω ξαναπάει. Και πήγαμε και στα οριεντάλια και γλεντήσαμε. Αλλά ο παράωρος που καθόμαστε δίπλα από μένα, έχωσε ένα εικοσάευρο στο μπικινάκι της χορεύτριας και τούπεξε κάμποσα μαλακά βυζοσκάμπιλα. Ήρθε ύστερα σε μένα και μούκανε τα ίδια τσαλίμια, περιμένοντας το ρεγάλο.
Όμως εγώ φίλε είμαι βράχος ηθικής και το μόνο που έκανα, έστριψα το μουστάκι μου και γέλασα. Φαίνεται πως εδιαολίστηκε, συνέχισε το κούνημα μια πιθαμή από τα μάτια μου και άμα είδε κι αποείδε πως δεν ήβγαζα πορτοφόλι, μου θέτει ένα βυζοσκάμπιλο και με παίρνει στη μούρη η μουσταρά της και ήνοιξε η μύτη μου! Εκειά να δεις αίματα και φωνές η Μαρία… Εκειά μου λες να πάω; Ούτε απόξω δεν ξαναπερνώ…. Άσε με! Και έκλεισε το τηλέφωνο.