Ο προπάππους μας, Ιωάννης Κατσαντώνης (Αναγνώστης), του οποίου τα αποκαλυπτήρια της προτομής έγιναν πρόσφατα, ήταν ένας διακεκριμένος αγωνιστής, ατρόμητο παλικάρι, που πολέμησε συνολικά σε 63 μάχες στη ζωή του. Ήταν υψηλόσωμος, ευθυτενής, γενναίος πολεμιστής και σεβάσμιος μέχρι τα βαθιά του γηρατειά.
Πατέρας του ήταν ο Αντώνης Κατσαντώνης (1775-1828), ο οποίος είχε αγωνιστεί και αυτός στις επαναστάσεις. Τον υμνεί ξεχωριστά και στο βιβλίο του «Το Αρκάδι δια των αιώνων» ο Τιμόθεος Βενέρης, σημειώνοντας πως ήταν «Περιάκουστος δια τα ανδραγαθήματά του».
Ο Αναγνώστης από νωρίς πήρε τα όπλα. Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1841 και στην επανάσταση του 1858.
Στις επαναστάσεις 1878 και 1889 ήταν υπαρχηγός της επαρχίας Αμαρίου, με Αρχηγό τον λόγιο Οπλαρχηγό Διογένη Μοσχοβίτη από το Πετροχώρι. Αργότερα ήταν πληρεξούσιος της επαρχίας.
Η επανάσταση του 1866 τον βρίσκει πανταχού παρόντα έτσι ώστε να λέγεται ότι «όπου πρίνος και κλαδί Κατσαντώνης κατοικεί». Καταδιώκοντάς τον οι Τούρκοι, ρωτούν τη μάνα του που είναι γιός σου; Εκείνη τους απαντά: «Δεν ξέρω αφεντάδες μου, γιατί αυτός στο Κέντρος βραδιάζεται στον Ψηλορείτη ξημερώνεται, στον Ψηλορείτη ξημερώνεται στο Κέντρος βραδιάζεται».
Διακρίθηκε επίσης στις μάχες κατά του Ομέρ πασά που είχε εισβάλει στα Σφακιά, τα οποία τότε ανήκαν στο νομό Ρεθύμνης, δείχνοντας απαράμιλλο θάρρος.
Στην επανάσταση του 1896 -1897 ήταν πολύ γέρος για να λάβει μέρος. Εξελέγη όμως πληρεξούσιος της επαρχίας του και σε κάθε συνέλευση συμμετείχε ένοπλος, δίνοντας πολύτιμες συμβουλές στρατηγικής.
Ο Ιωάννης Κατσαντώνης, είχε αδέλφια το Γεώργιο και Θεοχάρη.
Είχε παντρευτεί από το Μοναστηράκι και είχε αποκτήσει τον Κυριάκο, τον Εμμανουήλ, τον Κωνσταντίνο, την Αμαλία που παντρεύτηκε στο Άνω Μέρος, (Παπουτσάκη), τη Χαρίκλεια που παντρεύτηκε στον Άγιο Ιωάννη (Καλογεράκη), τη Μαρία που παντρεύτηκε στο Γερακάρι (Χανδράκη), την Ελένη παντρεμένη στο Άνω Μέρος (Ευθ. Φουρφουλάκη).Σήμερα υπάρχουν γύρω στα 50 δισέγγονά του, στο Άνω Μέρος, Άι-Γιάννη, Αποδούλου, και στις πόλεις της Κρήτης.
Ο Αναγνώστης, ήταν άνθρωπος πιστός, ευσεβής και ενάρετος, όπως όλοι οι μεγάλοι αγωνιστές της λευτεριάς (Κολοκοτρώνης, Μακρυγιάννης, Μιαούλης, Ανδρούτσος κ.λ.π.). Ήταν ψάλτης γι’ αυτό είχε το παρατσούκλι Αναγνώστης. Είχε πάντα πάνω του ασημένια θήκη με τίμιο ξύλο, που σώζεται στην τρισεγγονή του Αθηνά Καλογεράκη, με το οποίο σταύρωνε αρρώστους για να γίνουν καλά. Πίστευε ότι το τίμιο ξύλο τον προστάτευε και δεν τον εύρισκαν οι τούρκικες σφαίρες. Μια φορά που τραυματίσθηκε σε μάχη, υποψιάσθηκε λέγοντας: «μου κλέψανε το τίμιο ξύλο», όπως και είχε γίνει. Στο μοναστήρι της Καλόειδενας στο Κέντρος, συχνά κατέφευγε, κυνηγημένος από τους Τούρκους. Κάποιες φορές είχε ακούσει αγγελική λειτουργία εκεί, ενώ η εκκλησία ήταν άδεια. Άλλη φορά, που προσευχόταν μέσα, άκουσε μια φωνή μέσα του να του λέει «φύγε, φύγε!», βγήκε έξω και είδε τούρκικο ασκέρι ν’ ανηφορίζει για να τον πιάσει, διηγιόταν η εγγονή του Γαρυφαλλιά Ν. Καλογεράκη, που τον είχε ζήσει, στο τσιφλίκι του στη Νερατζέ απέναντι από τον Άϊ Γιάννη, το οποίο είχε αγοράσει από Τούρκους. Εκεί τον συναντούσε και ο μικρός εγγονός του Καλογεράκης Στελιανός (Κατσαντωνιά 1907-2008) από τους μεγαλύτερους εγγονούς του, που του είχε αδυναμία, γιατί του έλεγαν ότι του έμοιαζε. Έμενε στο σπιτάκι δίπλα στο κεφαλοβρύσι και ο μικρός εγγονός του κοίταζε τα κρεμασμένα στον τοίχο όπλα του. Του υποσχόταν μάλιστα ότι, σε σένα Στελιανέ θα δώσω το Αλεβόρβορο (μακρύκανη πιστόλα), που είχε κρεμασμένη στο ξεροπέτρινο σπιτάκι του.
Ήταν άριστος στη σκοποβολή. Σε μια σύγκρουση με Τούρκους, σκοτώνουν τον επικεφαλή Αγά. Διακπλητίζονταν οι συναγωνιστές του ποιός τον σκότωσε. Τους λέγει τότε, «πηγαίνετε να δείτε και αν τη μπάλα (σφαίρα), την έχει στο αστέρι του κουτέλου (μέτωπο) τον σκότωσα εγώ», όπως και ήταν, διηγόταν ο εγγονός του Γιάννης Εμμ. Κατσαντώνης.
Στην επανάσταση του 1866, στην πολιορκία του Αρκαδίου, ανταποκρινόμενος στις εκκλήσεις των πολιορκημένων, συναντάται με τον απεσταλμένο της Ελληνικής Κυβέρνησης, Συνταγματάρχη Κορωναίο, στο Κλεισίδι. Διαφωνούν και αποφασίζει να προχωρήσει με τους επαναστάτες του, στο Αρκάδι για να χτυπήσει τους πολιορκητές από τα νώτα τους. Σημαιοφόρος μπροστά τίθεται ο ευπαρουσίαστος αδελφός του Θεοχάρης. Η σφοδρή καταιγίδα που τους προλαβαίνει στο δρόμο κάνει ασήκωτες τις βράκιες τους, δυσκολεύει τις κινήσεις τους και μουσκεύει το μπαρούτι τους, τα όπλα τους δεν πυροβολούσαν. Αναγκάζονται έτσι να επιστρέψουν άπρακτοι.
Ο Εμμ. Γενεράλις (1860-1943), Επιθεωρητής Β/θμιας εκ/σης Κρήτης, γράφει το 1901 σχετικά: «Ιδία δε το 1866 έκλεισε το Άνω Μέρος, αναδείξαν τον οπλαρχηγόν του Κατσαντώνην, δια το θάρρος και την στρατιωτικήν σύνεσιν, έναν εκ των διακρινομένων Καπετάνιων της τότε επαρχίας και Νομού».
Οι Τούρκοι αργότερα του ζήτησαν να σταματήσει τον ένοπλο αγώνα με όποιο αντάλλαγμα ήθελε. Εκείνος ζήτησε να μπορεί ελεύθερα να φέρει τα άρματά του, το οποίο δεν δέχτηκαν. Οι κόρες του διαμαρτυρόταν, γιατί δεν τους ζήτησε κανένα τσιφλίκι. Τελικά συνέλαβαν τον αδελφό του Θεοχάρη, εκβιάζοντάς τον αν δεν σταματήσει την επαναστατική του δράση θα τον σκοτώσουν και έτσι τον πίεσαν να περιορίσει ένα διάστημα την δράση του.
Μια τραγική εμπειρία, όμοια με τον γέρο του Μωριά, που τον πόνεσε πολύ είχε το 1899, όταν δολοφονήθηκε ο πρωτογιός του Κυριάκος (πατέρας του Παπά Κυριάκου) στο Κέντρος, από Ελληνικά χέρια, στη δίνη βεντέτας στην οποία δεν είχε εμπλακεί.
Ο πρίγκιπας Γεώργιος το 1899 που επισκέφθηκε το Άνω Μέρος, ως Ύπατος Αρμοστής Κρήτης, την περίοδο της αυτονομίας της, τον ασπάστηκε στο μέτωπο σε ένδειξη σεβασμού στο μεγάλο αγωνιστή. Ο Αρμοστής τον ρώτησε: « Και τι ζητείς τώρα από μένα Καπετάνιο»; «Δεν ζητώ τίποτε», αποκρίθηκε ο γηραιός Καπετάνιος, «αλλά ήθελα να Σε ιδώ. Εμείς επολεμούσαμενε τόσους χρόνους από προπάππων και γονέων ως τώρα για να δούμε ελευθερία και να δούμεν Έλληνα να μας κυβερνά. Τίποτε άλλο δεν ζητώ, τίποτε δεν θέλω και τώρα μπορώ ν’ αποθάνω ευχαριστημένος».
Οι κραυγές του χοίρου που σφάζεται την παραμονή των Χριστουγέννων, είναι κάτι φρικιαστικό. Ο οπλαρχηγός Ιωάννης Κατσαντώνης, γέρος πια (αρχές του εικοστού αιώνα), ευαίσθητος, παρότι μπαρουτοκαπνισμένος όσο λίγοι, στις Κρητικές επαναστάσεις έφευγε από το χωριό, όταν έσφαζαν τους χοίρους, την παραμονή των Χριστουγέννων, γιατί οι σκληρές των (οι κραυγές τους) του θύμιζαν, όπως έλεγε, τα ουρλιαχτά των Χριστιανών όταν τους έσφαζαν οι Τούρκοι, ανέφερε η κόρη του Χαρίκλεια Κατσαντώνη Καλογεράκη.
Οι αγώνες για τη λευτεριά, του είχαν γίνει δεύτερη φύση και στις τελευταίες μέρες της ζωής του, ερχόταν οι αναμνήσεις και φώναζε «αποκέ μωρέ Γιώργη απάντα τσι Τούρκους, νάτσι έρχονται». Έβγαζε πολεμικές ιαχές και έκανε κινήσεις σκόπευσης, βγάζοντας το περιεχόμενο του υποσυνειδήτου του.
Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, η φωτογραφία του είναι αναρτημένη στο χώρο τιμής των οπλαρχηγών που έδρασαν στα γεγονότα το 1866 στη μονή Αρκαδίου.
Η Κρητική Μούσα δεν ξέχασε κι αυτή να υμνήσει τις πολεμικές αρετές του αγωνιστή: «Νάσανε ούλοι οι αρχηγοί ώσαν τον Κατσαντώνη, ήθελα κάμουν την Τουρκιά να μη πολυξαπλώνει», που είναι γραμμένη και στην προτομή του στο χωριό του, Άνω Μέρος Αμαρίου.
Ας είναι αιωνία η μνήμη του ηρωϊκού Προπάππου μας, όπως και όλων των αγωνιστών της λευτεριάς, που κινδύνεψαν, ταλαιπωρήθηκαν και θυσιάστηκαν για τη δική μας ελευθερία.
* Ο Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης είναι διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών