– Μα, γιάντα, μωρέ Κωνσταντή, εδά τα ζευγάρια, απού παντρεύγουνται με έρωντα, χωρίζουνε και παλιά, που δεν επαντρεύγουνταν-ε με έρωντα, δεν εχωρίζανε;

– Γιατί, Διογένη, δεν επέφτανε έξω στην παντρειά, διότι οι γονείς τους τους παντρεύανε με το μυαλό κι όχι με την καρδιά. Άκουγαν τους μεγαλύτερους, που είχανε εμπειρία μες στη ζωή ετούτη, γιατί “είχανε καεί με τον χυλό και φύσαγαν και το γιαούρτι”!

– Εμένα, Κωνσταντή, όντε με παντρέψανε οι γονέοι μου, δηλαδή ο κύρης μου, με ρώτηξε κι εμένα…

– Αυτό έλειψε, να μη σε ρωτήσει κιόλας! Αυτό το καλό είχανε, που… ρωτούσανε και το γαμπρό. Και πες μου, βρε Διογένη, ακριβώς πώς έγινε. Θέλω να μάθω το ιστορικό.

– Να, ένα βράδυ, μπρε, ήρθενε χαρούμενος ο κύρης μου στο σπίτι και μου λέει:

– Κατέχεις το, Διογένη, πως δα σε παντρέψουμε απόψε;

– Όι! Μα, εδά που μου το ‘πες, το ‘μαθα κι εγώ… Και ποια ‘ναι; Κατέχω τήνε;

– Ε, το βράδυ θα τηνε δεις.

Εγώ εσκεφτόμουνε: “Ποια να ‘ναι; Ποια να ‘ναι;”. Και είχα αγωνία να τηνε δω! Έρχονται, απού λες, το βράδυ στο σπίτι οι γονέοι τζης, εσύρνανέ τηνε κι αυτή, να δώσομε-νε, λέει, τα λόγια. Ήρθανε κι άλλοι συγγενείς κι απού τα δύο σόγια, εκάτσανε και κουβεδιάζανε πολλή ώρα. Αφού ενύσταξα! Ήλεγε το ένα σόι, ήλεγε και τ’ άλλο, επαινούσανε τη νύφη, επαινούσανε το γαμπρό… “Η νύφη είναι από σόι καλό” ελέγανε.

“Έχει τίμιους ανθρώπους με ανθρωπιά και φιλότιμο, δεν τσακώνονται ποτέ με άλλους, δεν κλέφτουνε, είναι δουλευταράδες στα σπίταια ντους περνούνε καλά, συνεννοούνται” κι άλλα πολλά. Τα ίδια λέγανε και για μένα, τον γαμπρό. “Ε, κι αφού εσείς είσαστε το ίδιο μ’ εμάς, κι εμείς μ’ εσάς το ίδιο και αφού ταιριάζουνε και τα σόγια μας, θα ταιριάξουνε και τα κοπέλια μας. Και αφού εμείς περνούμε καλά στα σπίτια μας και είμαστε ευτυχισμένοι, δα ζήσουνε καλά κι ευτυχισμένα τουτανέ τα κοπέλια”.

Εμείς είμαστε τα κοπέλια, για μας ελέγανε. Ε, αφού είπαμε ό,τι είχαμε να πούμε και συθμωνήσαμε, λέει ο κύρης μου τση μάνας μου: “Ε, μια και ξετελέψαμε, Φροσυνιώ, δεν στρώνεις το τραπέζι, να πιούμε και να φάμε στσι χαρές των κοπελιώ;”. Είχε σφάξει δύο κουνέλια και μιαν όρνιθα, να ‘ναι έτοιμα, άμα ήθελε να ξετρελέψουνε καλά τα πράματα, να τα βάλει στο τηγάνι με το κρασί, απού ‘τονε παλιό. “Ντα, για τούτεσάς τσι χαρές το φυλάξαμε, μαθές” είπενε.

– Ευτυχώς, δηλαδή, που πήγανε καλά τα πράματα, αλλιώς θα φεύγανε νηστικοί! Και δε μου λες, αρώτησες πώς την ελέγανε τη νύφη;

– Ναι. Αυγιονιώ την ελέγανε. Αυτή, μπρε, απού ‘χω ακόμη…

– Και, για πες μου τώρα, σ’ άρεσε, όταν την πρωτοείδες;

- Ντα, αυτο με ρώτηξε και ο πεθερός μου: “Σ’ αρέσει, Διογένη, το Αυγιονιώ; Καλή ‘ναι;”. “Ναι, καλή ‘ναι” του ‘πενε ο κύρης μου…

– Αυτή, όταν τη ρωτήσανε αν της αρέσεις, τι είπενε;

– Αυτή, μπρε, το κακορίζικο, εντράπηκε και κοκκίνησε, μα εκατάλαβα εγώ απού τα μάτια τζης πως ήθελε να πει το “ναι”. Ένα… μουσκαράκι ήτανε, μα συμπαθητικό. Εδά που μεγάλωσε έγινε ένα… βούι. Βούι αυτή, βούι κι εγώ, εσωσύρναμε και κάναμε καλό χωράφι! Καλά περάσαμε εξήντα χρόνια μαζί και δεν είπε ο ένας στον άλλο το “εσύ!”.

– Ερωτευτήκατε μετά, Διογένη, που γνωριστήκατε και ζήσατε μαζί;

– Ένα απίστευτο πράμα, μπρε Κωνσταντή! Στην αρχή ήμαστε αξερώντευτοι και, όσο επέρναγε ο καιρός, τόσο ερωντευγούμασταν-ε! Εξήντα χρόνια εδά, και δεν μπορούμε να ξερωντευτούμε!

– Είδες Διογένη, η εμπειρία των μεγαλυτέρων τι κάνει; Από τη μια μπορεί να ήτανε δεσποτικοί στο θέμα αυτό, αλλά από την άλλη η παντρειά είχενε σιγουριά. Ο προκαταβολικός έρωτας δεν εγγυάται σιγουριά. Αν δεν ταιριάζουνε, γρήγορα φεύγει και χάνεται.

Αν, όμως, ταιριάζουνε, ο έρωτας, η αγάπη και η εκτίμηση έρχονται μετά…