Στην άγρια, δυστοπική εποχή που ζούμε, μας έχουν κατακυριεύσει, ο φόβος, η καχυποψία και η ανασφάλεια. Έχουμε απομακρυνθεί, όχι μόνο αναμεταξύ μας, αλλά και από τα συναισθήματά μας.
Έτσι κι αλλιώς, τα πιο τρυφερά και αγνά μας συναισθήματα τα έχουμε καλά φυλαγμένα, μαζί με τις μνήμες από την εποχή της αθωότητας, μέσα στα σκονισμένα χαρτόκουτα με τα αγαπημένα μας παιδικά παιχνίδια. Όταν όμως, για οποιονδήποτε λόγο, ανοίξει ένα τέτοιο χαρτόκουτο, διαπιστώνουμε ότι η συναισθηματική μας μνήμη είναι ακόμα ζωντανή. Αλλά κι εμείς νιώθουμε ζωντανοί, όταν μπορούμε να αισθανόμαστε τη συγκίνηση, αλλά και να την μοιραζόμαστε.
Ένα τέτοιο «χαρτόκουτο», «άνοιξε» πρόσφατα με τη βοήθεια της κινηματογραφικής τέχνης, μέσα από το αξιόλογο τηλεοπτικό κανάλι της Βουλής, σκορπίζοντας έντονα βαθιά συναισθήματα και μια τρυφερή συγκίνηση που δεν μπόρεσα να την κρατήσω μονάχα για τον εαυτό μου.
Βράδυ Σαββάτου, και ως συνήθως οι περισσότεροι τηλεοπτικοί σταθμοί, διαθέτουν μεν πλούσια ψυχαγωγικά προγράμματα, φτωχά δε σε συναισθηματική νοημοσύνη. Λίγο πριν να εγκαταλείψω την προσπάθεια αναζήτησης και κλείσω την TV, έπεσα πάνω στη «ΒΟΥΛΗ TV». Μόλις ξεκινούσε μια ταινία μικρού μήκους με τον τίτλο «Dream Toy» (Ονειρεμένο παιχνίδι). Πρόκειται για μια Ελληνική παραγωγή του 2015, που προβλήθηκε στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας.
Τα 13 μαγικά λεπτά του βωβού φιλμ, ήταν αρκετά για να απελευθερώσουν όλο εκείνο το μοναδικό συναίσθημα που πλημμυρίζει τα ονειρεμένα ταξίδια της αγνής παιδικής ψυχής. Το περιεχόμενο της ταινίας ήταν αφαιρετικό και πλήρως ευθυγραμμισμένο με τον σουρεαλισμό της παιδικής φαντασίας, αλλά ταυτόχρονα και ικανό να διεγείρει τρυφερά την ενήλικη συγκίνηση.
Η κάμερα της πρώτης σκηνής είχε τοποθετηθεί κάτω από ένα κρεβάτι κάποιου ακατάστατου παιδικού δωματίου. Ένα γυναικείο χέρι ψαχουλεύοντας κάτω από το κρεβάτι, κάτι έπιασε και το τοποθέτησε μέσα σε ένα χαρτόκουτο. Η μυστηριώδης γυναίκα, έβαλε το χαρτόκουτο στο κάθισμα του συνοδηγού και κατευθύνθηκε με προορισμό μια αποθήκη. Εκεί το παρέδωσε σε έναν υπάλληλο κι εκείνος το τοποθέτησε ψηλά πάνω σε ένα ράφι.
Όταν είχε πέσει πια το σκοτάδι και είχαν φύγει όλοι από την αποθήκη, το χάρτινο κουτί ζωντάνεψε και άρχισε να ταλαντεύεται πέρα δώθε πάνω στο ράφι, σαν να είχε κάτι ζωντανό μέσα του. Κάποια στιγμή έπεσε από το ράφι στο πάτωμα, αποκαλύπτοντας το περιεχόμενό του. Ένα μικρό πλαστικό κόκκινο αυτοκινητάκι βγήκε δειλά-δειλά μέσα από το χαρτόκουτο, άναψε τη μηχανή και τα φώτα του, πυροδοτώντας ταυτόχρονα και τη δική μου περιέργεια.
Το μικρό αυτοκινητάκι θύμιζε ακριβώς τηλεκατευθυνόμενο παιχνίδι, με τη διαφορά όμως ότι εδώ δεν υπήρχε κάποιος που να το κατευθύνει, αλλά οι κινήσεις του έδειχναν να είναι αυτόνομες. Αφού εξερεύνησε πολύ καλά το χώρο γύρω του, διαπίστωσε πως βρισκόταν μέσα σε μια αποθήκη μεταχειρισμένων παιχνιδιών.
Στο τέλος πήρε θέση πίσω από τη μεγάλη κλειστή συρόμενη πόρτα της αποθήκης, έσβησε τη μηχανή και τα φώτα του, ως το επόμενο πρωί που κάποιος άνθρωπος άνοιξε την πόρτα. Τότε με μιας, το μικρό αυτοκινητάκι βγήκε έξω ξεκινώντας την περιπλάνησή του. Έτσι ξεκίνησε και η μικρή του οδύσσεια, στους δρόμους και τα σοκάκια μιας αφιλόξενης πόλης, μέσα στο χειμώνα.
Ο σκηνοθέτης είχε καταφέρει από τα πρώτα κιόλας λεπτά, να μετατρέψει με κινηματογραφική μαγεία, ένα άψυχο αντικείμενο σε πρωταγωνιστικό χαρακτήρα, σαν να επρόκειτο για κάποιο παιδί ή κάποιο μικρό ζώο, παρασύροντας και τον θεατή μαζί του, να βλέπει τον κόσμο από χαμηλά, με τα δικά του «μάτια».
Ένα παιχνίδι με ανθρώπινα συναισθήματα και επίμονη μνήμη. Το κόκκινο αυτοκινητάκι έδειχνε να γνωρίζει την περιοχή και σαν κάτι να αναζητούσε.
Έστριβε δεξιά, πήγαινε αριστερά, ανέβαινε ανήφορους, κατέβαινε κατηφοριές, ώσπου κάποια στιγμή βρέθηκε σε μια γειτονιά που μάλλον του ήταν πολύ γνώριμη. Δυο στενά παρακάτω, στρίβοντας με σιγουριά, βρέθηκε μέσα σε κάτι φυλλωσιές απέναντι από ένα σπίτι. Έσβησε τη μηχανή και περίμενε ανυπόμονα, σαν κάτι να ήθελε να δει ή κάποιον να συναντήσει.
Δεν περίμενε μάταια, αφού μετά από αρκετή ώρα, η γνωστή μυστηριώδης γυναίκα που το είχε μεταφέρει στην αποθήκη, βγήκε από εκείνο το σπίτι, μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο ακριβώς έξω από το σπίτι και έφυγε αναπτύσσοντας ταχύτητα. Το μικρό αυτοκινητάκι, αν και έβαλε μπροστά τη μηχανή του, δεν πρόλαβε να αντιδράσει και να πλησιάσει το μεγάλο αυτοκίνητο που εξαφανίστηκε.
Απογοητευμένο, άρχισε πάλι την περιπλάνησή του στις γειτονιές της περιοχής, ώσπου ο δρόμος του έφτασε έξω από κάποιο σχολείο. Εκείνη τη στιγμή μάλιστα σχολούσαν και οι μικροί μαθητές του σχολείου και δυο από αυτούς που εντόπισαν το μικρό κόκκινο παιχνίδι, αφού το περιεργάστηκαν το έβαλαν μέσα σε μια σχολική τσάντα και το μετέφεραν στο σπίτι τους.
Πολύ σύντομα όμως το παράτησαν σε κάποια γωνιά του σπιτιού, αφού προτίμησαν να παίξουν ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι με αγωνιστικά αυτοκίνητα. Ο μικρός μας πρωταγωνιστής έβαλε πάλι μπροστά τη μηχανή του και από κάποια μισάνοιχτη πόρτα του σπιτιού, απέδρασε από τους ανήλικους «απαγωγείς» του και επέστρεψε πάλι στο σπίτι απέναντι από τις φυλλωσιές.
Είχε νυχτώσει πλέον και πίσω από τις κουρτίνες του γνώριμου σπιτιού διακρινόταν η σιλουέτα της μυστηριώδους γυναίκας να πηγαινοέρχεται στα μισοφωτισμένα δωμάτια.
Το αυτοκινητάκι έσβησε τα φώτα και τη μηχανή και χώθηκε μέσα στις φυλλωσιές για να περάσει τη νύχτα. Το ξημέρωμα το βρήκε στο ίδιο σημείο έτοιμο για δράση. Η υπομονή του το αντάμειψε ετούτη τη φορά, κι εκείνο έδειχνε αποφασισμένο να μη χάσει άλλη ευκαιρία. Η μυστηριώδης γυναίκα βγήκε πάλι από το σπίτι και μπήκε στο αυτοκίνητο.
Το αυτοκινητάκι έτρεξε γρήγορα αυτή τη φορά στο κατόπι του μεγάλου αυτοκινήτου, ανέπτυξε ταχύτητα και το ακολουθούσε χωρίς να το χάσει.
Μόλις είχε αρχίσει να χιονίζει και ο δρόμος γλιστρούσε επικίνδυνα. Κάποια στιγμή, σε μια δύσκολη στροφή, ένα άλλο διερχόμενο αυτοκίνητο από την αντίθετη κατεύθυνση, φρέναρε μόλις είδε μπροστά του το κόκκινο αυτοκινητάκι, αλλά δεν κατάφερε να αποφύγει εντελώς τη σύγκρουση. Το αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν, ένα παρμπρίζ ραγισμένο, ένα καπό τσακισμένο και γύρω-γύρω στραπατσαρισμένο το μικρό αυτοκινητάκι.
Όμως η μηχανή του δούλευε ακόμα κι εκείνο χωρίς να χάσει άλλο χρόνο, άρχισε να τρέχει και πάλι προς την κατεύθυνση του δρόμου που κινήθηκε η μυστηριώδης γυναίκα και σύντομα βρέθηκε ξανά πίσω από το αυτοκίνητό της.
Μετά από αρκετή ώρα, και ενώ το χιόνι έπεφτε διαρκώς, η γυναίκα σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και βγήκε από το αυτοκίνητο κρατώντας στο χέρι της ένα κίτρινο λουλούδι που έμοιαζε με χρυσάνθεμο. Ακολούθησε ένα ανηφορικό μονοπάτι που ήταν στρωμένο με πλάκες, πάνω στις οποίες με δυσκολία προχωρούσε το μικρό αυτοκινητάκι.
Δεν πτοήθηκε όμως και ακολούθησε τη γυναίκα μέχρι το τέλος του πλακόστρωτου, που οδηγούσε έξω από ένα απομακρυσμένο κοιμητήριο. Το τοπίο που αντίκρισε εκεί ήταν άκρως κινηματογραφικό. Όλα τα μνήματα είχαν σκεπαστεί από ένα κατάλευκο στρώμα χιονιού, αφού εξακολουθούσε να χιονίζει ασταμάτητα.
Η γυναίκα στάθηκε αμίλητη για λίγα λεπτά μπροστά από ένα μνήμα και πάνω στο λευκό χιόνι που είχε καλύψει ολόκληρη την πλάκα του, άφησε το κίτρινο λουλούδι που κρατούσε και αποχώρησε. Αμέσως μετά, το αυτοκινητάκι πλησίασε το μνήμα, προσπαθώντας να ανέβει με δυσκολία μια ανηφορίτσα από χιόνι, που είχε σχηματιστεί στην άκρη του τάφου.
Μετά από αρκετές προσπάθειες, κατάφερε αγκομαχώντας να σκαρφαλώσει πάνω στο μνήμα και να βρεθεί ακριβώς δίπλα στο κίτρινο λουλούδι. Έσβησε τη μηχανή, αναβόσβησε τα φώτα και στάθηκε εκεί ακίνητο και σιωπηλό, με σεβασμό αλλά και με ικανοποίηση για αυτό που έβλεπε μπροστά του, αφού ένιωθε πως είχε φτάσει πια στον προορισμό του.
Απέναντί του, στην άλλη άκρη του τάφου, υπήρχε μια φωτογραφία στην οποία εικονιζόταν ένα μικρό αγοράκι που ήταν ξαπλωμένο μπρούμυτα και χαμογελούσε στην κάμερα, που απαθανάτιζε κάποια χαρούμενη στιγμή από το παρελθόν. Στο βάθος της φωτογραφίας, ακριβώς πίσω από το αγοράκι, ξεχώριζε ένα μικρό κόκκινο αυτοκινητάκι.
https://moschonas.wordpress.com