Ο παππούς ξεφύλλιζε ένα παλιό οικογενειακό άλμπουμ, που το βρήκε ξεχασμένο σε κάποιο συρτάρι. Και κάπου είδε μια παλιά, παμπάλαια, φωτογραφία της μάνας του, που ήταν γυναίκα ωραία στα νιάτα της και άγια στα γεράματά της. Και συγκινήθηκε ο παππούς. Και δάκρυσε.
Και άρχισαν να τρέμουν και τα χείλια του. Έκλαψε. Κρυφά έκλαψε. Από μέσα του. Συγκρατήθηκε όμως. Κατάλαβε ότι τον παρακολουθούσε ο εγγονός του, μαθητής δευτέρας γυμνασίου. Έξυπνο παιδί.
Και ο εγγονός του πλησίασε και τον ρώτησε.
-Παππού, κλαις; Γιατί κλαις;
-Δεν κλαίω, αγόρι μου, απάντησε ο παππούς. Απλώς συγκινήθηκα. Ή, κλαίω από χαρά. Είδα στην φωτογραφία την μητέρα μου. Την προγιαγιά σου.
Εσύ δεν την γνώρισες. Πόσο όμορφη ήταν στα νιάτα της, πόσο καλή στα γεράματά της… Εσύ δεν την πρόλαβες…
-Μα, παππού, πώς λες ότι χαίρεσαι; Αφού κλαις.
-Να σου εξηγήσω, παιδί μου. Είναι η χαρμολύπη.Κάποτε στην Αθήνα, στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαιδεύσεως, νέος τότε καθηγητής εγώ, παρακολουθούσα μαθήματα εκεί.
Ένας καθηγητής πανεπιστημίου, ανάμεσα στους άλλους, μας δίδασκε φιλοσοφία με τον τίτλο “Η ομορφιά του ασχήμου”. Δεν είναι μόνο η ωραία παράσταση ενός άσχημου άντρα, ας πούμε, σε ζωγραφικό πίνακα που σε ενθουσιάζει.
Μπορεί να βλέπεις περίεργος ένα άσχημο μωρό. Και να απολαμβάνεις την θέα.
Να την χαίρεσαι. Έτσι χαίρεσαι και όταν βλέπεις π.χ. τον άσχημο Κουασιμόδο στο έργο “Η Παναγία των Παρισίων”.
-Το έχω δει κι εγώ, αναφώνησε ενθουσιασμένος ο εγγονός.
-Από την άλλη, συνέχισε ο παππούς, διαβάζεις ένα συγκινητικό μυθιστόρημα και δακρύζεις. Και κλαις. Και απολαμβάνεις την λύπη και το κλάμα που σου δημιουργεί. Και λες “Τι ωραίο μυθιστόρημα!”.
Με το κλάμα σου χαίρεσαι την ομορφιά του.
Το ίδιο συμβαίνει και με ένα, ας πούμε, σίριαλ στην τηλεόραση, όπου οργίζεσαι με τις άσχημες, τις κακές πράξεις ενός ήρωα, που “όμορφα” τις παρουσιάζει ο συγγραφέας.
Και ο παππούς στο τέλος πρόσθεσε.
-Όμως ξέρεις, παιδί μου, είναι και μερικές φορές που θέλουμε να κλάψουμε.
Να ανακουφιστούμε.
Και ο εγγονός τον άκουγε και απορούσε.