Την εβδομάδα αυτή, την Τετάρτη, έχομε την εθνική μας εορτή της 25ης Μαρτίου, κατά την οποία συνηθίζομε να κάνουμε παρελάσεις και να εκφωνούμε λόγους πανηγυρικούς.

Μ’ αυτούς εκφράζομε την ευγνωμοσύνη μας προς τους ήρωες της Επαναστάσεως, που με τους αγώνες τους μας χάρισαν μια ελεύθερη πατρίδα. Μας ελευθέρωσαν από τους αλλόθρησκους Τούρκους .

Και από ταπεινοί σκλάβοι γίναμε πολίτες μιας ελεύθερης χώρας. Εγώ όμως σήμερα λόγο πανηγυρικό δεν θα εκφωνήσω. Εξάλλου με τον κοροναϊό και τους περιορισμούς, παρελάσεις και πανηγύρια δεν πρόκειται να γίνουν. Θα κάνω κάτι διαφορετικό. Και ας με συγχωρήσουν οι αναγνώστες.

Θα θυμίσω γεγονότα της εποχής εκείνης που δείχνουν την έλλειψη ομόνοιας που χαρακτηρίζει τους Έλληνες σε περιόδους ειρήνης, όταν δεν έχουν να αντιμετωπίσουν εξωτερικούς κινδύνους. Τότε δυστυχώς τρωγόμαστε μεταξύ μας.

Και αντί να ζούμε ειρηνικά, να μονιάζομε, να εργαζόμαστε και να προοδεύομε, χωριζόμαστε σε φατρίες και αντίπαλες παρατάξεις και πολεμούμε μεταξύ μας και αλληλοεξοντωνόμαστε. Πρέπει η εξιστόρηση των συνεπειών από τέτοια γεγονότα να μας διδάξει. Να συνετιστούμε.

Μετά λοιπόν από τους αγώνες και τις θυσίες του Εικοσιένα, με την υποστήριξη των μεγάλων δυνάμεων εκείνης της εποχής, που μας προστάτευαν, της Ρωσίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας, αναγκάστηκε η Τουρκία να αναγνωρίσει ως ελεύθερο χώρο ένα μικρό μέρος του ελλαδικού χώρου, που περιελάμβανε την Πελοπόννησο, το νότιο τμήμα της Στερεάς και μερικά νησιά, για να ζήσουν σ’ αυτόν ελεύθεροι οι Έλληνες. Ξαναγεννήθηκε η Ελλάδα.

Ανέλαβε τότε ως κυβερνήτης ο Ιωάννης Καποδίστριας να βάλει τάξη και να μεταμορφώσει σε κράτος το χάος που παρελάμβανε στον χώρο αυτόν μετά από τους συνεχείς πολέμους, τις αναστατώσεις, τις λεηλασίες,τις διώξεις, τις σφαγές. Θυσίασε την ήσυχη καριέρα του στο εξωτερικό, την περιουσία του και τέλος και την ζωή του για να το επιτύχει.

Όμως μόλις οι Έλληνες ένιωσαν ελεύθεροι, χωρίστηκαν σε φατρίες και άρχισαν να σκοτώνονται μεταξύ τους. Οι Μανιάτες αρνούνταν να πληρώσουν φόρους, επειδή και επί τουρκοκρατίας, ανυπότακτοι αυτοί, δεν πλήρωναν. Οι Τούρκοι τους φοβούνταν.

Μάλιστα λήστευαν από τα δημόσια ταμεία τους φόρους που πλήρωναν οι άλλοι. Οι Υδραίοι, οι Σπετσιώτες, οι Ψαριανοί, οι ήρωες της Επαναστάσεως, ενώ το κράτος ήταν πάμπτωχο, απαιτούσαν επιμόνως και απειλητικώς υπέρογκα ποσά χρημάτων για αποκατάσταση των ζημιών που οι στόλοι τους είχαν πάθει στον Αγώνα. Ο Μιαούλης, ο ήρωας, δήλωσε αντικυβερνητικός.

Ο Κολοκοτρώνης ήταν με το μέρος της κυβέρνησης. Ο Μιαούλης με μερικούς δικούς του εισχώρησε στον όρμο που σχηματίζεται ανάμεσα στο νησί Πόρος και στην απέναντι πελοποννησιακή παραλία, όπου είχε ναυλοχήσει ο κυβερνητικός στόλος, και ανατίναξε την φρεγάτα «Ελλάς», τις κορβέτες «Ύδρα» και «Εμμανουήλ» και το ατμοκίνητο «Καρτερία» ανάβοντας φιτίλια, που κάποιοι κρυφά είχαν τοποθετήσει στις πυριτιδαποθήκες των πλοίων. Σαμποτάζ.

Κατάστρεψαν τον πολεμικό στόλο της πατρίδας για την ελευθερία της οποίας πολεμούσαν. Απίστευτο! Τους αντικυβερνητικούς βέβαια, πρώην ήρωες της Επανάστασης, τους υποστήριζαν κρυφά οι Αγγλογάλλοι, που θεωρούσαν τον Καποδίστρια όργανο της Ρωσίας.

Την Κυριακή, στις 27 Σεπτεμβρίου 1831, δύο Μανιάτες Μαυρομιχαλαίοι δολοφόνησαν τον κυβερνήτη Καποδίστρια, τον ευεργέτη της Ελλάδας, πρωί, ενώ πήγαινε στην εκκλησία, έξω από τον ναό. Τις επόμενες μέρες ακολούθησε χάος. Αντικυβερνητικές δυνάμεις, Έλληνες, παλιοί ήρωες του Εικοσιένα και αυτοί, εισχώρησαν, Δεκέμβριος 1831, στην Πελοπόννησο. Συγκρούστηκαν με τα κυβερνητικά στρατεύματα. Λεηλασίες και σφαγές αμάχων. Από μίσος. Ο άμαχος πληθυσμός έφευγε κατατρομαγμένος προς το Ναύπλιο ή στα βουνά για να σωθεί. Χειρότερα και από την τουρκοκρατία.

Και πολλά άλλα τέτοια. Ασυγχώρητα. Τέτοια ασυμφωνία! Τόσο μίσος μεταξύ μας! Τα διαβάζεις και απορείς. Οι ήρωες που πολέμησαν για να ελευθερώσουν τον τόπο τους, τώρα, στον τόπο αυτόν άρχισαν να σκοτώνονται μεταξύ τους. Και οι ξένοι, που μας υποστήριζαν και μας προστάτευαν, άρχισαν να πιστεύουν ότι είμαστε ανάξιοι να ζούμε ελεύθεροι. Ακόμη και ο εθνικός μας ποιητής, ο Σολωμός, αγανακτισμένος, κάπου στον εθνικό μας ύμνο, αναφωνεί «Σαν μισούνται ανάμεσό τους/ δεν τους πρέπει ελευθεριά».

Και τελευταία μια παρατήρηση. Λέμε γλώσσα «μητρική», γιατί βασικά από την μητέρα μας μαθαίνουμε την γλώσσα μας. Λέμε όμως «πατρίδα», από τον πατέρα μας. Γιατί οι πατέρες μας καλλιεργούν και με τους αγώνες τους κρατούν ελεύθερη την γη στην οποία ζούμε.

Η Μπουμπουλίνα αποτελεί εξαίρεση. Τελευταία όμως οι γυναίκες άρχισαν να πολιτεύονται. Και γίνονται ακόμη και στρατιωτίνες και αξιωματικίνες. Αν τελικά αυτές πάρουν τα ηνία του κράτους μας, ίσως αλλάξουμε μυαλά οι Έλληνες και αρχίσομε να ζούμε με ομόνοια. Γιατί οι γυναίκες είναι πιο ευαίσθητες και πιο λογικές από τους άντρες. Αυτό σκεφτόταν και ο αρχαίος κωμικός, ο Αριστοφάνης. Θυμηθείτε τις «Εκκλησιάζουσες».