Δηλαδή «ποιοι όλοι μαζί». Θα συμμετάσχουν κι οι μεγιστάνες του πλούτου ή μόνο οι μισοπτωχοί με την πλούσια καρδιά, που ακόμη δεν τους λύγισε η κρίση; «Όλοι μαζί για ένα πιάτο φαϊ»; Εκεί καταντήσαμε, λοιπόν, να ζητιανεύουμε δημοσίως ένα πιάτο φαγητό. Να διαφημίζουμε τη φτώχεια μας; Να εξευτελίζεται έτσι ένας πτωχευμένος λαός; Όχι δεν πρέπει να υπηρετήσουμε τη ζητιανιά. Γιατί ο Έλληνας μπορεί να στήθηκε στην σειρά για συσσίτιο, μπορεί να έγινε τροφοδότης του ο κάδος, αλλά την αξιοπρέπειά του δεν την έχασε, γιατί το νομίζει για κάτι προσωρινό κι ότι ένας από μηχανής θεός θα επιστρέψει πάλι στην πατρίδα του τα περασμένα της μεγαλεία.
«Όλοι μαζί» λοιπόν. «Όλοι μαζί», εκτός του κράτους που συνεχίζει να δίνει «γη και ύδωρ» προς πάσαν κατεύθυνση. Μα εδώ χάσαμε τόσα και τόσα και δεν κάναμε τίποτα όλοι μαζί. Βλέπουμε ,καταλαβαίνουμε, απελπιζόμαστε, αγανακτούμε, αλλά μέχρι εκεί. Και τώρα όλοι μαζί για ένα πιάτο φαΐ; Αλήθεια, από δω και πέρα έτσι θα λειτουργεί το κράτος πρόνοιας; Με τον εθελοντισμό;
Έναν εθελοντισμό που θα καθιστά το άτομο ή την ομάδα υποχείριο του ναυαγισμένου κράτους πρόνοιας κι οι εθελοντές εν αγνοία τους να συμβάλλουν οι ίδιοι ενεργά στην παρακμή που επιβάλλεται δια της πολιτικής που δέχονται. Με λίγα λόγια, το κράτος επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή συναίνεση στην ανύπαρκτη πολιτική της, από τα ίδια τα θύματά της.
Οι εθελοντές εν αγνοία τους συναινούν στο πλήρες ξήλωμα των εργασιακών σχέσεων, αφού με τον εθελοντισμό καλύπτονται θέσεις εργασίας, που είναι απαραίτητες. Να λοιπόν έναν «εθελοντισμό» κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του συστήματος. Έναν εθελοντισμό που χρησιμοποιεί την ανθρωπιά τού ευαίσθητου πολίτη, για να δώσει λύση στα προβλήματα που το κράτος αδυνατεί να λύσει.
Καθιστώντας τον έτσι υπεύθυνο στην παρακμή και την ανοργανωσιά που προωθείται. Μιλάει για «αλληλεγγύη» αλλά στην πραγματικότητα εννοεί συναίνεση στην πολιτική. Μιλάει δηλαδή για ατομική ευθύνη του καθενός, και τον καλεί να γίνει νεροκουβαλητής και υπηρέτης του παρηκμασμένου τούτου συστήματος. Δεν πρέπει βέβαια να συγχέουμε την αγαθοεργία και τη φιλανθρωπία με τις «αλληλέγγυες ομάδες» που ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια με αμφιλεγόμενες προτεραιότητες.
Αλλοίμονο, οι διαφθορείς συνειδήσεων κατάφεραν με τέχνη να σακατέψουν τις λέξεις, να αλλάξουν τις έννοιες, το περιεχόμενο και την ουσία τους. Μάγοι που μεταμόρφωσαν τις αξίες σε απαξίες, το καλό σε κακό, το λογικό σε παράλογο. Και πόσο έντεχνα επιβλήθηκε η αφομοίωση αυτών των εννοιών! Ο εθελοντισμός λοιπόν θα έμενε έξω;
Και βέβαια καμαρώσαμε αυτούς που χρόνια τώρα προσφέρουν από τον χρόνο τους αλλά και από το εισόδημά τους, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, για να βοηθήσουν, να συμπαρασταθούν, να ενισχύσουν συνανθρώπους τους. Ποιος δεν θαυμάζει τις ομάδες διάσωσης που με κίνδυνο της ζωής τους σπεύδουν να σώσουν συνανθρώπους που η ζωή τους βρίσκεται σε κίνδυνο. Εκείνους που προσφέρουν τον ελεύθερο χρόνο τους για να καθαρίζουν παραλίες, μονοπάτια, να αναστηλώνουν μνημεία.
Εκείνους που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή για την υπεράσπιση και προστασία του περιβάλλοντος.
Αυτούς που δίνουν αγώνες και μάχες για να συντηρηθεί και να αναπτυχθεί η πολιτιστική κληρονομιά του τόπου μας.
Αυτούς που τρέχουν να σώσουν και να φροντίσουν τα αδέσποτα.
Τους γιατρούς χωρίς σύνορα.
Τους αιμοδότες και τόσους άλλους που χωρίς ανταλλάγματα προσφέρονται εθελοντικά για δράσεις που ωφελούν το κοινωνικό σύνολο ή και μεμονωμένα άτομα.
Σήμερα ο εθελοντισμός δεκάδων πολιτών γίνεται το σωσίβιο στη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους. Αυτή η δύναμη της κοινωνικής αλληλεγγύης και ανθρωπιάς που ξεπετάχτηκε μέσα από τα συντρίμμια της ψυχής των Ελλήνων και που είναι απαραίτητη για να μπορέσουμε να κρατηθούμε ορθοί στον τυφώνα της μνημονικής λεηλασίας, γίνεται ο καταποτήρας του κράτους πρόνοιας.
Κι όμως είναι όσο ποτέ άλλοτε επιτακτική η ανάγκη να δημιουργήσουμε δίκτυα αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης. Χρειαζόμαστε όμως έναν εθελοντισμό που δεν θα εξυπηρετεί το κράτος, αλλά τον άνθρωπο, έναν εθελοντισμό που δεν πρέπει να γίνει καθεστώς.
Οι μέχρι τώρα εθελοντές προσέφεραν για δράση τον ελεύθερο χρόνο τους. Γιατί είχαν εργασία, γιατί είχαν χρήματα και γίνονταν εθελοντές για να για να ικανοποιήσουν μια βαθιά τους ανάγκη για αλληλεγγύη και αλληλοβοήθεια. Οι σημερινοί εθελοντές είναι άνεργοι, χωρίς χρήματα στην τσέπη κι ελπίδα στην καρδιά και ρίχνονται με μανία στην ιδέα του εθελοντισμού προσδοκώντας μια εργασία ή γεμίζοντας τον ελεύθερο χρόνο τους, χωρίς να λείπουν βέβαια τα αισθήματα αλληλεγγύης προς τον συνάνθρωπο.
Με την κρίση ο εθελοντισμός καταγράφεται πλέον σαν τρόπος ζωής. Η ομαδική δουλειά, οι κοινωνικές συναναστροφές, οι θετικές αντιλήψεις που αναπτύσσονται σε μια δράση, είναι πράγματα που κερδίζεις συμμετέχοντας σε αυτήν. Επιστρέφεις, λοιπόν, στο σπίτι πιο ήρεμος, πιο πλούσιος και έχοντας ξεφύγει για λίγο από το άγχος που σε περιτριγυρίζει καθημερινώς και αδιαλείπτως».
Κι εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος. Μήπως ο εθελοντισμός ήρθε για να μείνει; Μήπως ο πτυχιούχος γιατρός, ο δάσκαλος, ο δικηγόρος και τόσοι άλλοι θα δεχτούν τον εθελοντισμό σαν αναγκαίο κακό και το κράτος που πάντα εκμεταλλεύεται όσους το υπηρετούν, τους πείσει ότι έτσι είναι καλύτερα; Τότε φορώντας το προστατευτικό ύφος του το κράτος, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου θα σου πει πατρικά:
«Θέσεις εργασίας δεν υπάρχουν, ούτε πρόκειται να υπάρξουν στο μέλλον, εργάσου λοιπόν εθελοντικά και μη φοβάσαι. Θα σε εφοδιάσω με κάρτα σίτισης, θα προωθήσω την ίδρυση κοινωνικών παντοπωλείων, κοινωνικών φαρμακείων, κοινωνικών φροντιστηρίων, καρτών συγκοινωνίας κι ακόμη κοινωνικών ιατρείων (για τους νέους φυσικά, οι γέροι τα φάγανε τα ψωμάκια τους). Μ’ όλα τούτα που σου παρέχω τι θα τον κάνεις αχάριστε τον μισθό; Κι η παιδεία, μπορεί να μην είναι ελληνική, αλλά θα σου προσφέρεται δωρεάν.
Δεν είμαστε ρατσιστές εμείς να κάνουμε τους αλλοδαπούς να νιώθουν μειονεκτικά εκθειάζοντας τους ηρωισμούς και τα κατορθώματα των προγόνων μας. Κι εδώ που τα λέμε τι να την κάνεις την παιδεία. Ας μάθουν γράμματα όσοι έχουν λεφτά. Εσύ που έμαθες τι κέρδισες; Θα σου πάρω και το σπίτι. Να σε απαλλάξω κι από τον ΕΝΦΙΑ. Τι να το κάνεις τόσο μεγάλο σπίτι αφού παιδιά δεν έχεις να βάλεις μέσα. Πήγαινε να μείνεις στη μάνα σου.
Η Ελληνίδα μάνα βρε δεν πετάει τα παιδιά της στο δρόμο. Παράδωσε και τις πινακίδες του αυτοκινήτου. Είναι πολύ ακριβή η βενζίνη, παιδί μου, και πολύ επικίνδυνη η οδήγηση τώρα τελευταία. Ωραία! Και για λεφτά μη σκας. Δεν θα το χάσεις το καφεδάκι σαν πεθάνει η γιαγιά κι η μάνα σου. Θα σου δίνω κι ένα επίδομα και θα ζεις πασάς. Όλα τσάμπα κι όπα, όπα».
Όλα αυτά έρχονται, ήρθαν μα δυστυχώς ο Έλληνας ετελοτυφλεί. Μέσα όμως σε όσα γκρεμίζονται ξεπετιέται από τη λήθη της παράδοση κουβαλώντας στην πλάτη της έθιμα ξεχασμένα. Σε κάθε λοιπόν γωνιά της ελληνικής γης πανηγύρια και χοροί.
Οι πολιτιστικοί σύλλογοι θέλοντας να κρατήσουν υψηλά το φρόνημα των Ελλήνων και μπράβο τους, υπηρετώντας την επανελλήνιση της παράδοσης, κάνουν την Ελλάδα έναν απέραντο χοροστάσιο, όπου αναβιώνονται ελληνικοί χοροί και τραγούδια, δένοντας έτσι γόρδιο δεσμό την χώρα μας με το παρελθόν της».
Αυτοί προσφέρουν έργο εθελοντικό οι πολιτιστικοί σύλλογοι ολοκλήρου της ελληνικής επικράτειας, έτσι για να διατυμπανίσουν στα πέρατα «αυτοί είμαστε μωρέ εμείς, του Διόνυσου παιδιά, δεν σκύβουμε το κεφάλι, γλεντάμε τη χαρά, γλεντάμε και τη φτώχεια μας, γιατί δεν φταίμε εμείς γι’ αυτήν».
Πέρα απ’ αυτά κάθε είδους εθελοντισμός οδηγεί στην υποδούλωση. Διατυμπανίζεται εκ τηλεοράσεως το «ότι όλοι μαζί μπορούμε». Και όταν δεν μπορούμε; Όταν η μεσαία τάξη που ακόμη καλά κρατεί σπάσει τον κουμπαρά και θα είναι τρύπιος;
Τότε τι; Α! Μα δεν το καταλάβατε. Τότε θα μας συντηρούν οι μετανάστες, Αυτοί δόξα τω Αλλάχ θα έχουν αποκατασταθεί εν τω μεταξύ. Για αυτούς είναι εθελόντρια η ίδια η Ευρώπη. Εσένα όμως Έλληνα φιλόξενε και εθελοντή θα σε παρασύρουν και θα συγκατανεύσεις, και σε όσα έρχονται, όπως συγκατάνευσες σε όσα συνέβησαν ως τώρα.
Κι όταν θα δεις στη γειτονιά σου και στην κάθε γειτονιά να πλημμυρίζουν οι δρόμοι παιδιά, που θα μιλούν άλλη γλώσσα, θα δοξάζουν φανατισμένα τον δικό τους θεό, τότε θα νιώσεις μειονότητα στον τόπο σου και θα μετανιώσεις που δεν αντέδρασες όταν έπρεπε, που δεν πολέμησες να μην γίνει η αιματοβαμμένη πατρίδα σου σκλάβα των ξένων και δεν ύψωσες το γιαταγάνι σ’ αυτούς που την έφεραν σε τέτοιο χάλι. Μα τότε θα είναι αργά Έλληνα παραπλανημένε. Θα έχεις χάσει την πατρίδα σου εσύ κι οι μετανάστες τη δική τους, γιατί κι αυτοί θύματα της ίδιας πολιτικής είναι.
Δεν κατάλαβα δηλαδή γιατί δεν άφησαν τους κατακαημένους μετανάστες στον τόπο τους κι εκεί να στείλουν τις ΜΚΟ.
Εκεί να τους ενοικιάσουν σπίτια και να τους δώσουν τον μισθό των 400 ευρώ που ετοιμάζονται κι όλα τα άλλα που προτίθεται να κάνει η ΜΑΜΑ Ευρώπη προς χάρη τους αφήνοντας τα παιδιά της νηστικά κι απροστάτευτα. ΜΚΟ λοιπόν που προωθούν μύθους. Όπως αυτός της υπερθέρμανσης του πλανήτη, που καταρρίφθηκε πρόσφατα και τώρα το ονομάζουν «κλιματική αλλαγή».
Δαπανηθήκαν όμως από τους επιτήδειους δισεκατομμύρια και με την δημιουργία δορυφόρων, έχουν τη δυνατότητα να επηρεάζουν τον καιρό κατά πώς τους συμφέρει. Έχουν βάλει ρώτα και τον ήλιο να μας κλέψουν. Κι αφού ελέγχουν τη σύναξη των νεφών, γιατί δεν τα κατευθύνουν στις χώρες όπου η έλλειψη του νερού φέρνει την πείνα και τον θάνατο.
Όλα αυτά μας αναγκάζουν να πούμε «όχι» στην δημιουργία «φιλανθρωπικών μαγαζιών» που θα εκμεταλλεύονται τον πόνο και την φτώχεια που δημιούργησε η ανίατη πολιτική των τελευταίων χρόνων. Θέλουμε έναν υγιή εθελοντισμό που να μην υπάρχουν εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι.
(Η εκκλησία κατά κόρον εκμεταλλεύτηκε και εκμεταλλεύεται τα φιλάνθρωπα συναισθήματα του ποιμνίου της). Το κράτος ετοιμάζεται να κάνει το ίδιο.
Ας μη στερήσουμε από τον φτωχοποιημένο λαό την υπερηφάνεια κι αξιοπρέπειά του προτρέποντάς τον να ζει ζητιανεύοντας ένα πιάτο φαΐ. Όλοι μαζί λοιπόν για να κρατήσουμε μακριά τον αόρατον κατακτητή που ύπουλα και πονηρά ξεθεμελιώνει την πατρίδα μας. Ας δούμε την αλήθεια πριν είναι αργά. Και μην λησμονάτε
«Έλληνες εσμέν».
*Η Ελένη Μανιωράκη-Ζωιδάκη είναι δασκάλα-λογοτέχνις