Με την εμφάνισή του στη Γη ο άνθρωπος προσπάθησε να συμφιλιωθεί με το περιβάλλον που βρέθηκε, για να επιβιώσει και φθάνομε σήμερο και ακούς τα ίδια: “Μια ζωή δούλευα για την επιβίωσή μου και για την επιβίωση του κράτους. Μια ζωή στην πρίζα, είτε είχες επιδιώξεις για κάτι παραπάνω, είτε όχι”. Αν έχεις, θα σου πάρουν το παντελόνι, αν δεν έχεις θα σου πάρουν το σώβρακο.

Σε ‘χει σιχαθεί ακόμη και ο εαυτός σου, που τον έχεις γεράσει πριν την ώρα του, με το να ασχολείσαι όλη σου τη ζωή και στον ύπνο σου και στον ξύπνιο σου, να λογαριάζεις με τον ξενοδόχο ή χωρίς τον ξενοδοχο, να βάνεις, να βγάνεις, να ξεχνάς τα κρατούμενα (ή να μην τους δίνεις σημασία) για πενταροδεκάρες ή και σεβαστά ποσά, ανάλογα με τις επιδιώξεις σου, από φόβο και ανασφάλεια. Παρ’ όλα αυτά: “γλυκιά ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα” που λέει κι ο ποιητής.

Και το σκύλο μια φορά τονε πλάκωσε βαρυχειμωνιά, ήταν κουλουριασμένος με τη μούρη του στον πισινό του και μονολογούσε: “Αν είχα κάνει το καλοκαίρι ένα σπιτάκι μια σταλιά, δεν θα περνούσα τώρα το χειμώνα  αυτή τη σκυλίσια ζώή”. Όταν ήρθε το καλοκαίρι ξαπλωμένος με τα πόδια του αλλού κι αλλού έλεγε: “Με ποια προσόντα, πώς διάολο θα χτίσω εγώ μια τόσο μεγάλη σπιταρόνα; Όλοι λογαριασμούς, άλλοι με το μυαλό τους και άλλοι με τη φαντασία τους.

Με την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, ένας άνθρωπος στο Ναύπλιο, ενώ ήταν στα σύγκαλά του, άρχισε να πορπατεί και να παραμιλεί (δεν είχαν τότε κινητά). Διερωτήθηκαν οι γύρω του, τι έπαθε. Λέει, δεν ξέρετε; “Αυτός χρωστεί τση Μιχαλούς”. Η Μιχαλού ήταν χωριανή του και είχε με τον άνδρα της μια ταβέρνα. Με το που πέθανε ο σύζυγος, η πελατεία της αντί να αυξηθεί μειώθηκε και έτσι παραδόπιστη και εκμεταλλεύτρια όπως ήταν, έκανε πίστωση, μόνο για λίγο χρόνο. Αλοίμονο σε ‘κείνον που δεν την εξοφλούσε εγκαίρως. Τον διαπόμπευε και τον εξεφτέλιζε δημόσια.

Δεν ακούω τελευταία “αυτός χρωστεί τση Μιχαλούς”, μάλλον, γιατί λίγο-πολύ οι πιο πολλοί της χρωστούμε ή χάνομε λάδια, στροφές κλπ. Όλη η Ελλάδα, όλα τα νησιά έχουν και μια Μιχαλού, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Θα’χετε διερωτηθεί που το πάει (ο άνθρωπος) με τόσο μεγάλο πρόλογο; Δεν έχουν περάσει δυο μήνες, που μου’στειλε ειδοποίηση μια μεγάλη τράπεζα να πάω εγκαίρως με ένα σωρό χαρτιά (δεν μου ζητήσανε στεφανοχάρτι), γιατί κινδυνεύει να γίνει παραγραφή σε κάποιο λογαριασμό λόγω πολυετίας. Χίλιες δυο σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου, δεν κοιμήθηκα. Κάτι σοβαρό συμβαίνει.

Για φιλανθρωπία ή Καλός Σαμαρείτης οι τράπεζες δεν φημίζονται. Να μου στείλει χαρτί για το καλό μου; Χλωμό. Κατέληγα σε κανένα παλιό βιβλιάριο που το είχα ξεχάσει και αυγάτισε. Άρχισε να οργιάζει η φαντασία μου: “Σαν πιάσω τούτο το λαγό κι εννιά τσι κάνω, δέκα”. Μήπως πρέπει να τηλεφωνήσω στους γαμπρούς ή στα εγγόνια να με συνοδέψει κανείς για τυχόν ληστεία στο Γέρο. Κατέληξα να πάω μοναχός και βλέπομε. Την επαύριο σινιαρισμένος και κορδωτός με τα χαρτιά, να’μαι στην τράπεζα.

Μόνο καφέ που δε με κέρασε ο αρμόδιος υπάλληλος. Τότε έμαθα ότι πρόκειται για χίλιες μετοχές της τράπεζας, που είχα πάρει πριν πολλά χρόνια σε εξευτελιστική τιμή. Σύμφωνα με τους χρηματιστές για να κερδίσεις από τις μετοχές πρέπει να τις αγοράσεις και να τις ξεχάσεις. Αυτό έκανα και όντως τις ξέχασα. Λέω, την κάναμε την καλή. Σούρτα-φέρτα ο υπάλληλος στο διευθυντή, υπόγραψε εκεί, εκεί, εκεί, δεν ήξερα και τι υπόγραφα και φτάνομε στην τελευταία υπογραφή. Μου πέρασε από το μυαλό να κεράσω τον υπάλληλο καμιά μπύρα για την τόση ταλαιπωρία. Τελειώσαμε.

Και ο λογαριασμός; Πάρτον. ΜΗΔΕΝ. Μηδενίστηκαν οι χίλιες μετοχές της τράπεζας. Αποσβολωμένος κοίταζα, μια το χαρτί, μια τον υπάλληλο, ψέλλισα μερικά μισόλογα (υβριστικού περιεχομένου), για να μη με βάλουν στο τέλος και φυλακή και απευθυνόμενος στον υπάλληλο, του λέω: “Δηλαδή οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς ανθρώπους, ούτε σου χρωστώ, ούτε μου χρωστείς”. Σωστά; Λέει, ΝΑΙ ΣΩΣΤΑ. Ε!!! Και την άλλη φορά με το καλό. Σκέφτηκα να ζητήσω μερικές διευκρινίσεις από το διευθυντή, αλλά απέφυγα. “Γύρευε τη δουλειά σου”.

Τους ανθρώπους τους δένουν με τα χαρτιά και τους γαϊδάρους με τα σκοινιά.

Ουφ … Έπαιξες, έχασες. Ούτε του παπά να μην το πεις.

 

* Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής