Αν θες να γνωρίσεις την Ελλάδα,την αληθινή, την γνώσια Ελλάδα, ν’ ακούσεις τους παλμούς της καρδιάς της, να νιώσεις το μεγαλείο της ψυχής της, πάρε το πλοίο της γραμμής κι άραξε στα μικρονήσια του Αιγαίου.

Εκεί θ’ ακούσεις ζωντανό το κουβεντολόι του Θεού με τους ανθρώπους

Εκεί θα ‘δεις τη ζωή να ξεπετιέται μεσ’ από το γρανίτη και να θεριεύει, εκεί θ’ ακούσεις το πιο γλυκό ερωτικό τραγούδι, μεσ’ από τα γλυκοφιλήματα του κύματος, που αγκαλιάζει τρυφερά τις χρυσαφένιες ακρογιαλιές.

Εκεί θα καταλάβεις γιατί ο τόπος τούτος γέννησε σοφούς και ήρωες, στρατηλάτες, θαλασσοπόρους και μπουρλοτιέρηδες, θεούς και ημίθεους.

Εκεί με τη ψυχή εξαγνισμένη, θα ψάλεις ύμνους στο Δημιουργό κι αν είσαι Κρητικός, σίγουρα, θα σιγοψιθυρίσεις

Ευχαριστώ Σε Κύριε που ‘πλασες τη νεράιδα του Αιγαίου τη βασίλισσα, τη μάνα μου Ελλάδα.

Βρεθήκαμε πρωί του Μεγάλου Σαββάτου μια παρέα από αμετανόητους εραστές της ακριτικής μας Ελλάδας στο λιμάνι του Αγίου Νικολάου προκειμένου νε επισκεφτούμε τα ακριτικά μας μικρονήσια με το “Βιτσέντζος Κορνάρος” των Λασιθιωτικών Γραμμών.

Ήταν η ώρα που ο ήλιος ολόφλογος ανηφορίζε τις στειακές βουνοκορφές, βάφοντας χρυσορόδινο τον ορίζοντα.  Ο ουρανός πεντακάθαρος στραφτάλιζε σαν ολομέταξο ατλάζι και κάτω η θάλασσα σε όλες τις αποχρώσεις του γαλάζιου απλωνόταν ήσυχη, σμίγοντας στο βάθος με τη νοητή συνορογραμμή του ορίζοντα.

Με μικρούς σταθμούς στα νησιά Κάσο, Κάρπαθο και Ρόδο, φτάσαμε στη Σύμη, το Βιγλάτορα του Αρχιπελάγους μας και Προμαχώνα της Ρωμιοσύνης, κατά τον Ι. Χατζηφώτη πρώτο ουσιαστικό σταθμό του ταξιδιού μας.

Ο Γιαλός, το μεγαλύτερο λιμάνι του νησιού, μας υποδέχτηκε στα φιλόξενα νερά του. Από εδώ αντικρίσαμε ατόφια τη φυσιογνωμία της Σύμης. Ένα βράχο σκληρό, γρανιτένιο, με ψυχή αγνή και τρυφερή σαν μικρού παιδιού. Έναν πίνακα ζωγραφικής με φόντο τις ορθόκοφτες κορφές του, δεμένες αρμονικά με τα μοναδικά σε ομορφιά νεοκλασικά κτήρια που σαν αετοφωλιές λαξευμένες θαρρείς, πάνω στους βράχους, ορθώνονται αμφιθεατρικά πάνω στο πέτρινο τοπίο και γύρω από το λιμάνι όλο αρχοντιά και γοητεία.

Ένα κομμάτι άνυδρης και άγονης ελληνικής γης, μόλις 67 τετραγωνικών χιλιομέτρων που γέννησε ωστόσο σπουδαίους πνευματικούς άνδρες, λόγιους, ακαδημαϊκούς, ζωγράφους και γλύπτες. Αδάμαστους και ανυπότακτους αγωνιστές και πολεμάρχους που πρωτοστάστησαν στους αγώνες για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και αντιστάθηκαν σθεναρά στους διωγμούς και στις καταπιέσεις του ιταλικού φασισμού.

Εδώ η πίστη στην Ορθοδοξία και ο σεβασμός στις πατροπαράδοτες αρχές και αξίες διατηρούνται ατόφιες. Το μαρτυρούν οι αμέτρητες εκκλησίες με τα πανύψηλα καμπαναριά θαρρείς για να φτάνουν οι κωδονοκρουσίες και οι προσευχές των πιστών πιο ψηλά, πιο εύκολα στο θρόνο του Δημιουργού, του μοναδικού προστάτη των κατοίκων αυτού του περήφανου νησιού, που αγωνίζονται να επιβιώσουν σκάβοντας τον γρανίτη και οργνώνοντας τη μεγάλη πηγή της ζωής τους, τη θάλασσα.

Οι έννοιες Πατρίδα – Ειρήνη – Λευτεριά είναι γραμμένες ανεξίτηλα στις ψυχές των Συμιανών. Τις επιβεβαιώνουν οι γαλανόλευκες που κυματίζουν περήφανα στα μικρά και μεγάλα πλεούμενα, που οργώνουν τη Μεσόγειο, στα δημόσια κτήρια και στις πλατείες. Τις μαρτυρούν ακόμη τα μνημεία και οι επιγραφές στα κεντρικότερα σημεία της Σύμης, που ενημερώνουν τον επισκέπτη για τα κυριότερα ιστορικά γεγονότα του νησιού και διατηρούν ζωντανή την ιστορική του μνήμη.

“Η παράδοσις της Δωδεκανήσου εις τους συμμάχους υπεγράφη εις το οίκημα τούτο την 8η Μαΐου 1945”.

Είναι η επιγραφή που προκαλεί το βλέμμα και την προσοχή μας στην πρόσοψη της οικίας Κομψοπούλου την οποία χρησιμοποιούσαν ως διοικητήριο οι κατακτητές και στην οποία έγινε η παράδοση των Δωδεκανήσων από τους Γερμανούς στις 8 Μαΐου 1945.

Πιο πέρα ένα αντίγραφο της τρηκμολίας της ακροπόλεως της Λίνδου, το ανάγλυφο ενός καραβιού, σκαλισμένο στην εγκάρσια τομή του βράχου μ’ ένα τετράστιχο του Δωδεκανήσιου λογοτέχνη Φώτη Βαρελή. δηλώνει τη λαχτάρα των Ακριτών της Δωδεκανήσου για λευτεριά:

“Σήμερα κρυφομίλησε
η λευτεριά σε μένα
πάψετε δώδεκα νησιά
να ‘στε συλλογισμένα
8 Μαΐου 1945”.

Και πιο κάτω, μπροστά από το βράχο, η στήλη με το “Περιστέρι της Ειρήνης”, που με ανοιχτές τις φτερούγες του διαλαλεί το μήνυμα της ειρήνης, το ύψιστο ιδανικό των κατοίκων του νησιού.

Εκεί όμως που η ψυχή απογειώνεται και ο άνθρωπος αισθάνεται ζωντανή την παρουσία του Θεού είναι η μονή του Ταξιάρχη Μιχαήλ του Πανορμίτη, προστάτη των ναυτικών και πολιούχου του νησιού.

Η διαδρομή από τη Σύμη στον Πανορμίτη με ταχύπλοο δελφίνι είναι εντυπωσιακή. Το άγριο ορεινό τοπίο εξαφανίζεται απροσδόκητα και ο επισκέπτης κατάπληκτος βρίσκεται μπρποστά σ’ ένα ειδυλλιακό τοπίο, όπου το πράσινο κυριαρχεί παντού, ενώ τα κάτασπρα ξωκκλήσια με τις κόκκινες κεραμοσκεπές, που ξεφυτρώνουν σε κάθε γωνιά, συμπληρώνουν τη μαγευτική εικόνα.

Στο βάθος ενός μικρού και ήσυχου κόλπου ορθώνεται επιβλητικά το μοναστήρι του Ταξιάρχη Μιχαήλ, που οικοδομήθηκε τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Το πρώτο στοιχείο της μονής, που εντυπωσιάζει, είναι το πανύψηλο καμπαναριό με την εκπληκτική δομή και τα περίφημα στοιχεία γλυπτικής που το κοσμούν. Κάτω από το καμπαναριό και πάνω από την κεντρική πύλη έχει ενσωματωθεί ένα φτερωτό λιοντάρι κατάλοιπο της περιόδου της Βενετοκρατίας.

Το φηφισμένο και πολυτραγουδισμένο “πλατύ”, το προαύλιο της μονής, στρωμένο με ασπρόμαυρα βότσαλα, σε θαυμάσια διακοσμητικά σχέδια, προσδίδει μια αυστηρή όψη στο ιστορικό μοναστήρι.

Στο εσωτερικό του ναού δεσπόζει το περίφημο ξυλόγλυπτο τέμπλο, αριστουργηματικό μείγμα γλυπτικής και ζωγραφικής. Εδώ η αυστηρή μορφή του Ταξιάρχη, μέσα στην ασημόχρυση πανοπλία του, με τη ρομφαία στο υψωμένο χέρι, φαντάζει πραγματικός βιγλάτορας, έτοιμος να προστατέψει το νησί του από κάθε επίδοξο εισβολέα. Η ζωντανή μορφή του προκαλεί δέος και τα αφιερώματα των πιστών στον προστάτη Άγιο του νησιού είναι αμέτρητα.

Το μοναστήρι του Πανορμίτη προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες σε όλες τις κρίσιμες ιστορικές στιγμές του νησιού, πληρώνοντας βαρύ τίμημα, αφού καταστράφηκε δύο φορές από τους κατακτητές και είχε μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινες ψυχές.

Όμως, όπως συμβαίνει με όλα τα ωραία, έτσι και η επίσκεψή μας σε τούτο μαγευτικό νησί τελείωσε σύντομα. Αποχαιρετήσαμε τη Σύμη με την ψυχή πλημμυρισμένη από ατόφια Ελλάδα και πλέοντας νότια παράλληλα με τις φωτισμένες ακτές της Μικράς Ασίας, φτάσαμε Μεγάλη Δευτέρα στο δεύτερο σταθμό μας το Καστελόριζο, την ανατολικότερη εσχατιά της πατρίδας μας, με την πολυτάραχη ιστορία.