Ο τίτλος είναι δανεισμένος από την ομώνυμη ταινία του διάσημου Γάλλου σκηνοθέτη, Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, που πριν από λίγο καιρό έφυγε από τη ζωή.

Η ταινία με τον τίτλο, «Όλα πάνε καλά», («Tout va bien»), γυρίστηκε από τον Γκοντάρ και τον Ζαν Πιερ Γκορέν, το 1972, τέσσερα χρόνια μετά την συντριβή του Μάη του 1968.

Οι πρωταγωνιστές της ταινίας και διάσημοι ηθοποιοί, Ιβ Μοντάν και Τζέιν Φόντα, σε ρόλο παρατηρητών, γίνονται μάρτυρες μιας κατάληψης μεγάλου εργοστασίου αλλαντικών από τους εργάτες του, που θέλουν να τ’ αλλάξουν όλα.

Από τους χαμηλούς μισθούς τους και τα χρώματα των τοίχων του εργοστασίου, μέχρι τις ερωτικές σχέσεις τους και το αυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης.

Ο τίτλος «Όλα πάνε καλά» είναι εξόχως ειρωνικός και η ταινία αποτελεί ιστορικό μνημείο αμφισβήτησης του γκολικού συντηρητικού θριάμβου σε μια Γαλλία που τίποτα δεν πήγαινε καλά κάτω από το υποκριτικό τρίπτυχο της συντήρησης, «ησυχία, τάξη και ασφάλεια».

Η ταινία όμως αποτελεί και μια μικρογραφία της αέναης πάλης των τάξεων, που μπορεί μεν να εκμαυλίζεται σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά δεν καταστέλλεται με στρατιωτικούς νόμους και προεδρικά διατάγματα.

Είδαμε πρόσφατα μια τούφα γυναικεία μαλλιά που ανέμιζαν στις οθόνες μας κάνοντας τον γύρο του κόσμου, να γίνεται σιωπηρό μήνυμα ξεσηκωμού των γυναικών στο Ιράν, αλλά και έμβλημα επανάστασης των γυναικών όλου του ισλαμικού κόσμου.

Η ιστορία όμως δείχνει να έχει εμμονές. Έτσι, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι και στη Ρωσία του 1917, ένα αυθόρμητο γυναικείο κίνημα ήταν το «σπίρτο» που πυροδότησε την πτώση του τσάρου, λίγες μόνο μέρες μετά την απεργία που ξεκίνησαν οι εργάτριες του εργοστασίου υφαντουργίας στην Πετρούπολη, τον Φλεβάρη του 1917. Λίγους μήνες μετά, η παγκόσμια ιστορία θα άλλαζε με τον «Κόκκινο Οκτώβρη».

Στις δύσκολες μέρες που βιώνουμε, αναζητούμε να βρούμε απεγνωσμένα λόγους που να μας κάνουν να αισιοδοξούμε. Όμως, οι υγειονομικές, οικονομικές, ενεργειακές, περιβαλλοντολογικές και κοινωνικές κρίσεις που μαστίζουν τον σύγχρονο κόσμο, δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια. Ύστερα ήρθε και ο πόλεμος, επιδεινώνοντας τραγικά την ήδη άσχημη κατάσταση. Ένας πόλεμος που, αν και τυπικά αποφεύγουν να τον χαρακτηρίσουν «παγκόσμιο», ωστόσο στα αντίπαλα στρατόπεδα ουσιαστικά είναι περιχαρακωμένες οι δυο υπερδυνάμεις του πλανήτη, έχοντας προκαλέσει ήδη ανεπανόρθωτες βλάβες στις οικονομίες, κυρίως των χωρών της Ευρώπης, ενώ ο φόβος, η ανησυχία και η ανασφάλεια, υπονομεύουν κάθε ελπίδα για το μέλλον της επόμενης μέρας.

Παρ’ όλα αυτά τα καταστροφικά, η Γη εξακολουθεί να γυρίζει και ο κόσμος συνεχίζει να προχωρά. Μπροστά ή πίσω δεν έχει σημασία, πάντως προχωρά. Έτσι, όλα πάνε καλά και στη γειτονική μας Ιταλία, μετά την θριαμβευτική νίκη της Τζόρτζια Μελόνι και της ακροδεξιάς κουστωδίας της. Η άνοδος και τελικά η επικράτηση μιας απολύτως ακροδεξιάς πολιτικής πρότασης στην Ιταλία, ήταν αναμενόμενη και αντανακλά τις παθογένειες του ιταλικού πολιτικού βίου και την πολιτική συγκυρία των τελευταίων ετών. Η περίπτωση της κυρίας Μελόνι δεν αποτελεί μια ιταλική υπόθεση, αλλά έναν ευρωπαϊκό εφιάλτη.

Χθες ήταν η Σουηδία, προχθές η Γαλλία και σήμερα είναι η Ιταλία. Σημαντικές ευθύνες φέρει η ανεπαρκής και πολλές φορές ανύπαρκτη αριστερά, που αδυνατεί να εκπροσωπήσει τα ασθενέστερα και ευάλωτα στρώματα της κοινωνίας. Η Δεξιά στο σύνολό της μετατοπίζεται συνεχώς πιο δεξιά, συναντώντας κάπου εκεί την Ακροδεξιά. Το χειρότερο όμως απ’ όλα, είναι το συμπέρασμα που εξάγεται μέσα από αυτές τις εξελίξεις.

Ότι δηλαδή, ο φασισμός δεν αποτελεί πλέον ταμπού, αφού δεν εκφράζεται πια από λούμπεν εξτρεμιστές (λ.χ. «Χρυσή Αυγή»), αλλά από «ραφιναρισμένους» προβεβλημένους ακροδεξιούς πολιτικούς και έτσι γίνεται ευκολότερα πολιτικά αποδεκτός από μια μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος. Δεν περιμέναμε πάντως το κόμμα των «Αδελφών της Ιταλίας» για να επιβεβαιώσει τους φόβους μας ότι η  Άκρα Δεξιά κυριαρχεί στην Ευρώπη.

Όλα πάνε καλά και στα ελληνοτουρκικά, αφού παρά τις καθημερινές πλέον και απαράδεκτες προκλήσεις των ανήσυχων γειτόνων μας, όλοι οι καλοί μας σύμμαχοι τάσσονται σύσσωμοι στο πλευρό μας, με δηλώσεις επί δηλώσεων. Αρκεί μόνο να μην «κάτσει καμιά στραβή», γιατί τότε κάτι μου λέει πως θα μείνουμε και πάλι ολομόναχοι…

Όλα πάνε καλά και στο κυβερνών κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη, από τη μέρα που ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δήλωσε στη Θεσσαλονίκη ότι δεν σκοπεύει να αξιοποιήσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, εφόσον δεν έρθει πρώτο το κόμμα του στις εκλογές. Ο Αλέξης Τσίπρας, εκτός από το παράτολμο δίλλημα που έθεσε, «έπαιξε» όσο καλά μπορούσε και το «χαρτί» των τηλεφωνικών υποκλοπών, επιχειρώντας να ανεβάσει στα ύψη το πολιτικό θερμόμετρο, αλλά για κακή του τύχη, το εκλογικό σώμα δεν δείχνει να νοιάζεται και τόσο πολύ για την διαφθορά σε τούτη τη χώρα. Όπως αποτυπώνεται σε δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας – τις οποίες δεν μπορώ να αγνοήσω – στις πρώτες προτεραιότητες των ελλήνων πολιτών βρίσκονται η ακρίβεια, η οικονομική ανασφάλεια και οι δυσκολίες επιβίωσης. Τα φαινόμενα της διαφθοράς επηρεάζουν την κοινή γνώμη δευτερευόντως, παροδικά και ως έναν βαθμό. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι το θέμα των τηλεφωνικών υποκλοπών το ανέδειξε περισσότερο ο ξένος τύπος παρά τα εγχώρια ΜΜΕ.

Αλγεινή εντύπωση αλλά και θλίψη μου προκάλεσε το μνημειώδες πρωτοσέλιδο μιας μεγάλης ιστορικής εφημερίδας, με σχεδόν 100 χρόνια παρουσίας στην ελληνική δημοσιογραφία, που με τον τίτλο «Υποκλοπές τέλος», πανηγύριζε θριαμβευτικά το γεγονός ότι δεν απασχολεί την κοινή γνώμη στην Ελλάδα το πρόβλημα των υποκλοπών και ότι δεν έχει πολιτικές επιπτώσεις στο κυβερνών κόμμα, το οποίο και υποστηρίζει ανοιχτά.

Μια ιστορική εφημερίδα όμως, ακόμα κι αν έτσι έχουν τα πράγματα όπως τα καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις, αντί να χαίρεται, όφειλε να  προβληματίζεται και να ανησυχεί, αν μη τι άλλο, για την εξασθένιση των δημοκρατικών αντανακλαστικών της κοινωνίας μας.

Όλα πήγαν καλά και με την Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για τις τηλεφωνικές υποκλοπές, που ολοκλήρωσε τις εργασίες της απορρίπτοντας κατά πλειοψηφία όλα τα αιτήματα της αντιπολίτευσης, να καταθέσουν ως μάρτυρες οι βασικοί εμπλεκόμενοι στην σκοτεινή αυτή υπόθεση. Όλα πάνε καλά με την συγκάλυψη και αυτού του σκανδάλου…

Όλα πήγαν καλά και με τις εκκρεμείς υποθέσεις διαφθοράς, που για χρόνια ταλάνιζαν τούτο τον ταλαίπωρο τόπο. Τόση φασαρία για το τίποτα σαν να λέμε. Τέλος καλό όμως, όλα καλά, όπως λέει και ο σοφός λαός. Και η ετυμηγορία της δικαιοσύνης είναι σαφής:

Αθώοι όλοι οι κατηγορούμενοι της υπόθεσης «Siemens». Αθώοι όλοι οι κατηγορούμενοι για την υπόθεση «Novartis». Αθώοι όλοι οι κατηγορούμενοι για τα εξοπλιστικά, αθώοι κι εκείνοι που κατηγορήθηκαν για το «Βατοπέδι», όπως αθώοι επίσης κρίθηκαν και όλοι όσοι ενεπλάκησαν στο τεραστίων διαστάσεων σκάνδαλο του χρηματιστηρίου…

Όλα πάνε καλά και στην μιντιακή μονοφωνία, που προωθεί λυσσαλέα και με κάθε πρόσφορο προπαγανδιστικό μέσο τον μεταμοντέρνο αντικομουνισμό-αντιαριστερισμό.

Η ιστορία μοιάζει να χάνει το βάρος της. Οι αναφορές σε εγκλήματα του παρελθόντος δεν πείθουν τον κόσμο ως επιχειρήματα, ενώ η δημοκρατία στη χώρα μας, όπως και στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες, δείχνει να έχει χάσει την ιερότητά της.

Αναρωτιέμαι όμως, απευθυνόμενος στους υπεραισιόδοξους και αθεράπευτα ανυποψίαστους συμπολίτες μας, αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, και αν όλα πήγαιναν και πάνε τόσο καλά σε τούτη την όμορφη χώρα, τότε ρε παιδιά γιατί η Ελλάδα χρεοκόπησε;

https://moschonas.wordpress.com