Είναι γνωστό ότι η χώρα μας αντιμετωπίζει σήμερα μια μεγάλη οικονομική κρίση, αφού πολλοί συνάνθρωποί μας δεν διαθέτουν ούτε τα στοιχειώδη μέσα διαβίωσής τους.
Για να θυμηθούν όμως οι παλαιότεροι και να μάθουν οι νεότεροι, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο λαός μας σε περασμένα χρόνια, όπως ήταν η περίοδος της γερμανικής Κατοχής, αναφέρω ορισμένα περιστατικά, που μπορεί να μοιάζουν σαν παραμύθια, αλλά όμως είναι απολύτως αληθινά.
Την περίοδο λοιπόν της γερμανικής Κατοχής ο ελληνικός λαός δεν αντιμετώπιζε μόνο τον κίνδυνο ενός σκληρού κατακτητή, αλλά είχε και πολλούς άλλους κινδύνους όπως ήταν η πείνα και η υγειονομική περίθαψη, που οδήγησαν στο θάνατο χιλιάδες συναθρώπους μας.
Εδώ αναφέρω ένα πραγματικό γεγονός, που αν σήμερα έχουν εμφανιστεί στη χώρα μας αρκετά κρούσματα ιλαράς, τα οποία αντιμετωπίζονται υγειονομικά, χωρίς να έχομε τραγικά αποτελέσματα, το χειμώνα του έτους 1942 πέθαναν 22 παιδιά από ιλαρά, σε ένα χωριό με πληθυσμό 600 περίπου κατοίκων, επειδή δεν υπήρχε στοιχειώδης υγειονομική περίθαλψη για την αντιμετώπισή της.
Επίσης πολλοί πέθαιναν από την πείνα, επειδή δεν είχαν τίποτε να φάνε και για αρκετές ημέρες, ή και βδομάδες ακόμη, μένανε εντελώς νηστικοί, ενώ σε ό,τι αφορά την ενδυμασία τους, αν σήμερα οι νέοι φορούν παντελόνια τα οποία τα σχίζουν για να προσαρμοστούν στη μόδα, τότε δεν υπήρχαν ούτε τα σχισμένα παντελόνια, να τα φορέσουν και για την υπόδυση τα παιδιά ήταν ξυπόλητα μέχρι και την ηλικία πάνω από δέκα – δώδεκα ετών. Το ψωμί είχε γίνει σπάνιο και όποιος το είχε εθεωρείτο νοικοκύρης, ενώ τα παιδιά σκελετωμένα από την πείνα, ξυπόλυτα και ρακένδυτα πέθαιναν στους δρόμους.
Για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε τότε ο λαός μας, αναφέρω ένα πραγματικό περιστατικό το οποίο έζησα προσωπικά. Προς το τέλος λοιπόν του έτους 1943 ήρθε στο χωριό μου, που βρίσκεται στα Αστερούσια, ένας από τα καμένα χωριά της Βιάννου τα οποία είχαν καταστρέψει εντελώς οι Γερμανοί κατά το μήνα Σεπτέμβρη του ίδιου έτους και συγκεκριμένα ήταν από το χωριό Καλάμι, ο οποίος είχε φορτώσει σε δύο ζώα πέντε ασκιά λάδι, το οποίο πουλούσε για να πάρει λίγο κριθάρι, να παρασκευάσει ψωμί για την οικογενειά του.
Πήγε λοιπόν και ξεφόρτωσε το λάδι σε ένα καφενείο στο κέντρο του χωριού και προσπαθούσε να βρει αγοραστή, αλλά κανείς δεν έδειχνε κανένα απολύτως ενδιαφέρον. Κάποια στιγμή λοιπόν εμφανίστηκε ένας ο οποίος είχε αλευρόμυλο και ήταν και ο μόνος στο χωριό, που είχε τη δυνατότητα να αγοράσει το λάδι. Βλέπει λοιπόν τον ξένο επισκέπτη στο χωριό του και τον ρωτάει τι ήθελε και του απαντά: “έφερα λίγο λάδι και το πουλώ, για να πάρω λίγο κριθάρι, αλλά δεν ενδιαφέρεται κανείς να το αγοράσει”.
Λέει λοιπόν στον πωλητή του λαδιού, να φέρει τα ζώα, να φορτώσει τα ασκιά με το λάδι και να πάνε στο σπίτι του, για να αγοράσει το λάδι. Πήγανε λοιπόν το λάδι στο σπίτι του αγοραστή και συμφώνησαν την τιμή του λαδιού με κριθάρι (είδος με είδος) και άκουσον, άκουσον αυτή ήταν ΟΚΤΩ ΟΚΑΔΕΣ ΛΑΔΙ ΜΙΑ ΟΚΑ ΚΡΙΘΑΡΙ και για να μη θεωρηθεί ότι έγινε λάθος, επαναλαμβάνω οκτώ οκάδες λάδι μια οκά κριθάρι (η οκά ήταν μονάδα βάρους η οποία αντιστοιχούσε με 1.280 γραμμ. και αντικαταστάθηκε στη Χώρα μας από το κιλό το έτος 1957).
Στον υπολογισμό λοιπόν έπρεπε ο πωλητής του λαδιού να πάρει για το λάδι που ήταν περισσότερο από 120 οκάδες, δέκα έξι (16) οκάδες κριθάρι. Λέει λοιπόν στον πωλητή του λαδιού ο αγοραστής του, γιατί δεν παίρνεις το λάδι, να βρίσκεις χόρτα, να τρώνε τα παιδιά σου και αυτός απαντά, λάδι έχω και άλλο, αλλά έχω έξι παιδιά, τα οποία έχουνε να φάνε ψωμί περισσότερο από σαράντα μέρες. Οπότε τον λυπήθηκε ο αγοραστής του λαδιού και λέει σε ένα του γιο να του γεμίσει δυο σακιά κριθάρι, περίπου εξήντα οκάδες, και το πήρε ο άνθρωπος κάνοντας χίλιες ευχαριστίες για το επιπλέον κριθάρι που του έδωσε.
Επίσης την ίδια εποχή πολλοί για να εξασφαλίσουν λίγο ψωμί για τα παιδιά τους πουλούσαν χρυσαφικά και ό,τι άλλο πολύτιμο είχαν σε τιμή που μόνο εξευτελιστική μπορεί να χαρακτηριστεί.
Αυτές λοιπόν ήταν οι συνθήκες την περίοδο εκείνη, οι οποίες δε συγκρίνονται με τις σημερινές, αφού σήμερα θέλουμε να ζήσομε καλύτερα, ενώ τότε οι άνθρωποι έκαναν αγώνα μόνο για να ζήσουν.
Ο ελληνικός λαός όμως όλα αυτά τα ξεπέρασε και σιγά, σιγά βρήκε το δρόμο του. Ας ευχηθούμε λοιπόν και σήμερα να αντιμετωπίσει η χώρα μας τη σημερινή οικονομική κρίση με θάρρος, υπομονή και καρτερικότητα και να οδηγηθεί σε μια ομαλή οικονομική πορεία.
* Ο Ιωάννης Ξηρουχάκης
είναι πρώην διευθυντής ΕΛ.ΤΑ.