Ο Στάθης, είκοσι επτά ετών, είναι παντρεμένος με την Νούλα (από το Ειρηνούλα), δύο χρόνια μικρότερή του. Όμως ο γάμος τους δεν πάει καλά. Έχουν συχνούς καβγάδες. Έχουν ένα γιο, τον Θέμη. Πάει στην τρίτη δημοτικού.

Εκείνο το πρωί τον μικρό Θέμη τον ξύπνησαν πάλι οι φωνές των γονιών του, που πάλι μάλωναν. Ξημερώματα άρχισαν τον καβγά. Με αγριοφωνάρες. Και χοντρά  λόγια και οι δυο τους. Άκουγε καθαρά από το δωμάτιό του τι έλεγαν οργισμένοι ο ένας εναντίον του άλλου.

Ο μικρός Θέμης αρχικά κουκουλώθηκε με τα σκεπάσματα. Να μην τους ακούει. Όμως οι φωνές ήταν δυνατές. Και δεν σταματούσαν. Τον Θέμη τον έπιασαν τα κλάματα. Και έκλαιγε κουκουλωμένος, κάτω από τα σκεπάσματα, απελπισμένος, στο μικρό δωμάτιό του.

Στο τέλος πετάχτηκε όρθιος, ντύθηκε βιαστικά και πήρε την σχολική του τσάντα. Πέρασε από το σαλόνι και βγήκε κλείνοντας προσεκτικά την εξώπορτα, να μην ακουστεί. Οι γονείς του χαμπάρι δεν πήραν. Τράβηξε ίσια για το σχολείο κλαίοντας. Στον δρόμο του πέρασε από το σπίτι της θείας του, της Ασπασίας, αδερφής της μαμάς του. Σκέφτηκε να μπει. Χτύπησε την πόρτα. Του άνοιξαν. Τρομαγμένη, που τον είδε κλαμένο, η θεία του τον ρωτούσε τι έχει. Κι εκείνος απάντησε.

– Μαλώνουν ο μπαμπάς με τη μαμά μου… και άρχισε να κλαίει δυνατά.

Η θεία του τον φίλησε στοργικά.

– Πάλι! Μην κλαις, παιδάκι μου… Πήγαινε εσύ τώρα στο σχολείο. Μην αργήσεις… τον συμβούλεψε χαϊδεύοντάς τον.

Στο μεταξύ στο σπίτι οι γονείς του αντιλήφθηκαν ότι ο Θέμης έλειπε.

– Βρε, το παιδί  λείπει! Άκουσε τις φωνάρες σου, τρόμαξε και έφυγε… φώναζε τώρα η μαμά.

Μπήκε και ο μπαμπάς τρομαγμένος στο παιδικό δωμάτιο.

– Η τσάντα του λείπει. Πήγε, φαίνεται, στο σχολείο…

– Χωρίς να φάει! Το παιδί! Εσύ φταις… φώναζε η μαμά.

Την στιγμή εκείνη έφτασε η αδερφή της η Ασπασία. Χτύπησε την πόρτα, της άνοιξαν και μπήκε. Η μαμά Νούλα έπεσε στην αγκαλιά της και έκλαιγε γοερά. Συγκινήθηκε και ο μπαμπάς Στάθης. Άρχισε να κλαίει και εκείνος. Μετά τον καβγά, κλάματα.

Ο μετανιωμός.

– Για το όνομα του Θεού, σταματήστε πια τα μαλώματα… Λυπηθείτε το παιδί σας. Σας ακούνε… Δεν ντρέπεστε; Ρεζίλι γίνεστε στην γειτονιά… συμβούλευε η θεία Ασπασία.

– Το παιδί! Πού βρίσκεται το παιδί! Άρχισε ξανά να φωνάζει η μαμά.

– Πάει στο σχολείο, εξήγησε η θεία. Πέρασε από εμένα…

Ο μπαμπάς Στάθης όρμηξε στο τηλέφωνο. Καλούσε το δημοτικό σχολείο. Απάντησε η διευθύντρια. Την ρωτούσε αν το παιδί τους, ο Θέμης, μαθητής της τρίτης τάξης, ήταν εκεί. Και εξηγούσε ότι έφυγε από το σπίτι ξαφνικά.

– Περιμένετε. Αυτή την στιγμή γίνεται μάθημα. Θα πάω να ρωτήσω.

Σε λίγο επέστρεψε η διευθύντρια.

– Ναι. Είναι στο μάθημα. Η δασκάλα του μου είπε ότι είναι κάπως κλαμένος.

Ο μπαμπάς Στάθης δεν ήταν βέβαια αναίσθητος. Στενοχωριόταν με την κατάσταση αυτή στο σπίτι. Ασφαλώς στενοχωριόταν και η μαμά.

Τηλεφώνησε ο Στάθης σε ψυχίατρο. «Για μια μόνο ακρόαση». Ο ψυχίατρος, στην επίσκεψη, του είπε ότι οι καβγάδες  τους ασφαλώς κάνουν μεγάλο κακό στην ψυχική υγεία του παιδιού τους. Να μη μαλώνουν. Τις διαφορές τους να τις λύνουν ειρηνικά και πολιτισμένα. Και όχι μπροστά στο παιδί τους…                                                                           «Είναι ποτέ δυνατό;» απορούσε όσο τον άκουγε ο μπαμπάς Στάθης.

– Γιατρέ, εγώ σκέφτομαι τις επιπτώσεις και στον γάμο ακόμη του παιδιού μας, αργότερα, όταν μεγαλώσει…

Ο γιατρός τον διέκοψε.

– Να σου πω. Οι καβγάδες σας μπορεί και να τον ωφελήσουν. Να βάλει για αρχή του, αυτός ποτέ να μη μαλώσει με την γυναίκα του.

«Είναι ποτέ δυνατό;» σκεφτόταν πάλι ο μπαμπάς Στάθης.

– Ή, συνέχισε ο γιατρός, να αποκτήσει και κάποιον φόβο για τον γάμο, σκεπτόμενος αυτά που ζει τώρα με τους γονείς του, που όλο μαλώνουν και δεν μπορούν να μονιάσουν. Πάντως οι καβγάδες των γονέων δημιουργούν πληγή ανεπούλωτη στις ψυχές των παιδιών τους. Για όλη τους την ζωή. Αυτό βάλτε το καλά στο μυαλό σας.

Εντύπωση έκανε στον μπαμπά Στάθη αυτό το τελευταίο. Και έμεινε να ηχεί μέσα του ασταμάτητα. Το έλεγε και στην γυναίκα του. Στιγμές σύνεσης.